ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/5/08

Sea 'n' dream (ή Συντρίμ...) team

Στη φωτογραφία αριστερά βλέπετε το ιστιοπλοϊκό "Σήμερα" ενώ ταξιδεύει προς το λιμάνι του Ηρακλείου (στο βάθος φαίνεται το παλιό εργοστάσιο της Ηλεκτρικής που στεγάζει πλέον το ανανεωμένο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας). Οι τύποι με τα πορτοκαλιά σωσίβια που φαίνονται πάνω στο σκάφος είμαστε εμείς: το ένα από τα τμήματα του Σαββάτου της 35ης Σχολής Ιστιοπλοΐας Ανοιχτής Θαλάσσης του ΙΟΗ. Για τους φίλους, Sea & Dream Team. Για τους πολύ φίλους, Συντρίμ...

Κατ' αρχήν θα ήθελα να διαβεβαιώσω το μέγα πλήθος των ανησυχούντων αναγνωστών του ιστολογίου ότι δεν έχουμε απώλειες - κανείς δεν έχει πνιγεί ακόμα. Το μόνο ατύχημα που συνέβη είναι πάτημα αχινού, αλλά αντιμετωπίστηκε ακαριαία με χειρουργική επέμβαση (χωρίς αναισθησία). Άλλωστε η ομάδα είναι πλήρως στελεχωμένη με γιατρό, ναυαγοσώστες (δύο!), δικηγόρο (ποτέ δεν ξέρεις), δύο μηχανικούς (ως γνωστόν, άμα είσαι μέλος του ΤΕΕ κολλάς παντού), ξεναγό-διερμηνέα, φυσικό (εντάξει, σπουδάζει ακόμα), λογιστή (ομοίως), βιολόγο (μαντέψτε ποιον...) και γυμναστή (με ειδίκευση στο βόλεϊ και το τένις, αλλά τέλος πάντων...). Επίσης έχει δύο κιθαρίστες (ο ένας τραγουδάει κιόλας), τρεις εργαζόμενους σε ξενοδοχεία, μία χορεύτρια παραδοσιακών χορών, έναν πρωταθλητή ιστιοπλοΐας σε σκάφη Laser και J24, έναν ορειβάτη, έναν ειδικό στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών και μερικούς κομπάρσους στην τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά που γυρίζεται αυτές τις μέρες στην Κρήτη.

Όλες τις προαναφερθείσες ιδιότητες τις μοιράζονται τα μέλη της ομάδας (εννιά τον αριθμό μαζί με τον εκπαιδευτή), πράγμα που υποδηλώνει ότι μερικοί έχουν παραπάνω από μία ιδιότητα, π.χ. γυμναστής-κιθαρίστας, μηχανικός-ρεσεψιονίστ, ναυαγοσώστης-λογιστής, δικηγόρος-ορειβάτης κλπ. Πέντε-έξι είναι από το Ηράκλειο, δύο είμαστε από την υπόλοιπη Ελλάδα, ένας από πιο μακριά ακόμα. Πλην ενός (του πρωταθλητή), κανένας δεν είχε προηγούμενη επαφή με την ιστιοπλοΐα, αν και κάποιοι είχαμε μια επαφή με θαλάσσια σπορ όπως ελεύθερη κατάδυση, φουσκωτά σκάφη, τάβλι στην παραλία, επίπλευση με τα άκρα ανοιχτά και την κοιλιά έξω (κοινώς "ψόφιο"), επιδρομή σε ψαροταβέρνα και άλλα τέτοια επιμορφωτικά.

Στο διάστημα της εκπαίδευσής μας μάθαμε πολλά καινούργια πράγματα, όπως την ακριβή σημασία ορισμένων λέξεων που συναντώνται στην ποίηση του Νίκου Καββαδία (π.χ. ρέλια, παταράτσα, σπιράγια), τη διάκριση ανάμεσα στη "σταβέντο" και τη "σοφράνο" μεριά ενός σκάφους* (που δεν είναι η ίδια πάντα), το κρυμμένο νόημα της φράσης "λάσκα η σκότα της μαΐστρας" (είναι αυτό που βλέπετε αριστερά).

Μάθαμε ακόμα τις ονομασίες των τριών κόλπων της νήσου Δίας (που βρίσκεται περίπου έξι μίλια βόρεια από το Ηράκλειο), εντρυφήσαμε στη δυσκολία της παρασκευής μουσακά σε φούρνο υγραερίου εν πλώ – σε αντίθεση με τη σχετική άνεση ψησίματος μπριζόλας σε τσίγκινο κουβά (βλ. φωτό), ανακαλύψαμε την αντιστοιχία πράσινου-κόκκινου (φαναριού) με το δεξιά-αριστερά (εύκολο αν το σπομνημονεύσει κανείς πολιτικά) και – πάνω από όλα – μάθαμε για τους εαυτούς μας πράγματα που λίγες βδομάδες πριν δεν είχαμε καν φανταστεί ότι υπήρχαν. Για παράδειγμα, μάθαμε τα καινούργια μας ονόματα.

Οι εκπαιδευτές μας είχαν αποκτήσει ονόματα από προγενέστερες ιστορικές συγκυρίες. Ωστόσο, και ο Νώε και ο Αρκούδος είναι περίπου προφανές γιατί ονομάστηκαν έτσι (μια ματιά να τους ρίξεις αρκεί) – μυστήριο καλύπτει μόνο την περίπτωση του «δικού μας», που κανείς δεν μας αποκαλύπτει για ποιο λόγο ονομάζεται Σαρανταεφτά**. Όσο για τα μέλη της ομάδας, η αρχή έγινε στο πρώτο ταξίδι μας που κάποιος έπαθε κάτι σε ναυτία και ρέταρε – προς το τέλος όμως συνήλθε. Ήταν και Σάββατο του Λαζάρου, δεν ήθελε και πολύ: από τη στιγμή εκείνη ονομάστηκε Λάζαρος (ή Lazy Laz για τους κολλητούς). Στο επόμενο μάθημα, ο Σαρανταεφτά ρώτησε ρητορικά «Είναι έτοιμο το σκάφος;» για να πάρει από κάποιον την απάντηση «Νέτο, νέτο». Η ονοματοθεσία του Νέτου ήταν γεγονός.

Κάποιος άλλος γυρόφερνε συνεχώς σε όλα τα πόστα και έκανε διορθώσεις στα σχοινιά. «Κάτσε σταβέντο» του είπαμε «και μην τρέχεις σαν το Βέγγο». Ονομάστηκε, δόξη και τιμή, Σταβέγγος. Ακολούθησαν και οι άλλες ονοματοθεσίες, της Κάντυ (από το καντηλίτσα – ένα δημοφιλή ναυτικό κόμπο), της Μαρίστρας (από τη μαΐστρα, δηλαδή το κεντρικό πανί), του Keel Bill που επειδή είναι κάπως (χμ, χμ) υπέρβαρος, προσφέρθηκε να δώσει βάρος στην καρίνα (keel), του Boomvang-ellis που συνήθως αράζει κάτω από ένα συστηματάκι που λέγεται boomvang και της «άλλος-για-το-σκάφος-μας» Μανταλένας, που λέγεται και “mamma” γιατί μας φροντίζει όλους και μας προσέχει.

Σκέφτομαι αυτούς τους μάλλον ετερόκλητους ανθρώπους - υποψιάζομαι ότι υπό άλλες συνθήκες μάλλον δεν θα έκαναν παρέα: άλλες ηλικίες, άλλες παραστάσεις, άλλες μουσικές, άλλες επιδιώξεις. Φαντάζομαι ότι μετά το πέρας των μαθημάτων δεν θα βρεθούμε στα σοβαρά μαζί κάπου, εκτός αν κάποιοι συνεχίσουν στη σχολή προχωρημένων ή πραγματοποιηθεί εν τέλει το εκπαιδευτικό ταξίδι που σχεδιάζουμε στις Κυκλάδες. Όμως περνάμε μαζί τα Σάββατά μας τώρα, καθώς και κάποιες Κυριακές – και περνάμε ωραία. Με κάποια έκπληξη, συνειδητοποίησα στους αγώνες που τρέξαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ότι έχει αναπτυχθεί ανάμεσά μας ένα είδος δεσίματος, που βάζει την ομάδα ένα κλικ πιο πάνω από τα επιμέρους πρόσωπα: ένα πνεύμα συλλογικότητας (ας μου επιτραπεί η έκφραση) που κάνει τους πιο «προικισμένους» ή πιο διαβασμένους να επικουρούν αυτούς που υστερούν και όλους μαζί να αντιμετωπίζουν την όλη φάση τόσο σοβαρά ώστε να έχεις την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό γίνεται και τόσο ελαφρά ώστε να μην ξεχνάς ότι βασικά είσαι εκεί για να διασκεδάσεις.

Ως άνθρωπος ράθυμος και εκ του φυσικού τεμπελάκος, ήμουν πάντα επιφυλακτικός απέναντι στις διάφορες οργανωμένες δραστηριότητες του Σαββατοκύριακου που φοριούνται ως εναλλακτικές αλλά μάλλον είναι εντελώς mainstream τώρα που μια ολόκληρη βιομηχανία “leisure activities” (ρουχαλάκια, εξοπλισμός, γραφεία εκδρομών, extreme sports) ανθεί γύρω τους. Μετέφερα τις επιφυλάξεις μου σε μια ομήγυρη παλιών ιστιοπλόων και με έκπληξη είδα κάμποσους να συμφωνούν: προφανώς κανείς τους δεν ενέτασσε την ιστιοπλοΐα στη συγκεκριμένη κατηγορία δραστηριοτήτων. Για κάμποσους από αυτούς που έτυχε να γνωρίσω, το να ανοίγουν πανιά είναι ο τρόπος που ξέρουν για να ξεκινάνε την κάθε μέρα τους. Δεν είναι πλούσιοι – οι λεφτάδες μάλλον προτιμούν τις θαλαμηγούς. Μερικοί κατοικούν στο σκάφος τους, ακόμα και το χειμώνα - γνώρισα κάποιον που δεν έχει άλλη κατοικία. Ασχολούνται μαζί του διαρκώς και το φροντίζουν σα μέλος της οικογένειας. Υποψιάζομαι ότι όσοι έχουν άλλες δουλειές, τις έχουν για τα μάτια του κόσμου – η βασική τους απασχόληση μάλλον είναι το σκάφος και τα σχετικά με αυτό.

Δε ξέρω αν κανένα από τα μέλη της Συντρίμ Τημ θα καταλήξει τόσο απορροφημένο με την ιστιοπλοΐα. Ο πλούτος των καιρών μας είναι ο χρόνος, και κανείς μας δεν τον διαθέτει σε αφθονία. Έχω την αίσθηση όμως ότι όλοι θα αποκομίσουμε από την εμπειρία μια θετική παρακαταθήκη που ίσως αρκεί για να μας οδηγεί από καιρού εις καιρόν στα λημέρια του βενετσιάνικου λιμανιού, απέναντι από τον Κούλε, και καμιά ζεστή καλοκαιρινή μέρα μπορεί και να μας σπρώξει πάνω σε κανένα δανεικό σκαφάκι να προσπαθούμε να θυμηθούμε τα βασικά.

Πάντως, αν και τα μέλη της ομάδας μάλλον δε διαβάζουν ιστολόγια, οφείλω να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την παρέα.

Α, και για το θαλασσί μπλουζάκι με το «όνομά» μου στην πλάτη. Extra-large, βέβαια.

(Οι φωτογραφίες - πλην μιας δικής μου - είναι copyright της "Μανταλένας" )

* Σοφράνο είναι η προσήνεμη και σταβέντο η υπήνεμη μεριά του σκαφους. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, έχω ακούσει την ίδια ορολογία να χρησιμοποιείται για επιμήκη νησιά όπως η Ικαρία: «αποσταβέντου» λέγεται η νότια πλευρά (αν και δεν είναι καθόλου υπήνεμη στ’ αλήθεια) καθώς συνήθως φυσάει βοριάς. Τους όρους έχω διαβάσει και για τη Σκιάθο στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Στο Χριστό, στο Κάστρο».

** Πέτυχα μια μέρα το Νώε εκτός ομίλου και τον ρώτησα γιατί λένε έτσι τον Σαρανταεφτά. «Επειδή είναι νούμερο», μου εξήγησε. «Αν και βασικά όλοι νούμερα είμαστε, αυτός πάντως είναι το νούμερο σαρανταεφτά». Άλλοι ρώτησαν τον Αρκούδο που τους είπε μια άλλη ιστορία, άλλοι τον ίδιο το Σαρανταεφτά και τους είπε μερικές ακόμα. Υποψιάζομαι ότι οι εναλλακτικές εκδοχές θα είναι παραπάνω από σαρανταεφτά...

27/5/08

Κληρονομικά τυράκια

Την εποχή που η εικονιζόμενη αριστερά Μάγια η μέλισσα ήταν δημοφιλές παιδικό πρόγραμμα στην τηλεόραση, οι περισσότερες τηλεοράσεις ήταν ακόμα ασπρόμαυρες (και η δικιά μας) και εγώ ήμουν παιδί. Βέβαια δεν την έβλεπαν μόνο παιδιά - θυμάμαι ότι η γιαγιά μου που τότε κόντευε τα ογδόντα παρακολουθούσε τη Μάγια μαζί μας και έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια στον κάπως οκνηρό σύντροφο της Μάγιας, το Βίλυ, που ψεύδιζε και χασμουριόταν διαρκώς και πάντα βαριόταν να μπλεχτεί στις περιπέτειες που σκάρωνε η αεικίνητη φίλη του.

Φυσικά, λόγω της γενικής αποστροφής προς τα ξυπνητήρια και τις τρεχάλες που με διακρίνει, ήταν απολύτως αδύνατον να ταυτιστώ με την διαρκώς τσιτωμένη Μάγια, οπότε ο Βίλυ, αν και κηφήνας (φυσικά...) είχε τη συμπάθειά μου. Δυστυχώς, ο συμπαθής κηφήν δεν ήταν και πολύ ευφυής κατά τα λοιπά, οπότε δε γινόταν να ταυτιστώ με κάποιον ελαφρώς χαζούλη ήρωα. Το πρόβλημα μισολύθηκε στο δεύτερο κύκλο επεισοδίων, όπου αφού τα μελισσάκια γνώρισαν όλους τους πιθανούς και απίθανους τύπους εντόμων, εισήχθησαν νέα ήθη στη δράση και νέοι ήρωες, ένας εκ των οποίων επρόκειτο να αποτελέσει το ακούσιο έμβλημά μου για μερικά χρόνια πρώιμης εφηβείας.

Ο ήρωάς μας, ήταν ένα μικροσκοπικό (σε μέγεθος μέλισσας) ποντικάκι με γυαλιά, σπουδαιοφανές διανοουμενίστικο ύφος, άποψη επί παντός του επιστητού (συνήθως χωρίς πολλή σχέση με την πραγματικότητα), κάπως ξερόλας και εντελώς μα εντελώς πανικόβλητος (κοινώς χέζουρας) όποτε μια υποψία κινδύνου απειλούσε το μικρο-περιβάλλον που ζούσε (δηλαδή περίπου σε κάθε επεισόδιο). Επειδή την εποχή εκείνη φορούσα γυαλιά (εντάξει, ακόμα φοράω) και κάθε τόσο έβγαζα κάτι σπουδαιοφανείς αποφάνσεις (το έχω λίγο περιορίσει αυτό συν τω χρόνω), βάλε και μια γενική μικροσκοπικότητα (που έχει εξαφανιστεί πλέον, τουλάχιστον κατά πλάτος), οι αγαπημένοι μου παιδικοί φίλοι δεν άργησαν να μου κολλήσουν ως υποκοριστικό το όνομα του ήρωά μας: Αλέξανδρος (ή για τους φίλους Αλεξανδρούκος).


Στο κλιπάκι, η Μάγια και ο Βίλυ έχουν μια πρωινή συζήτηση με ένα σαλιγκάρι (είχα ένα άλλο με τον Αλεξανδρούκο και το Φλιπ, αλλά το βγάλανε από το youtube).

Επειδή στην Ικαρία όλοι σχεδόν έχουν ένα "βοηθητικό" όνομα, δε με στεναχώρησε ιδιαίτερα το γεγονός. Άλλωστε, καλύτερα να σε φωνάζουν Αλέξανδρο παρά Νέρωνα ή Μανταλάκια ή Πύραυλο ή Κλαιρό. Μάλιστα, δεδομένου ότι εγώ ήμουν περιστασιακός κάτοικος, όταν η Μάγια σταμάτησε να προβάλλεται και η συνάφεια εικόνας και ονόματος δεν ήταν πλέον προφανής, ψιλοξεχάστηκε σιγά σιγά το πράγμα και σήμερα, μετά παρέλευση εικοσαετίας, είναι πλέον παραγεγραμμένο το αδίκημα. Μου έμεινε όμως μια απροσδιόριστη συμπάθεια για αυτό το αφύσικο ποντικάκι, που νομίζω πως έχει τη ρίζα της σε μια σκηνή που έλαβε χώρα σε ένα επεισόδιο που θυμάμαι σχετικά καλά:

Γινόταν ένα είδος γιορτής στη μικροπολιτεία, και όλα τα ζωάκια έφερναν από κάτι φαγώσιμο ή πόσιμο, ή έπαιζαν μουσική ή χόρευαν. Ο Αλεξανδρούκος ήταν άφαντος και η Μάγια έδειχνε να ανησυχεί για την απουσία του, αλλά όταν έμφανίστηκε τελικά κουβαλούσε κάτι σφιχτοδεμένα δεματάκια. Τον ρώτησαν τι ήταν αυτό - απάντησε πως ήταν κάτι εξαιρετικά πολύτιμο που είχε κληρονομήσει από τον παππού του. Ύστερα πήρε το σπουδαιοφανές ύφος του, ξετύλιξε το περιτύλιγμα και υπερηφάνως αποκάλυψε κάτι προϊστορικά τυριά (περί αυτού επρόκειτο), τα οποία φυσικά είχαν σαπίσει. Η μπόχα εξαπλώθηκε παντού και τα ζωάκια άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα, το πάρτυ διαλύθηκε σε δευτερόλεπτα ανάμεσα σε κατάρες για τον Αλεξανδρούκο και τον παππού του και όλη την ποντικοφάρα, και ο ατυχήσας ήρως έμεινε στη μέση του πουθενά (μαζί με τα τυράκια του) προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη και (κυρίως) γιατί.

Συμβαίνει συχνά αυτό που σε εμάς μυρίζει υπέροχα σε άλλους να βρωμάει άσχημα. Είτε αφορά φαγητά, είτε μουσικές, είτε βιβλία, είτε ανθρώπους. Σκέφτομαι συχνά ότι ο καθένας μας κάπου έχει κρυμμένα μέσα του διάφορα τέτοια πολύτιμα τυράκια (αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, λόγια που ειπώθηκαν ή που περιμένουν κάποτε να ειπωθούν, το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι, μια απρόσμενη συγχορδία στη μέση μιας μουσικής φράσης, ένα ξύπνημα δίπλα στο αγαπημένο πρόσωπο, το πράσινο φουστάνι που ήθελες να φορέσεις αλλά δε φόρεσες). Αυτό που είναι για μας πολύτιμο μπορεί να είναι για τους άλλους καταγέλαστο ή παντελώς αδιάφορο ή ακόμα χειρότερα να τους προκαλεί αποστροφή και τρόμο. Μπορεί να το έχουμε κληρονομήσει από τον παππού ή να το βρήκαμε κάπου σαν πετάμένο βότσαλο και να το κρατήσαμε με την ελπίδα να μας αποκαλυφθεί κάποτε το μυστικό του νόημα. Αλλά ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε απόλυτα, δεμένα σφιχτά τα μυστικά τυράκια μας, περιμένουν την ώρα της αποκάλυψής τους.

Δυστυχώς, τα τυράκια δεν κρατάνε για πάντα. Όπως οι ιδέες ή οι αγάπες, πρέπει να καταναλωνονται στην ώρα τους γιατί μετά μπορεί να σαπίσουν άσχημα και το αποτέλεσμα να είναι ανάλογο με αυτό στο πάρτυ της Μάγιας. Το να μην είσαι στομφώδης και ξερόλας σαν τον Αλεξανδρούκο βοηθάει βέβαια κάπως, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα. Δεν ξέρω τι το λύνει - φαντάζομαι ο καθένας πορεύεται όπως μπορεί σ' αυτές τις περιπτώσεις. Άλλοι τα κρύβουν, άλλοι τα φορτώνουν στα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, άλλοι πάνε με το συρμό, άλλοι γράφουν ιστολόγια.

Δεν θυμάμαι αν ο Αλεξανδρούκος ξαναέδεσε τα τυράκια του για να τα κληροδοτήσει στον εγγονό του κάποτε. Θυμάμαι πάντως ότι στο τέλος του επεισοδίου έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης, μέχρι που η Μάγια τον εντοπίζει πίσω από κάτι νούφαρα (νομίζω) να κοιτάζει τον ήλιο που δύει. Δε θυμάμαι τι λένε, αν λένε κάτι. Κάποια στιγμή πάντως η Μάγια βάζει το χέρι της στον ώμο του και κοιτάνε μαζί το ηλιοβασίλεμα. Ύστερα πέφτουν τίτλοι τέλους.

Τώρα που ξαναείδα τους τίτλους στο youtube, πρόσεξα ότι σε κάποιο σημείο η Μάγια κοιτάζει το φεγγάρι και για κάποιο λόγο δακρύζει. Παράξενο για παιδικό πρόγραμμα, δε νομίζετε;



ΥΓ. Τώρα που το ξαναδιαβάζω, ανακαλώ ένα ακόμα περιστατικό, την εποχή που ήμουν φοιτητής και τα καλοκαίρια παρέδιδα ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Γυμνασίου ή Λυκείου που είχαν μείνει μετεξεταστέοι (αφθονεί το είδος στην Ικαρία). Μετά από μια νύχτα άγριας κραιπάλης και έντονου αλκοολισμού ξυπνάω από κάτι χτυπήματα στην πόρτα και συνειδητοποιώ έντρομος ότι είναι ώρα για μάθημα. Ανοίγω αναμαλλιασμένος αλλά αντί να δω τους μαθητές μου βλέπω μια εκτυφλωτική ξανθιά (τελικά ήταν μετεξεταστέα μαθήτρια και δεν ήταν φυσική ξανθιά) η οποία με ρωτάει με νόημα:

- Εσύ είσαι ο Αλέξανδρος; Που κάνει τα ιδιαίτερα;
- Όχι, της λέω ξερά. Ο Αλέξανδρος είναι ποντίκι και παίζει στη Μάγια τη Μέλισσα.

Περιττό να πω ότι η κοπέλα προτίμησε τελικά να διαβάσει μόνη της και πολύ καλά έκανε - μια χαρά την πέρασε την τάξη. Τη συναντάω καμιά φορά τα καλοκαίρια - έχει μάθει το όνομά μου αλλά ακόμα Αλέξανδρο με φωνάζει.

22/5/08

Τάμπυ

Πριν λίγα χρόνια (πρέπει να ήταν το 2003), πήγα μια μέρα στην τότε δουλειά μου στην Αθήνα ντυμένος κάπως ελαφρά. Γαϊδουροκαλόκαιρο ήτανε, Ιούλιος μήνας, κι εγώ είχα φορέσει ένα μπλουζάκι πορτοκαλί-σομόν και μια βερμουδίτσα λευκή-κατάλευκη και κλασικά All Star παπουτσάκια επίσης κατάλευκα. Για όσους γνωρίζουν τα φρικαλέα ενδυματολογικά ήθη των βιολογικών εργαστηρίων ανά τον κόσμο (όπου η άσπρη αθλητική κάλτσα συνδυάζεται άψογα με σανδαλάκι, σορτσάκι και καρώ πουκάμισο) ήμουνα η επιτομή της κομψότητας. Δυστυχώς, ο φίλος μου που εργαζόταν στο συστεγαζόμενο εργαστήριο εκπαιδεύοντας πειραματικώς μία νεαρά συνάδελφο, αν και άνθρωπος του συναφιού, δεν εκτίμησε τις στυλιστικές μου επιλογές, και με το που με είδε να μπαίνω, με κοίταξε επιτιμητικά και αναφώνησε:

- Μα πώς είσαι έτσι;

Κοιτάχτηκα για να καταλάβω πως ήμουνα. Εξαιρουμένου του γεγονότος ότι η μπλούζα πρέπει είχε μικρύνει (χμ, χμ...) περίπου τρία νούμερα από τότε που την αγόρασα, και του ότι η βερμούδα πιεζόταν αποφασιστικά προς τα κάτω λόγω του κάπως χαμηλού μου στήθους (βλ. την έντυπη έκδοση του "Ο Αστερίξ Ολυμπιονίκης" για τον ορισμό του "χαμηλού στήθους"), μια χαρά ήμουνα. Και επειδή ήμουνα σε κάπως καλοκαιρινή διάθεση, αντιπαρήλθα την κριτική του φίλου μου (που ειρήσθω εν παρόδω, στυλιστικώς ομοιάζει ενίοτε με το Βασίλη Λογοθετίδη στο "Οι Γερμανοί ξανάρχονται", αλλά με παπούτσια του τένις) και αντεπιτέθηκα δια του αυτοσαρκασμού;

- Πώς είμαι; Μια χαρά είμαι! Σαν τον Τάμπυ στη "Μικρή Λουλού".

Ο φίλος κοίταξε τη νεαρά εκπαιδευόμενη. Η νεαρά κοίταξε το φίλο. Και οι δύο μαζί κοίταξαν εμένα σα να τους έλεγα ότι πάρκαραν εξωγήινοι στην ταράτσα.

