ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


9/10/08

Αυτό το φθινόπωρο... (Άννα Δαμιανίδη)

Αυτό το φθινόπωρο δοκίμασα τη θάλασσα μέσα στον Οκτώβρη και τη βρήκα ζεστή. Ανάσανα τη μυρωδιά του κρασιού και νοστάλγησα βαθιά τις γιορτές του τρύγου που ποτέ δεν είδα. Περπάτησα δίπλα στη θάλασσα και μίλησα με μοναχικούς καραβοκύρηδες που ζητούσαν αδελφή ψυχή στα λιμάνια. Ανακάλυψα για μια ακόμα φορά το τσιγάρο και την ευτυχία της εξάρτησης. Έψαξα λέξεις παλιές και τους βρήκα καινούργια νοήματα.

Αυτό το φθινόπωρο ήρθαν να με βρουν όλα τα πράγματα καινούργια. Ένιωσα μεγάλη και δυνατή και είπα, θα τα δοκιμάσω και θα προχωρήσω. Εκείνα με κράτησαν και αποδείχτηκαν πιο δυνατά από μένα. Ξανάγινα πρωτάρα και ανώριμη. Η πείρα μου μόνο ένα πράγμα μου επέτρεψε. Να παραδεχτώ ήρεμα την ανωτερότητά μου.

Αυτό το φθινόπωρο άλλαξα ονόματα σ' όλα τα φυτά του μπαλκονιού μου. Άλλαξα χώμα και άλλαξα βλέμμα. Κατάλαβα πως ήταν αλλιώς η ζωή τους απ' ότι νόμισα. Σεβάστηκα εκείνα που πέθαναν και λυπήθηκα όσα επέζησαν. Παρατήρησα τα άλλα, που 'χει φυτέψει στην Αθήνα ένας φίλος μου παλιός και είδα ότι μεγάλωσαν και μάθανε να περνάνε το φως του απογεύματος από τα φυλλαράκια τους, όπως κάνανε οι μακρινοί τους πρόγονοι με κείνο το φως το άλλο.

Αυτό το φθινόπωρο πέρασα τα φράγματα. Είδα πως είναι πολύ απλό να το κάνεις και πως δε χρησιμεύει σε τίποτα. Ωστόσο δε μετάνοιωσα και δε γύρισα πίσω.

Αυτό το φθινόπωρο εγκατέλειψα και τα τελευταία μου μπαγκάζια, τις τελευταίες μου σημαίες, τα τελευταία μου σύμβολα. Πέταξα τα όπλα μου όλα. Στην άκρη ξαναβρήκα τη γλώσσα μου, αλλά δε με κράτησε, δε μου άνοιξε την αγκαλιά της, δε μου δείχνει το δρόμο. Παραπαίει σα μικρό καντηλάκι. Ώρες ώρες σβήνει εντελώς. Ισως κάποτε γίνει μια τρανή φωτιά. Όμως τώρα οδηγώ δε θέλω.

Αυτό το ωραίο φθινόπωρο όλα τα εγκατέλειψα. Θησαυρούς μαζεμένους με κόπο, τους σκόρπισα. Κράτησα μόνο το βλέμμα. Ίσως γιατί τα μάτια ξέρουν να κλείνουν μόνα τους τις πιο ωραίες στιγμές.

Αυτό το φθινόπωρο κοίταξα τα ρούχα μου και είδα ότι δε μου κάνουν. Όμως για πρώτη φορά πρόσεξα το ύφασμά τους. Είδα μέσα από τις κλωστές τα φυτά της Αιγύπτου που βγάλανε τις πρώτες ίνες του κόσμου. Ταξίδεψα νοερά στα ποτάμια και τα πόδια μου γέμισαν λάσπη.

Αυτό το φθινόπωρο η πραγματικότητα δεν κατάφερε να με βρει. Τόσο μου έλειψε που την ονειρεύομαι. Βλέπω στον ύπνο μου τη βαθιά ουσία της ασφάλτου, τα μόρια της ανόργανης ύλης σε μεγέθυνση και το θάνατο των κυττάρων.

Ξυπνάω και τυλίγομαι στα όνειρα. Δεν έχει τρέξει ούτε σταγόνα αίμα πάνω στην πόλη που με φιλάει. Δεν έχει ακουστεί ούτε μια κραυγή. Βουβά αναβοσβήνουν τα φώτα, κυλούν οι λεωφόροι, περπατούν οι άνθρωποι κι ο πόνος είναι σα γλυκό λικέρ που χωρίς φωνή χτυπά τις φλέβες.

Αυτό το φθινόπωρο έχω μόνο δάχτυλα και καθώς ανοίγουν κατάπληκτα, πέφτει και το μολύβι που κρατούν και χάνεται. Μένει εδώ λευκό κενό στο χαρτί, το κείμενο δεν ολοκληρώνεται. Αυτό το φθινόπωρο δε θα τελειώσουν τα κείμενα. Θα μένουν όλα λίγο αμήχανα σαν απορημένα παιδιά. Γιατί πρέπει να κοιτάνε. Πρέπει να μπορούν να κοιτάνε.

Αυτό το φθινόπωρο η Αθήνα είναι αλλιώτικη. Κάτι υπόσχεται τα δειλινά το αεράκι αλλά τι είναι; Σταθείτε σταθείτε και μη βιάζεστε να μάθετε. Αν φύγετε θα ξαναγυρίσετε. Αν προσπεράσετε, θα κρατηθείτε, ανύποπτοι στα δίχτυα του. Πού πάτε; Πού νομίζετε ότι μπορείτε να πάτε;

Αυτό το φθινόπωρο η νύχτα και η μέρα, η άσφαλτος και τα πλακάκια, το πράσινο (που το πατάμε πια) το μπλε (που το 'χουμε καταπατήσει) τα χρήματα και οι μπογιές, τα ξύλα, το γυαλί και τσιμέντο, τα περίπτερα και οι βιτρίνες, οι λακούβες, τα δενδρύλια, τα πρωινά καταβρέγματα, οι μικρές μπόρες, ο ακούραστος ήλιος, οι λαμπερές λαμαρίνες των αυτοκινήτων, οι τροχοί τους που σε μεταφέρουν μαγικά, οι κινητήρες τους που καταπίνουν βενζίνη, οι αίθουσες του σινεμά, οι είσοδοι των αιθουσών, οι στοές, οι φωτεινές επιγραφές, το χαμόγελο που έχουν οι κούκλες στις βιτρίνες, όλα, όλα κάτι υπόσχονται.

Τι υπόσχονται; Θα μου το δώσουν; Θα το πάρω αυτό το καινούργιο δώρο που η πόλη μου ετοίμασε;

Η υπόσχεση δεν έχει τίποτα πέρα από τον εαυτό της. Θέλω αυτή να κρατήσω μόνο, αλλά είναι σαν το αεράκι που τη φέρνει και ολοένα ξεγλιστρά.


Άννα Δαμιανίδη
ΑΥΓΗ της Κυριακής, 9/10/1988

Δεν υπάρχουν σχόλια: