ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/1/09

"...'εν ηφτάνουσι τα λόγια"


Ο τίτλος προέρχεται από μια έκθεση κόμικς που πρόκειται να ξεκινήσει στις 16 Φεβρουαρίου (του 2009, βέβαια) στις 20.00 μ.μ., στο bartesera, Κολοκοτρώνη 25, Στοά Πραξιτέλους, Αθήνα. Θα κρατήσει μέχρι τις 2 Απριλίου 2009, και ελπίζω να με φέρει ο δρόμος κατά κει άμα βρεθώ στην Αθήνα, για λόγους βέβαια τοπικοσυναισθηματικούς, αφού η έμπνευση της έκθεσης είναι "Ζόμπις, νεράιδες, φαντάσματα, παραμύθια και άλλες καριώτικες ιστορίες", η χαρά του παιδιού δηλαδή, κι αν εγώ δεν είμαι φαν των κόμικς, ούτε ακριβώς στην παιδική ηλικία, μάλλον δεν πειράζει και τόσο εφόσον οι ιστορίες που αντλούνται μέσα από την προφορική παράδοση της Ικαρίας είναι μάλλον μέσα στα ενδιαφέροντα της Ροβιθές από γεννησιμιού της.

Φυσικά όντας στην Κρήτη δεν υπήρχε περίπτωση να το πάρω είδηση, αλλά μου άνοιξε τα μάτια το μπλογκ της Νανάς (που δεν την ξέρω αλλά συστήνεται ως "το αγρίμι" και μάλλον την πιστεύω), η οποία συχνάζει στο μπλογκ του πεζοπορικού ορειβατικού συλλόγου Ικαρίας και στις άλλες διασυνδεδεμένες ιστοσελίδες που νομίζω συντηρεί μια καλή παρέα στις Ράχες (Άγγελε, άμα γράφω ανακρίβειες με διορθώνεις). Από εκεί τσίμπησα την ιστορία φρίκης που ακούει στο όνομα "Το Μισοκωλάκι" και την διηγούντο οι παλαιότερες γιαγιάδες της Ικαρίας στα εγγόνια τους.

Όχι οι δικές μου. Το πρωτοάκουσα πριν χρόνια από τη φίλη μου την Α. (γνωστή στους αναγνώστες του ιστολογίου από μια ιστορία με κάτι κουβαδάκια), που της το έλεγε η γιαγιά της. Δεν ξέρω αν τα αυτιά της γενιάς μου είχαν αρχίσει να θεωρούνται πιο ευαίσθητα σε σχέση με των παλαιότερων, πάντως εγώ μόνο ως ενήλικος πλέον ήρθα σε επαφή με αυτή την πλευρά του ικαριακού πολιτισμού. Αναρωτιέμαι αν αυτοί που έχουν παιδιά σήμερα θα τους διηγούντο μια τέτοια ιστορία ως bed time story ή αν θα επέλεγαν ίσως μια πιο politically correct εκδοχή σαν αυτήν που μεταφέρεται στα σχόλια κάτω από την αντίστοιχη ανάρτηση της Νανάς.

Διαβάστε την ιστορία του Μισοκωλακιού εδώ, και τα σχόλια επίσης.

Δείτε την ιστοσελίδα της έκθεσης εδώ.

Και φρικάρετε μαζί μας όλο αγαλλίαση... Η άγνωστη Ικαρία σας καλωσορίζει... ;-)


Την εικονογράφηση καννιβάλισα από το ιστολόγιο της Νανάς και την ιστοσελίδα της συντεχνίας των καλλιτεχνών που συμμετέχουν στην έκθεση. Ελπίζω να συγχωρούν το κλοπυράιτ, μάλλον για καλό είναι...

26/1/09

Επετειακόν...


Το είχα ξεχάσει και ο ίδιος, αλλά κάπως έγινε και το θυμήθηκα κοιτάζοντας κάποιες παλιές αναρτήσεις. Πριν ένα χρόνο ακριβώς, το απόγευμα της 26ης Ιανουαρίου έφτιαξα τα πρώτα δοκιμαστικά και η Ροβιθέ βγήκε στο διαδίκτυο. Στο χρόνο που μεσολάβησε έγραψα 99 συνολικά τίτλους αναρτήσεων - τα περιεχόμενα αρκετών δουλεύονται ακόμα και ελπίζω να στρογγυλέψω το νούμερο κάποια στιγμή.

Δεν πολυκαταλαβαίνω τους εορτασμούς των γενεθλίων στους ανθρώπους: εορτάζεις ένα γεγονός (τη γέννησή σου) στο οποίο δεν είχες καμμία εκούσια συμμετοχή, και είναι τόσο κοινότοπο ώστε να έχει συμβεί σε όλο τον κόσμο. Αλλά στα ιστολόγια; που και εκούσια είναι και η διάρκεια κατά κάποιο τρόπο "πιστοποιεί" την αξία τους; Αξίζει η επέτειος κάποιας ειδικής μνείας;

Ίσως μόνο για το χαρούμενο πιθηκάκι του σκίτσου, που μου θυμίζει μια ταινία που βλέπαμε πιτσιρίκια στην οικιακή μηχανή προβολής των 8mm με πρωταγωνίστρια μια χιμπατζίνα που είχε γενέθλια. Ή ισως πάλι γιατί οι επέτειοι είναι "οδοδείκτες" της διαρκούς προς τα εμπρός πορείας μας, που υπενθυμίζουν το διαρκές πέρασμα του χρόνου.

Ή τέλος γιατί συμπλήρωση ενός χρόνου μπορεί να σημαίνει την ελπίδα ύπαρξης και ενός ακόμα... Αν τουλάχιστον στο χρόνο που πέρασε έφτιαξε κανείς κάτι που να αξίζει να συνεχιστεί.

Αλλά τους απολογισμούς λέω να τους αφήσω για την ανάρτηση νούμερο 100 που ως αριθμός που φαίνεται κάπως πιο "οριστικός" από το 82+5 που γράφει δεξιά - για την ώρα μπορείτε να αρκεστείτε στο κομμάτι σας από την ψηφιακή τούρτα.

Άντε, και του χρόνου - να 'μαστε καλά.

23/1/09

Φιδέμπορες


Στην περιπέτεια του Λούκι Λουκ που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μαμουθκόμιξ με τον τίτλο "Η κούρσα του Μισσισιπή", ο τιμονιέρης του ποταμόπλοιου Ντέιζυ Μπελ περνάει τον καιρό του διηγούμενος διάφορες τερατολογίες. Δεν είναι ο μόνος - κατά καιρούς έχω γνωρίσει ή μου έχουν περιγράψει διάφορους αληθινούς τύπους που ασχολούνται συστηματικά με το ψεύδος ως άθλημα, διηγούμενοι διασκεδαστικά περιστατικά με κοινό στοιχείο την απίστευτη υπερβολή. Στην αργκό μιας ορισμένης γενιάς (λίγο νεώτερης από τη δική μου), οι ιστορίες αυτές ονομάζονταν "φίδια", και οι φορείς τους "φιδέμπορες".

Υπό κανονικές συνθήκες, ο φιδέμπορας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την αληθοφάνεια των ιστοριών που διηγείται, παρά μόνο για το πόσο εντυπωσιακές είναι. Για να μεταφέρω μια έκφραση που αποθησαυρίζει ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης στη συλλογή διηγημάτων "Επι ψύλλου κρεμάμενος", ο φιδέμπορας "κόβει την πορδή με το πριόνι". Ως εκ τούτου δεν είναι παράξενο που ο ήρωας του Σκαμπαρδώνη, εκνευρισμένος με τη γάτα του την πετάει έξω από την πόρτα μια παγωμένη μέρα που κάνει τόσο κρύο ώστε η γάτα παγώνει στον αέρα και παραμένει παγωμένη (αιωρούμενη, φυσικά) μέχρι την άνοιξη που κάπως σπάει ο χιονιάς και σήμερα φυσικά νιαουρίζει κανονικότατα ανάμεσά μας σα να μην έχει συμβεί τίποτα.

Το παράδοξο δεν είναι τόσο η γάτα που αιωρείται παγωμένη - το παράδοξο είναι ότι την ίδια ακριβώς ιστορία διηγείται πολλά χρόνια πριν την κυκλοφορία του βιβλίου, ένας ποδηλατάς στην πλατεία Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, μόνο που την τοποθετεί χρονικά κάπου στην κατοχή, όταν ο ίδιος έχει αποφασίσει να βγει αντάρτης στο βουνό (μόνος του) και ανεβαίνει στην Πάρνηθα από όπου βυθίζει γερμανικά υποβρύχια που τριγυρνάνε στο Σαρωνικό με τη βοήθεια αυτοσχέδιων πυραύλων σαν αυτούς που φτιάχνουνε το Πάσχα στο Βροντάδο της Χίου. Την ίδια περίοδο ο αντάρτης μας αποφασίζει ότι του έχει λείψει να φάει ψάρι και για να μην κατέβει από το βουνό αποφασίζει να ψαρέψει με χαρταετό που αμολάει από την Πάρνηθα, και πιάνει τόσα ψάρια που όπως λέει ο ίδιος "ακόμα έχω στην κατάψυξη".


Βέβαια την ιστορία του ποδηλατά μου την έχει διηγηθεί παλιά μια απολύτως αξιόπιστη πηγή, ο φίλος μου ο Γιάννης Κ., στη διάρκεια μιας συζήτησης στην οποία μας περιέγραψε πώς πήγε με την παρέα του διακοπές στην Ίο και πήγαν σε μια ντισκοτέκ (τότε υπήρχαν ακόμα ντισκοτέκ) που είχε ηχεία τόσο μεγάλα που ο ίδιος, κουρασμένος από το χορό, μπήκε μέσα σε ένα και αποκοιμήθηκε μέχρι την επομένη. Φυσικά το μαγαζί έκλεισε χωρίς να τον πάρουν είδηση κι αυτός λέει κοιμόταν για περίπου είκοσι ώρες, αλλά μετά ξαναβγήκε από το ηχείο σα να μη συνέβη τίποτα και συνέχισε να χορεύει ξεκούραστος σαν την Ωραία Κοιμωμένη. Ο κολλητός του που ήταν μαζί δεν τον αναζήτησε γιατί ήταν απορροφημένος με τα δικά του προβλήματα που είχαν να κάνουν με το ότι όλες οι εκκρίσεις του σώματός του από όλες τις πλευρές είχαν μια απόχρωση γαλαζομπλέ κι έτρεχε στους τοπικούς γιατρούς, που τελικά εντόπισαν το πρόβλημα στην αυξημένη κατανάλωση του λικέρ Blue Curacao, από το οποίο έπινε περίπου 2-3 μπουκάλια την ημέρα. Αρχικά δεν τους πίστεψε, αλλά αργότερα πειραματίστηκε με Parfait Amour και του έγιναν όλα κάπως μωβ και μετά με Πέπερμιντ και Αγκοστούρα προς το πρασινάκι, μέχρι που αποφάσισε να περιορίσει το ποτό (λογικόν, αφότου είδε τον κολλητό του να βγαίνει φρέσκος-φρέσκος από το ηχείο).