- Σαν ποιον;

Για κάποιο περίεργο λόγο, όλοι γνωρίζουν το Ντόναλντ και το Μίκυ, αρκετοί γνωρίζουν τον Οβελίξ, τον Τεντέν ή τον Ζμπάιντερμαν, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τον Τάμπυ. Για να ακριβολογούμε, ούτε εγώ θα τον γνώριζα ονομαστικώς, αφού ούτε Μικρή Λουλού διάβαζα ποτέ ούτε έβλεπα στην τηλεόραση όταν βγήκε σε κινούμενα σχέδια. Όμως ο Τάμπυ (που τον βλέπετε στην εικόνα πάνω αριστερά να οδηγεί τη Μικρή Λουλού σε ασφαλές λιμάνι) είχε γίνει γνωστός στα καθ' ημάς λόγω της εμφανούς ομοιότητάς του με έναν χοντρούλη κύριο σχετικά διάσημο στα τέλη της δεκαετίας του '80. Τον οποίο χοντρούλη κύριο ορισμένα αθλητικά έντυπα (δηλαδή κατά βάση ο Αποδυτηριάκιας στο "Φίλαθλο") αποκαλούσαν Τάμπυ αντί με το κανονικό του όνομα. Επειδή ό,τι συνέβη στη δεκαετία του '80, στο μυαλό μου συνέβη χτες το απόγευμα περίπου, είπα να διαφωτίσω τους απορούντες. Τους εξήγησα ότι υφίσταται ένα κόμικ που πρωταγωνιστεί η Μικρή Λουλού και ο "φίλος" της ο Τάμπυ.

- Και επιπλέον, κράτησα το καλύτερο για το τέλος, Τάμπυ ήτανε το παρατσούκλι του Κοσκωτά.



Ο φίλος, με τον οποίο είμαστε περίπου συνομήλικοι, είπε "Α!" και επανέφερε την προσοχή του στο πείραμα. Η νεαρά όμως, συνέχισε να με κοιτάζει, και αφού πήρε ένα πολύ καλοκάγαθο χαμόγελο, ρώτησε:

- Κι ο Κοσκωτάς ποιος είναι;

Κοίταξα το φίλο. Ο φίλος κοίταξε εμένα. Και οι δύο μαζί κοιτάξαμε τη νεαρά σα να μας είπε ότι πάρκαραν εξωγήινοι στην ταράτσα. Μετά από μερικές στιγμές αμηχανίας, ανέλαβα να σπάσω τη σιωπή, κι έκανα την ερώτηση-μαχαιριά:

- Πόσων χρονών είσαι;
- Ορίστε;
- Λέω, πότε γεννήθηκες, ποια χρονιά;
- Το '77.
- Στην Ελλάδα; Εδώ μεγάλωσες;
- Ε, ναι, πάντα.
- Δηλαδή το '89 ήσουνα δώδεκα χρονών;
- Ακριβώς.
- Και δεν ξέρεις ποιος είναι ο Κοσκωτάς;
- Όχι, γιατί;

Μέχρι τότε (στα τριανταπέντε μου) δε μου είχε τύχει ποτέ να αισθανθώ γέρος. Πολύ γέρος μάλιστα, σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτητα. Η καλοκαιρινή μου διάθεση πήγε περίπατο, μαύρες σκέψεις με κατακυρίευσαν, κι έκανα μεταβολή για να χωθώ βαθιά στην κατάθλιψη. Ετυχώς, τρία μέτρα παρακάτω συνάντησα ένα από τα παπάκια που εκπαίδευα την εποχή εκείνη. Δεν κρατήθηκα και επιχείρησα ένα ακόμα βήμα προς τον όλεθρο:

- Του πόσο είσαι;

Με κοίταξε με απορία. Η φάτσα μου πρέπει να ήταν "κάπως".

- Του '84, γιατί;
- Ο Κοσκωτάς ποιος είναι, ξέρεις;

Δυο-τρία μαρτυρικά δευτερόλεπτα πέρασαν, χωρίς να της φύγει η απορία από το βλέμμα. Στο τέλος απάντησε χαμηλόφωνα, κομπιάζοντας:

- Ένας χοντρός δεν ήτανε;

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Ανακούφιση. Σκέφτηκα ότι αφού κάποιος του ΄84 ξέρει τον Κοσκωτά, ενώ κάποιος του '77 δεν τον ξέρει, μπορεί το περιστατικό να είναι μεμονωμένο, να μην έχει να κάνει με το αναπόφευκτο γήρας που επελαύνει, κάνοντας το ένδοξο '89 της νιότης μας να μοιάζει προϊστορικό. Καλού-κακού, έκανα μια μικρή στατιστική στον όροφο, προσεγγίζοντας διάφορους φοιτητές και άλλες νεαρόφατσες με το χαρακτηριστικό διφυές ερώτημα: α) χρονολογία γέννησης, β) γνώση της ύπαρξης του Κοσκωτά. Δυστυχώς ο όροφος δεν συμμερίστηκε την (επιστημονική, δίχως άλλο) αγωνία μου για την ανεύρεση της αλήθειας, και σύντομα άρχισαν να μου κάνουν πλάκα διάφοροι αυτόκλητοι:

- Είμαι του '82 και δεν ξέρω τον Κοσκωτά, αλλά ξέρω τους Μπήτλς, κερδίζω τίποτα;
- Είμαι του '76 και ξέρω τον Κοσκωτά, ένας από τους Σίμπσονς δεν είναι;
- Στη Φρουτοπία δεν έπαιζε;
- Ξέρω και τον Πλαστήρα και τον Παπάγο (και το Χολαργό).
- Έχει σχέση με το Μπιν Λάντεν;


Το δούλεμα είναι ένας πολύ καλός τρόπος να σου περάσουν οι εμμονές (ή να χειροτερέψουν μέχρι θανάτου), οπότε προς στιγμήν έκοψα τη στατιστική πριν αρχίσουν να βάζουν τα γέλια με το που θα σκάω μύτη από τη γωνία. Όταν καλοκαίριασε για τα καλά όμως, δεν κρατήθηκα και πηγαίνοντας στην Ικαρία έκανα ένα επιτόπιο ρεπορτάζ παραλίας. Μόνο το μικρόφωνο και η κάμερα μου έλειπαν (κάνα-δυο έψαχναν να τα βρουν καθώς τους έκανα την ερώτηση). Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Κοσκωτάς ήταν γνωστός σχεδόν σε όλους όσους γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '80, κυρίως επειδή η "δίκη Κοσκωτά" (στην πραγματικότητα ήταν κυρίως δίκη Παπανδρέου "ωσεί παρόντος") είχε γίνει καθημερινό τηλεοπτικό σήριαλ κάποια εποχή, και θέμα συζήτησης για πολύ κόσμο. Αφού κατέληξα στο (επιστημονικό, είπαμε) συμπέρασμα, ησύχασα λίγο, θεωρώντας ότι τέλος πάντων δε με πήρανε και τα χρόνια (ακόμα).

Αλλά και να θες ν' αγιάσεις δε σ' αφήνουν. Φρόντιζαν οι πολυαγαπημένοι μου φίλοι γι' αυτό, κι έτσι μόλις άρχιζα να ζαχαρώνω κανένα κοριτσάκι κάπως νεώτερο με επανέφεραν στην τάξη.

- Μπα, δεν κάνει αυτή για σένα.
- Και γιατί παρακαλώ δεν κάνει;
- Δεν ξέρει τον Κοσκωτά.


Το καλοκαίρι πέρασε, κι ήρθε το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια (τέλος πάντων, ό,τι έχει απομείνει απ' αυτό στους θερμοκηπιακούς καιρούς μας). Μια βροχερή μέρα φεύγοντας από τη δουλειά είδα την πάλαι ποτέ εκπαιδευομένη νεαρά να περιμένει το λεωφορείο. Προσφέρθηκα να την πάω μέχρι το μετρό ή και πιο πέρα, αν βόλευε. Βόλευε - μπήκε στο αμάξι και με κοίταξε με κοφτερό βλέμμα.

- Κανονικά δε θα έπρεπε να σου μιλάω, το ξέρεις;
- Γιατί, τι σου έκανα;
- Γιατί με έχεις κάνει ρεντίκολο σε όλο τον κόσμο. Όλοι νομίζουν ότι δεν ήξερα τον Κοσκωτά.
- Μα αφού δεν τον ήξερες.
- Φυσικά και τον ήξερα. Βλέπαμε όλη μέρα τη δίκη στην τηλεόραση. Τον θυμάμαι και στον Ολυμπιακό.
- Και τότε γιατί ρώτησες ποιος είναι;
- Γιατί μιλάγαμε για καρτούν. Δεν πήγε το μυαλό μου, νόμιζα ότι θα έλεγες κάτι σαν το Μπαγκς Μπάνυ. Ή τον Ποπάι.


Τέλος πάντων, με συγχώρεσε προσώρας. Εν τέλει μέναμε αρκετά κοντά, και την πήγα σπίτι της εκείνη την ημέρα, και μερικές ακόμα μέρες. Ο Τάμπυ ξεχάστηκε μετά από λίγο καιρό, μιλάγαμε για άλλα πράγματα πια μέχρι που τέλειωσε η εκπαίδευση και δεν την ξαναείδα.