Υπάρχει ένας ταξιτζής στην Ικαρία που με πολύ φυσιολογικό τρόπο σου εξηγεί πώς μια μέρα που κατέβαινε από τις Ράχες (καλοκαίρι, με ανοιχτά τα παράθυρα) φύσηξε ένας αέρας τόσο δυνατός που του πήρε το καπέλο με κατεύθυνση το πέλαγος, αλλά αυτός τσαντίστηκε τόσο που γκάζωσε απότομα και κατέβηκε τόσο γρήγορα τις στροφές του δρόμου που το καπέλο παρότι πήγαινε ίσια δεν πρόλαβε να κατέβει και κατέληξε να προσγειωθεί ακριβώς στο κεφάλι του, στη θέση από την οποία είχε ξεκινήσει. Μετά συνέχισε με φυσιολογική πλέον ταχύτητα το δρόμο του και φαντάζομαι ότι κάπου θα διασταυρώθηκε με εκείνο τον άλλο τύπο που έλεγε ότι του ήρθε να καπνίσει ενώ έτρεχε με τη μηχανή, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε φωτιά πάνω του. Οπότε, τι να κάνει, εκεί που έτρεχε πλαγιάζει τη μηχανή στην άσφαλτο, αρχίζει να πετάει σπίθες στις μπάντες από την τριβή, πάει μια σπίθα και του ανάβει το τσιγάρο, σηκώνει τη μηχανή (πάντα χωρίς να κόψει ταχύτητα) και συνεχίζει.


Έχω την εντύπωση ότι οι περιπέτειες του βαρώνου Μυνχάουζεν είναι η έμπνευση πολλών από αυτές τις ιστορίες. Ή ίσως και το αντίστροφο, ότι το βιβλίο είναι η επιτομή κάμποσων τέτοιων ιστοριών που κυκλοφορούν από γενιά σε γενιά και περνάνε από πολλά διαφορετικά στόματα σαν την αιωρούμενη γάτα. Υποθέτω ότι αντίστοιχες αφηγήσεις θα πρέπει να υπήρχαν από τις απαρχές του πολιτισμού, όχι κατ' ανάγκη συνδεδεμένες με τους μύθους, τους δράκους και τα τέρατα, αλλά και ως απλή παιγνιώδης αφήγηση που δοκιμάζει τη φαντασία ή την ευπιστία του ακροατή. Η "Φανταστική ιστορία" του Λουκιανού θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, οι "Χίλιες και μια νύχτες" πάλι, μάλλον όχι.

Βέβαια οι ιστορίες αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με συνειδητές απόπειρες παραπλάνησης (κοινώς: δουλέματος) ενός συγκεκριμένου ακροατηρίου: ο ίδιος Γιάννης Κ. που ανέφερα πιο πάνω είναι υπεύθυνος εν μέρει για το γεγονός ότι μου έχει αποδοθεί στο παρελθόν ένας κρυφός αρραβώνας (υπερδεκαετής) και μία τουλάχιστον κόρη (που αν υπήρχε σήμερα θα τέλειωνε το Λύκειο), καθώς στην ανεπιτυχή μου προσπάθεια να κοροϊδέψω έναν κοινό γνωστό ότι το κοριτσάκι που πήγαινα βόλτα κάποτε ήταν κόρη μου προσέθεσε μια νότα αληθοφάνειας κουνώντας το κεφάλι με σημασία, κοιτάζοντας γύρω γύρω δήθεν για να ελέγξει αν τον ακούει κανένα αδιάκριτο αυτί, και λέγοντας συνωμοτικά στον γνωστό "Σσστ, είναι μυστικό!". Η παρέμβαση του Γιάννη έκαμψε αμέσως τις αντιρρήσεις του άλλου, καθώς είναι γνωστό ότι πολλοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πιστέψουν πιο εύκολα μια θεωρία συνωμοσίας από μια προφανή αλήθεια. Δεν πρέπει επίσης να μπερδεύουμε τις καλοπροαίρετες τερατολογίες με κάποιες άλλες αφηγήσεις που σκοπό έχουν να αναδείξουν τον αφηγητή Μήτσο από τα Σεπόλια σε υπερήρωα ή τέλος πάντων μάρτυρα ιδιαίτερα σημαντικών γεγονότων (των Δίδυμων Πύργων, της βύθισης του Τιτανικού, ή μιας ανθρωποθυσίας σε μια τελετουργία μύησης σε κάποια κρυφή σέκτα) - αυτές οι τελευταίες ιστορίες είναι μάλλον στα όρια της παθολογίας.