Το Πάσχα που μας πέρασε, στην Ικαρία, βρέθηκα εν μέσω ουζοποσίας με μια παρέα που οι περισσότεροι ήταν μέλη του στατιστικού δείγματος στην παραλία, πέντε χρόνια πριν. Κάποιος που μισοθυμότανε (;) τη φάση με ρώτησε αν είχα βρει τότε αυτόν που έψαχνα.

- Ορίστε;
- Εσύ δεν έψαχνες να βρεις έναν τύπο και ρωτούσες όλο τον κόσμο αν τον ξέρει; Έναν Κόκοτα, κάπως έτσι; Τον βρήκες τελικά;


Μυρίστηκα πλακίτσα πάλι, αλλά δεν ήμουν και σίγουρος. Όμως με πατημένα τα σαράντα πια, έχω εξοικειωθεί κάπως με το πέρασμα του χρόνου. Οπότε έκανα λίγο πως το σκέφτομαι και μετά είπα:

- Α, ναι, βέβαια, τον βρήκα. Ήταν ένας χοντρός...

Έκανα μια μικρή παύση.

- ...που έπαιζε παλιά στη Φρουτοπία.

Ύστερα παρήγγειλα μια ακόμα γύρα ούζο για όλη την παρέα.


Την εικόνα του Τάμπυ και της Μικρής Λουλούς καθώς και του Κοσκωτά (ενώ υποδέχεται τον ποδοσφαιριστή Λάγιος Ντέταρι παρουσία χιλιάδων παραληρούντων οπαδών) τις βρήκα σε άλλα ιστολόγια, χωρίς ένδειξη copyright αλλά φαντάζομαι κάποιος θα το έχει - ας μας συγχωρέσει για την υπεξαίρεση. Η Φρουτοπία ήταν δημοφιλές παιδικό πρόγραμμα για πολλά χρόνια στην κρατική τηλεόραση, ωστόσο όταν βγήκε εγώ ήμουν πια "μεγάλος", και δεν την έχω δει ποτε - υποθέτω όσοι ήταν παιδιά τον καιρό του Κοσκωτά, τριαντάρηδες σήμερα, θα τη θυμούνται. Ούτε Μικρή Λουλού έχω δει ποτέ - μόνο τη Μάγια τη Μέλισσα θυμάμαι ευκρινώς, για ειδικούς λόγους...

17/5/08

Με του Σολωμού το κοντύλι... (Πέτρος Μανταίος)

Σύννεφα περασμένα στ’ ουρανού το γαλάζιο, λευκά καλλίγραμα που γκριζάρουν στο βάθος των κροτάφων και παίρνουν το χρώμα των βουνών ώς την αρμύρα της θάλασσας. Αμάθητος από φωνές αλλιώτικες κατά πως επλάστηκαν, απορείς που ακόμα και τα βάτα ανθοφορούν – λεπτές, διάφανες ταξιανθίες που ωριμάζουν βατόμουρα να γλυκαίνουν το διάβα σου τ’ αποκαλόκαιρα. Κάθε στροφή και χρώματα, αναστροφή και αρώματα. Της απαντοχής και των αισθήσεων. Καθώς η θέα εκτείνεται μαγευτική ώς των κυμάτων το ανάβλεμμα και των ερώτων τα πάθη, ίσαμε την κορυφή του Ολύμπου και την παιδική σαν αιώρα στης γαζίας το μπράτσο – κούνια κουνιαμπέλα και γρατζουνιά στο γόνατο της άγρυπνης μνήμης, ιδρωμένη φανέλα στης αλάνας το ηλιόκαμμα και κορίτσια με χτένες σε μπαλκόνια ακατάδεχτα που τα λέγαν Ζηζή και Ελένη και Δέσποινα, Βασούλα και Μέλπω...

Ποιους να καλέσεις, να θρηνήσεις ποιους, σε τούτο το αβέβαιο μεθύσι που τρεκλίζει από αλησμονιά και θύμηση, μέρες Μαγιού που μίσεψαν απάνω σε άστρα ιππεύοντας τη θεόρατη νιότη. Τον Τάκη και τον Θοδωρή, τον Νίκο, τον Αλέκο, τον Μανώλη, όνειρα και θυμούς που ταξίδευαν με οτοστόπ προτού ροδίσει ο χρόνος. Τους άγνωστους με τα παράξενα ονόματα που τους κλήρωσαν με θηλιές στις γειτονιές του κόσμου, βύζαξαν μαύρο γάλα από μανάδες ανεόρταστες, γνώρισαν μύριες προσβολές των τεχνουργών του ερέβους που θύουν ακροβλασταρα και ιδεοφορούν χαμούς και ολέθρους...

Εδώ, όλα γύρω ανεμίζουν στο φως το μαγιάτικο. Ζητάς συγγνώμη, για τα βδελυρά και τα ανόσια, από τις εύθικτες παπαρούνες, και κοκκινίζουν οι αισχυντηλές, πλάι στης λαψάνας το κίτρινο και στο ροζ χωνάκι από παλιό γραμμόφωνο. Δοκιμάζουν στου καλοκαιριού το κατώφλι τα πανιά οι ιστιοπλόοι. Μπύρα, μπλοκάκι και στυλό, πρωτόχερα κεράσια, αράντιστα. Άνοιξη, λες, και βγαίνει ένα παράπονο...

Πέτρος Μανταίος
Ελευθεροτυπία – 17 Μαΐου 2004

13/5/08

Τι το θες το κουβαδάκι...


Από ό,τι φαίνεται, έχω μνήμες από πολύ παλιά περιστατικά στην παιδική μου ηλικία. Έχει τύχει ενίοτε να υπενθυμίζω σε κάποιους ελαφρώς έκπληκτους παιδικούς φίλους τις ακριβείς περιστάσεις της γνωριμίας μας ενώ παίζαμε π.χ. μήλα ή κορόιδο κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '70 - μια ανάμνηση που μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη, ειδικά αν κατά κανόνα είσαι το κορόιδο. Είναι γεγονός ότι η κοινή καταγωγή και οι κοινή καλοκαιρινή ζωή επί σειρά ετών έχουν συμβάλλει αρκετά στη διαμόρφωση συν τω χρόνω μια βασικής "παρέας" που οι φιλίες μεταξύ των μελών της σφυρηλατήθηκαν με βουτιές από το μώλο του λιμανιού στον Εύδηλο, με μετακινήσεις στην καρότσα του φορτηγού του Οδυσσέα, με φωτιές και κιθάρες και νυχτερινά μπάνια στις παραλίες, και πάνω από όλα με ρασκό* και κρασοκατάνυξη και κυκλικούς χορούς στα πανηγύρια.

Βέβαια, έχω την αίσθηση ότι ούτε η παιδική μας ηλικία ούτε η εφηβεία μας ήταν τόσο ιδιαίτερες που να αξίζουν σοβαρής διαδικτυακής εξιστόρησης ως κτήμα ες αεί, αλλά τέλος πάντων δημιούργησαν ένα υπόστρωμα πάνω στο οποίο ρίζωσαν οι ανθεκτικότερες φιλίες που έχω καταφέρει να φτιάξω - και νομίζω το ίδιο ισχύει για τους περισσότερους. Παρά το γεγονός ότι οι παρέες συνήθως αποσυντίθενται όταν κάποτε εκλείπει η συγκολλητική ουσία τους, μερικοί έχουμε καταφέρει να σμίγουμε και να κάνουμε παρέα χειμώνα-καλοκαίρι τα τελευταία είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια, παρά τις όποιες διαφορές στον τρόπο ζωής μας (ή ενδεχομένως και χάρη στις διαφορές αυτές). Προφανώς δεν μπορούμε όπως το καλοκαίρι να συναντιόμαστε κάθε μεσημέρι στην πλατεία του Ευδήλου πριν πάμε για μπάνιο, μπορούμε όμως να μαθαίνουμε ο ένας τα νέα του άλλου, να βρισκόμαστε κατά ομάδες ή και όλοι μαζί και να περιμένουμε την κατάλληλη ευκαιρία για ολομέλειες, σε γιορτές και γενέθλια, στους ετήσιους χορούς των τοπικών εφημερίδων και συλλόγων, σε πάρτυ και ταβέρνες και μπαράκια και στέκια. Α, και φυσικά κάθε Κυριακή του Πάσχα στο σπίτι μου στον Εύδηλο. Για μεζέ, για κρασί, για χορό, για κουβέντα. Ιδίως για κουβέντα.

Σε μια τέτοια μάζωξη προ ετών η κουβέντα είχε γυρίσει στις απαρχές της γνωριμίας μας και ο καθένας προσπαθούσε να θυμηθεί πότε και υπό ποίες περιστάσεις είχε πρωτοσυναντήσει τον άλλο. Μερικοί δεν μπορούσαν να θυμηθούν συγκεκριμένα, όπως δε μπορείς να θυμηθείς πότε γνώρισες τους γονείς σου ή τα μεγάλα αδέλφια σου αφού ήταν πάντα εκεί. Άλλοι πάλι θυμόντουσαν διάφορα περιστατικά - ανέφερα κι εγώ ένα περιστατικό με τη φίλη μου την Α. σε μια φάση πρώιμης εφηβείας, που θεώρησα αφετηρία της γνωριμίας μας. Ο πατέρας μου εξέφρασε την απορία του που θυμόμουν κάτι τόσο όψιμο, ενώ δε θυμόμουν "το κουβαδάκι". Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και χρειάστηκε να το αφηγηθεί:

Φαίνεται πως το περιστατικό συνέβη το καλοκαίρι του 1971, όταν εγώ ήμουν τριών χρονών και η Α. ενάμισι, στη μικρή αμμουδιά μέσα στο λιμάνι του Ευδήλου από όπου τραβάνε τις βάρκες. Συνήθως τα μικρά παιδιά τα πήγαιναν για μπάνιο εκεί, διότι δεν έχει κύμα και είναι εντός οικισμού. Εγώ είχα ένα σετάκι κουβαδάκι-φτυαράκι-τσουγκράνα και έπαιζα με την άμμο. Η Α. ήρθε και παίξαμε μαζί, αλλά φαίνεται πως αμφισβήτησε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κουβαδακίου, πράγμα το οποίο εμένα με οδήγησε σε μια κατάσταση εσωτερικού στρες που εξωτερικεύθηκε με γοερές κραυγές και κλάματα. Ομοίως αντέδρασε και η Α. και μετά ακολούθησαν σκηνές φρικτής βίας γύρω από τον επίμαχο κουβά που ανεδείχθη σε μέγιστο διακύβευμα. Με βάση την αφήγηση, παρά την άμεση παρέμβαση γονεϊκών ειρηνευτικών δυνάμεων αμφοτέρων των εμπλεκομένων μερών, δεν κατέστη δυνατή καμμία συνεννόηση και σκούζαμε απαρηγόρητοι και οι δύο για το επίμαχο κουβαδάκι. Ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας.

Η λοιπή παρέα παρενέβη με καθυστέρηση τριανταφεύγα ετών κάνοντας διάφορες παρατηρήσεις επί της διαμάχης, όπως "μα γιατί δεν της τον άφηνες τον κουβά", "μα τι τον ήθελες τον ξένο κουβά", ανάλογα με τις ταυτίσεις του καθενός. Στη διάρκεια της ημέρας ερχόταν και ξαναερχόταν η κουβέντα, κι όταν αποφασίσαμε να πάμε στις Ράχες για το μνημόσυνο*, δρόμο δρόμο πειράζαμε διάφορα τραγουδάκια προσαρμόζοντάς τα στο περιστατικό. Έτσι αναδείχθηκαν τα λαμπρά σουξέ "Τι το θες το κουβαδάκι να μου δώσεις το φαρμάκι", "Κουβαδάκι-κουβαδάκι για τα σένα τό 'χτισα", "Πάρε το κουβαδάκι μου που γράφει τ' όνομά μου", "Είδα κι έπαθα κυρά μου να σου πάρω τον κουβά μου", "Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, ο κουβάς κάνει τους άντρες", "Όταν γεμίζει ο κουβάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς", "Το κουβαδάκι σαν θα πάρεις μια βραδιά τον ίσιο δρόμο μια για πάντα τον αφήνεις" και μερικά ακόμα που δεν μου έρχονται τώρα.

Κάποια χρόνια μετά, βρεθήκαμε σχεδόν σύσσωμοι θεατές σε μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμών όπου έπαιζε κάποιος φίλος. Ο σκηνοθέτης ("εμψυχωτής" κατά το πρόγραμμα) ζητούσε από κάποιον από το κοινό να διηγηθεί μια ιστορία σε σχέση με ένα αντικείμενο που διάλεγε από κάποιο ράφι. Στη συνέχεια οι ηθοποιοί έκαναν μια παντομίμα σε σχέση με την ιστορία που αφηγείτο ο θεατής - η όλη σύλληψη μπορούσε να πάει πρίμα ή να καταβαραθρωθεί άνετα, ανάλογα με την ιστορία. Τη μέρα εκείνη είμασταν κάπως άτυχοι - οι περισσότεροι θεατές είχαν κρίση μουγκαμάρας ή αφόρητης κοινοτοπίας. Αφού σιχτίρισα από μέσα μου τον εαυτό μου που δεν έκατσε σπίτι να δει μπάλα, τον εμψυχωτή αυτοπροσώπως κι όλο το μεταμοντέρνο θέατρο που βαριέται να γράψει διαλόγους και αρκείται στους αυτοσχεδιασμούς σαν παλιός κωμικός της επιθεώρησης, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε ως παρέα να παρέμβουμε αποφασιστικά στο ιστορικό γίγνεσθαι, οπότε γύρισα στην παρακαθήμενη Α. και μουρμούρισα:

- Τι λες; Είσαι να πούμε την ιστορία με το κουβαδάκι;
- Δεν είσαι καλά.
- Μα έλα τώρα, καλύτερα από αυτούς θα τα πούμε.
- Να το πεις εσύ.


Πήρα μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκα να σηκωθώ και να δηλώσω διαθεσιμότητα, όταν φαντάστηκα τον εμψυχωτή-ψυχαναλυτή να ρωτάει "τι ακριβώς αντιπροσωπεύει για σένα το κουβαδάκι;" και τότε αναπήδησε μέσα μου η έκφραση "το πηγάδι δε στερεύει, ο κουβάς τρυπάει". Με δεδομένο το φαλλικό συμβολισμό της φράσης συγκρατήθηκα λίγο διότι η εικόνα του τρίχρονου και της εναμισάχρονης να τσακώνονται για τον κουβά δεν μου κόλλαγε με ψυχαναλυτικά σημαινόμενα, και σκέφτηκα ότι άλλη δουλειά δεν είχαμε, να μας προκύψει κανένας φόβος ευνουχισμού αναδρομικά και να τρέχουμε. Δημοσίως κιόλας. Κι έτσι δίβουλος παρέμεινα για λίγο μέχρι που ο εμψυχωτής σφύριξε τη λήξη με έναν αυτοσχεδιαστικό αυτοσχεδιασμό και τα φώτα άναψαν. Ου μπλέξεις, τελικά...

Μια μέρα του περασμένου καλοκαιριού, κατέβαινα στην πλατεία του Ευδήλου όταν πήρε το μάτι μου σε ένα μαγαζί με εποχιακά και τουριστικά είδη ένα πλήρες σετάκι κουβαδάκι-τσουγκρανίτσα-φτυαράκι-ποτιστηράκι. Το σήκωσα επιτόπου και κατεβαίνοντας βρήκα την Α. στο καφενείο να στρίβει τσιγάρο.

- Πάρτο, της λέω, στο χαρίζω.
- Δικό μου;
- Δικό σου.


Το πήρε με χαρά - μου είπε πρόσφατα ότι το έχει κρύψει για να μην το βρίσκουν τα παιδιά και της το πάρουν. Κάποια στιγμή όμως θα την ψήσω να το φέρει σε καμιά παραλία να παίξουμε.

Και τότε, φυσικά, θα της το κλέψω. ;-)


* Για τους μη γνωρίζοντες, ρασκό είναι το άγριο κατσίκι του βουνού που είναι το βασικό μενού στα πανηγύρια. Μνημόσυνο (το Πάσχα) είναι μια παλιά συνήθεια που επιβιώνει στις Ράχες, σύμφωνα με την οποία ανήμερα το Πάσχα όλο το χωριό τρώει μαζί και ο καθένας συνεισφέρει ιδιωτικώς ό,τι έχει και το μοιράζονται δημοσίως όλοι. Μ' αυτό τον τρόπο οι πιο πλούσιοι πρόσφεραν το φαγητό που δεν μπορούσαν να έχουν οι φτωχοί χωρίς αυτό να μοιάζει ελεημοσύνη (αλλά γινόταν μάλλον υπέρ των κεκοιμημένων). Έτσι γινόταν πράξη στο αναστάσιμο τραπέζι ο Κατηχητικός Λόγος του Ιωάννου του Χρυσόστομου (Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε [...] Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. [...] Μηδείς θρηνείτω πενίαν. Εφάνη γαρ η κοινή Βασιλεία.) Τα τελευταία χρόνια το μνημόσυνο έχει ανοίξει κάπως και για τους απέξω, καθώς συνήθως υπάρχει και ζωντανή μουσική οπότε συναντάει κανείς και κοντοχωριανούς και περαστικούς, ενίοτε και πρώιμους κρούβαλους. Και μερικούς με κουβαδάκια.

8/5/08

Ήταν Καριώτης ο Ίκαρος;

Μια φορά κι έναν καιρό, ο Ποσειδώνας έστειλε στο βασιλιά της Κρήτης Μίνωα ένα μεγάλο λευκό ταύρο για να προσφερθεί ως θυσία στον ίδιο. Ο ταύρος ήταν φαίνεται πολύ συμπαθητικός, και ο Μίνωας αποφάσισε αντί να τον θυσιάσει να τον κρατήσει για πάρτη του. Ο Ποσειδώνας κατασυγχίστηκε και σε ανταπόδοση της ασέβειας έριξε μια κατάρα (άλλοι λένε πως η κατάρα ήταν στην πραγματικότητα έργο της Αφροδίτης) χάρη στην οποία η Πασιφάη, σύζυγος του Μίνωα, ηράσθη τον ταύρο (που όπως είπαμε ήταν πολύ συμπαθητικός) και επιθύμησε σφόδρα να ζευγαρώσει μαζί του. Επειδή αυτό ήταν τεχνικώς δύσκολο μάλλον, η Πασιφάη απευθύνθηκε στον πιο διακεκριμένο κατασκευαστή της εποχής, τον Δαίδαλο (που πιθανολογείται πως είχε καταγωγή από την Αθήνα) ο οποίος εκείνη την περίοδο καταγίνετο με την κατασκευή μιας κάπως περίπλοκης αίθουσας χορού για τη βασιλοκόρη Αριάδνη, που έφερε την ονομασία Λαβύρινθος.

Ο Δαίδαλος ως γνήσιος επιστήμων ενδιαφερόταν κυρίως για τις προκλήσεις που αντιπροσωπεύει η τεχνολογία για την ανθρώπινη ευφυία, αλλά όχι ιδιαίτερα για τις τυχόν αρνητικές συνέπειές της. Έτσι, χωρίς να το ψάξει περαιτέρω, κατασκεύασε μια ξύλινη αγελάδα και την έντυσε με δέρμα πραγματικής - εκεί μέσα χώθηκε η Πασιφάη για να σμίξει με τον ταύρο. Κάτι μήνες αργότερα η Πασιφάη γέννησε τον Αστερίονα, ο οποίος ήταν μια χαρά παλληκάρι εκτός του γεγονότος ότι το κεφάλι του ήταν ταυρίσιο (εξ' ου και το παρατσούκλι Μινώταυρος). Όπως ήταν φυσικό, ο Μίνωας έγινε έξαλλος και αφού μάντρωσε το Μινώταυρο μέσα στο Λαβύρινθο, κλείδωσε και το Δαίδαλο οικογενειακώς και του απαγόρευσε να κυκλοφορεί εκτός Κρήτης.

Αφού ο Δαίδαλος αντελήφθη τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις των τεχνολογικών επιτευγμάτων, επιχείρησε να τις αμβλύνει με το μόνο τρόπο που ήξερε: με ακόμα περισσότερη τεχνολογία. Έτσι, αφού έφτιαξε ένα ωραίο ζευγάρι φτερά για τον εαυτό του κι άλλο ένα για το γιό του τον Ίκαρο, πέταξε για άλλες πολιτείες κι άφησε το Μίνωα να ψάχνεται. Η υπόλοιπη ιστορία είναι γνωστή τοις πάσι: ο ενθουσιώδης νεαρός Ίκαρος υπερεκτίμησε τις τεχνολογικές δυνατότητες του εξοπλισμού του σε συνθήκες καταπόνησης και έγινε το πρώτο αεροπορικό ατύχημα στην ιστορία (ή ακριβέστερα, στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού που περιλαμβάνει και τους μύθους). Το υποτιθέμενο σημείο της πτώσης ονομάστηκε έκτοτε Ικάριο Πέλαγος και η παρακείμενη νήσος Ικαρία.

Φυσικά υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του μύθου, ανάλογα με την πηγή. Η ιστοριούλα αυτή αναφέρεται εδώ κι εκεί, κάπου μπλέκεται με το μύθο του Θησέα, κάπου με την αντίληψη των Ελλήνων της αρχαϊκής εποχής για τον προγενέστερο Μινωικό πολιτισμό. Συχνά οι μύθοι είναι απόπειρες ερμηνείας της προέλευσης του κόσμου και των φαινομένων του. Υπάρχει μια παραλλαγή που λέει ότι η ανακάλυψη του Δαιδάλου δεν ήταν τα φτερά αλλά τα πανιά των πλοίων, που σαν άλλα φτερά έκαναν τα (αργοκίνητα με τα κουπιά) καράβια να "πετούν" στη θάλασσα. Βέβαια ίσως είχαν αντίρρηση οι Αργοναύτες, αλλά η συνέπεια δεν είναι ίδιον της μυθολογίας - ποιος ο λόγος άλλωστε;

Ο μύθος του Ικάρου προμήθευσε τους μεταγενέστερους με έναν ισχυρότατο συμβολισμό που λειτουργεί διαχρονικά ως σήμερα. Ακόμα κι αν προσπεράσει κανείς με αδιαφορία τα λεωφορεία Icarus που διέσχιζαν τους Αθηναϊκούς δρόμους τη δεκαετία του '80 και τις ποδοσφαιρικές ομάδες με το όνομα Ίκαρος που ανευρίσκονται τόσο στην Ικαρία όσο και στην Κρήτη, ακόμα κι αν αφήσει κατά μέρος τα πτητικά σημαινόμενα της Σχολής Ικάρων, δε μπορεί παρά να σταθεί στην ταύτιση της πτήσης του Ικάρου με την ελευθερία που επισημαίνει ο Ανδρέας Κάλβος σε μια από τις ωδές του (Εις Σάμον):

Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ' επνίγη
θαλασσωμένος·

Αφ' υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.


Διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις της πτήσης (και της πτώσης) του Ικάρου έχουν φτιαχτεί ανά τους αιώνες. Στην ιστοσελίδα του για την Ικαρία ο Π. Τσαντές παρουσιάζει πολλές τέτοιες εικόνες στη θέση "Ikaros Art Gallery" που συγκεντρώνει ετερόκλητα, μάλλον άνισα έργα με κοινή ωστόσο έμπνευση από το μύθο. Από εκεί αλίευσα τις εικόνες της ανάρτησης, πάνω αριστερά την κατασκευή των φτερών και εδώ δίπλα το μνημείο του Ικάρου που υποδέχεται τους επισκέπτες στην προβλήτα του λιμανιού του Αγίου Κυρήκου και είναι έργο του γλύπτη Νίκου Ίκαρη, καλλιτέχνη της ικαριακής διασποράς στην Αμερική.

Οι συμπατριώτες μου οι Καριώτες αισθάνονται πολύ οικείοι με τον Ίκαρο, καθώς τους παρέχει ένα είδος πρόσβασης, έστω μυθολογικής, έστω και δια της τεθλασμένης, στην αρχαιότητα. Ωστόσο, αν και οι μύθοι λειτουργούν μια χαρά σε συμβολικό επίπεδο, καλό είναι να κρατάει κανείς και μια πισινή επαφής με την πραγματικότητα, διότι όπως γνωρίζουμε αν περάσεις πολύ κοντά από τον ήλιο, λιώνουν τα κέρινα φτερά σου και μπορεί να πέσεις σε καμιά λούμπα που άντε να βγεις μετά. Έτσι, με έκπληξη άκουσα προ ετών μια συζήτηση μεταξύ κατά τα άλλα σοβαρών ανθρώπων, με αντικείμενο το αν ο Ίκαρος έπεσε από τη βόρεια ή τη νότια πλευρά του νησιού.

Η συζήτηση διεξαγόταν με ιδιαιτέρως πειστικά επιχειρήματα: προφανώς η πτητική συσκευή χρησιμοποιούσε τους ανέμους, ωστόσο το καλοκαίρι (βλ. καυτό ήλιο που δεν έπρεπε να πλησιάσεις), μια πτήση απευθείας από την Κρήτη στην Αθήνα δεν είναι εφικτή λόγω των μελτεμιών που φυσάνε τότε από βόρεια-βορειοδυτικά (μαΐστρος-τραμουντάνα, για τους συστηματικούς αναγνώστες του ιστολογίου). Άρα, η πτήση έπρεπε να γίνει με "ανοιχτά όρτσα" προς τα βορειοανατολικά (όπου και η Ικαρία) και στη συνέχεια με "πλαγιοδρομία" προς την Αττική. Λόγω του ιδιαίτερου ανάγλυφου της Ικαρίας (φαίνεται κάπως στην εικόνα στην κορυφή του ιστολογίου), η νότια πλευρά κατεβάζει δυνατό αέρα (καθοδικά ρεύματα) όταν φυσάει μελτέμι, οπότε το συμπέρασμα ήταν ότι ο Ίκαρος ανέβηκε από τη βόρεια πλευρά, έφτασε στην κορυφή του βουνού (κοντά στον ήλιο...) και έπεσε σε καθοδικό που τον πέταξε στη θάλασσα, προφανώς στη νότια ακτή "όπου και βρίσκεται ο τάφος του" (αναφέρεται στη βραχονησίδα "Ίκαρης" στη Βαώνη που οι παλιοί έλεγαν πως ήταν ο τάφος του Ικάρου).

Οι συζητητές συνεχάρησαν αλλήλους κι εμένα τα αυτιά μου κατσαρώσανε. Δυστυχώς είχαν την ευκαιρία να ξανακατσαρώσουνε αργότερα όταν διάβασα ότι δύο κοινότητες φιλονικούσαν για την ακριβή τοποθεσία του τάφου, όπου και θα ανεγείρετο μνημείο προς τιμήν του μακαρίτη. Τελικά ο καυγάς μάλλον είχε να κάνει με την ιδέα μερικών να χρησιμοποιούν το μνημείο ως βωμό όπου θα γινόταν η αφή της "ικαριακής φλόγας", ενός κακέκτυπου της ολυμπιακής φλόγας, που θα φώτιζε την "Ικαριάδα", δηλαδή κάποιους διεθνείς αγώνες αεραθλητικών αγωνισμάτων κατά το πρότυπο των Ολυμπιακών. Επειδή δεν είμαι φαν των συγκεκριμένων σπορ, δεν ξέρω τι απέγινε τελικά, εντόπισα όμως ένα κάτι σαν μνημείο στο αεροδρόμιο της Ικαρίας, ένα σημείο που δεν έχει σχέση με τους πιθανολογούμενους τάφους, αλλά τουλάχιστον έχει κάποια σχέση με αεραθλητισμό. Άλλωστε νομίζω ότι λόγω "Καποδίστρια" όλοι οι πιθανολογούμενοι "τάφοι" ανήκουν τώρα στο Δήμο Αγίου Κυρήκου, οπότε γλυτώσαμε προσώρας από μια ορισμένη έξαρση ικαριακού τοπικισμού.

Όχι για πολύ, φοβούμαι. Πριν λίγα χρόνια, με αφορμή μια άλλη Μεγάλη Ιδέα του Έθνους, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το Υπουργείο Πολιτισμού είχε χρηματοδοτήσει την περίφημη "Πολιτιστική Ολυμπιάδα", μεταξύ των επιτευγμάτων της οποίας επρόκειτο να είναι (δεν ξέρω αν πραγματοποιήθηκε τελικά) μια παράσταση που θα σκηνοθετούσε ο γνωστός Άγγλος σκηνοθέτης Πήτερ Γκρηναγουέι και θα πραγματευόταν ακριβώς το μύθο του Ικάρου. Ατυχώς ο Γκρήναγουέι επέλεξε μια (υπαρκτή) παραλλαγή του μύθου όπου ο Ίκαρος ταξιδεύει προς τα δυτικά και καταλήγει στη Σικελία, αλλά και στη Γη του Πυρός και τη Νέα Ζηλανδία να κατέληγε, γούστο του και καπέλο του. Αμ δε! Άγρυπνοι φύλακες της ικαριακότητας κατήγγειλαν την ιεροσυλία, και άρχισαν τα ψηφίσματα και τις διαμαρτυρίες. Ευτυχώς η καταγγελία πέρασε ως μονοστηλάκι και μάλλον ψιλογλυτώσαμε τη διεθνή γελοιοποίηση (ελπίζω).

Όχι και την τοπική, βέβαια. Είχα βρεθεί τις Απόκριες εκείνης της χρονιάς στον Εύδηλο, όπου έλαβε χώρα μια καρναβαλική εκδήλωση με ομολογουμένως αρκετό κέφι, όπου διάφορες ομάδες είχαν ντυθεί και έκαναν παρέλαση. Το τελευταίο άρμα (ένα φορτηγάκι μεταφοράς αδρανών υλικών) μετέφερε έναν μόνο τύπο που είχε ντυθεί κάτι με φτερά και πούπουλα. Όταν πέρασε από μπροστά μας το κάτι άρχισε να φτεροκοπάει και να φωνάζει πάνω από τη λάτιν μουσική υπόκρουση:

-Ο Ίκαρος ήταν Καριώτης, όχι Σικελός σαν του Γκρηναγουέι.

Ο κόσμος χειροκρότησε όλο κέφι και ενθουσιασμό. Εγώ πάλι, αφού μου πήρε λίγη ώρα για να κάταλάβω ότι ο τύπος σοβαρολογούσε, έκανα ό,τι κάνω σε κάθε εμφάνιση του υπερβατικού στην καθημερινότητά μας: σταυροκοπήθηκα· τι άλλο να 'κανα;


ΥΓ 19/5/2008: Κάπου στη Νότια Κρήτη, στην Αγία Γαλήνη νομίζω, ένας συμπαθέστατος συμπατριώτης μου έχει αναγείρει (δεν ξέρω λεπτομέρειες γιατί και πως) ένα άγαλμα του Ικάρου που συγκαταλέγεται στα αξιοθέατα της περιοχής. Μέχρι εδώ καλά - το πρόβλημα είναι ότι πήρε το αυτί μου (και ελπίζω να διαψευστώ) ότι στο εν λόγω άγαλμα προγραμματίζεται κατάθεση στεφάνων (!!!) και απότιση φόρου τιμής (!!!) από αντιπροσωπεία Ικαρίων που ζουν στην Κρήτη. Λέω να μην πάω μαζί τους, διότι με βλέπω να βάζω τις φωνές και να τσακώνομαι άδικα με καλοπροαίρετους κατά τα λοιπά ανθρώπους. Κάπου στο βάθος όμως ανησυχώ ότι μια μέρα θα βγω εν μέση οδώ και θα αναφωνήσω "Ο Ίκαρος ήταν φανταστικό πρόσωπο, όχι υπαρκτό" και θα με τρέχουνε για εξετάσεις στους ειδικούς για διαταραχές συμπεριφοράς...

3/5/08

Στις αγκαλιές του τόπου μου (Πέτρος Μανταίος)

Κυλάει το ταξίδι πάνω σου και φεύγει. Και είναι μαζί ό,τι κρατάς κι αυτό που χάνεις. Βουνά, χωριά, πολιτείες, ποτάμια. Κάμποι ατέλειωτοι με κυματιστά στάχυα. Σπίτια λευκά και κεραμίδια λαμπερά μιας βροχής ολοκόκκινης. Χάντρες αναλυτές, κεχριμπαρένιες. Ήλιος αιμάτινος. Κορίτσια που μαζεύουν τα φουστάνια στα γόνατα και περπατούν αέρινα επί των υδάτων πλέκοντας δαντέλες στων αγοριών τα μαντίλια, καθώς ολοένα ζυγώνει το πανηγύρι. Ακούραστο πλακόστρωτο που αναδεικνύει την ψάθινη καρέκλα πλάι στο βαθυπράσινο, σταυροποδημένο τσίγκινο τραπεζάκι, υπό τους ευκαλύπτους. Η αλάνα των παιδικών σου χρόνων, με μια γιγάντια ορθοπεταλιά, πέταξε σ’ αυτό το ακροθαλάσσι του Κορινθιακού...

Μάιος και μακαρίζεις την έμπνευση να διασχίσεις την Ελλάδα, μοναχικός περιηγητής, από Βορρά σε Νότο. Ευλογημένος τόπος. Χαδιάρης. Συνεπαρμένος από σεντεφένια σύννεφα. Τοπίο που ελληνοπρέπει. Αλμυρό ώς την εκπνοή των κυμάτων, καθάριο ως των βουνοκορφών τη μέθη. Αιώνες σμαραγδένια θύμηση γεμίζει τους ασκούς κρασί, μουσική και δροσερές καλημέρες. Με χείλια ευωδιαστά που συλλαβίζουν τον ανάπαιστο, και κνήμες προαιώνιες που στροβιλίζουν τον ζεϊμπέκικο πάνω σε μελανόμορφους κρατήρες. Τοπίο γλυμμένο μ’ ανεμοδαρμούς στα εξαίσια βράχια. Ρυτιδωμένες εξάρσεις που από τις μασχάλες τους άφθονο ρέει νερό και μέλι θυμαρίσιο...

Τοπίο ελληνικό, ευλαβικό και βλάσφημο. Τη μία γαληνεύει, την άλλη ηφαιστιώνεται. Που πολεμάει ν’ αγιάσει, μ’ έναν μονάχα κόμπο αλάτι στην αξάκριστη έρημο. Στην αιχμηρή συνουσία του στεναγμού και του γέλιου, της αφής και του κενού. Όπου τα λόγια συλλαβίζονται, λέξη λέξη, με τ’ όνομά τους. Και όπου τίποτα, μα τίποτα, δεν ηχεί παράξενο, γιατί τίποτα δεν είναι ξένο με τ’ άλλα...

Μ’ έναν ταξιδιωτικό σάκο σ’ ένα υπεραστικό λεωφορείο, με παίρνουν τα χρόνια και με πάνε στις χιλιάδες ποθητές αγκαλιές του τόπου μου...

Πέτρος Μανταίος
Ελευθεροτυπία – 14 Μαΐου 2004