Το καλό πάντως με τους αληθινούς φιδέμπορες είναι ότι τα φίδια τους δε δαγκώνουν καθόλου. Σε αντίθεση ίσως με άλλου τύπου έμπορες που εμπορεύονται ιστορίες με αποικίες των προγόνων του ένδοξου έθνους μας στον Κρόνο ή στον Άρη, για τους οποίους φοβούμαι ότι μπορεί και να επωάζουν φίδια που είναι δυνατόν να δαγκώσουν και μάλιστα άσχημα. Γι' αυτό ας έχουμε και λιγάκι το νου μας - ειδικά στη μπλογκόσφαιρα που όλα τα λουλούδια ανθίζουν - μια και δεν είναι πάντα εύκολο να βρεθεί όπως στο Λούκι Λουκ κάποιος να μας κεράσει έναν καφέ μπας και έρθουμε στα ίσα μας.

20/1/09

Ένα έλεγε, ένα βάλαμε (Κλειώ Ξηρού)

"...Θυμάμαι όταν είμαστε μικρά περιμέναμε πότε θα φύγει η Μαμά για να μπούμε στην κουζίνα να φτιάξουμε διάφορα πράγματα.

Μια φορά σκεφτήκαμε με το Χριστόδουλο να φτιάξουμε βανίλια (υποβρύχιο). Είδαμε μια συνταγή στον τσελεμεντέ και είπαμε μόλις βρούμε ευκαιρία θα τη φτιάξουμε. Φεύγει λοιπόν η Μαμά παίρνουμε ζάχαρη, νερό, βάζουμε τις αναλογίες που έλεγε ο τσελεμεντές, φτιάχνουμε το σιρόπι βάζουμε και βανίλια μέσα και το χτυπήσαμε μ’ ένα κουτάλι για να ασπρίσει. Τα καταφέραμε!!! Θρίαμβος!! Μόνο που....μας βγήκε λίγο σκληρή, φαίνεται είχαμε δέσει πολύ το σιρόπι. Πάντως χαμένη δεν πήγε, όλοι απο μια κουταλιά και πάει.

Μια άλλη φορά είχε φέρει κάποιος μια τοστιέρα σ’ ένα μαγαζάκι κοντά στην κεντρική πλατεία στη Φλώρινα κι έφτιαχνε τοστ (πρωτοφανή για εκείνη την εποχή). Τότε το είδαμε για πρώτη φορά. Μας πήρε μια φορά η Μαμά και μας άρεσαν, έλα όμως που δεν μπορούσε να μας ξαναπάρει, είμασταν και πολλοί βλέπεις. Κάτσαμε λοιπόν με το Χριστόδουλο και βλέπαμε από το τζάμι να δούμε πως τα φτιάχνει. Μετά στο σπίτι μόλις βρούμε την ευκαιρία θα κάνουμε τοστ.

Είχαμε μια σόμπα κοζανίτικη με ξύλα, με δυο μάτια από πάνω. Εκεί πάνω η Μαμά είχε πάντα μια κατσαρόλα γεμάτη νερό που έβραζε. Πήραμε λοιπόν τα πρόσφορα τα κόψαμε στη μέση, βάλαμε μέσα τυρί, ντομάτα κλπ. (ό,τι βρήκαμε στο ψυγείο) βάλαμε βούτυρο απέξω, τα τυλίξαμε σε αλουμινόχαρτο τα βάλαμε πάνω στη σόμπα, από πάνω την κατσαρόλα με το νερό, έτοιμο το τοστ. Τα μικρά κάνανε πανυγήρι. Γύρισε η Μαμά και μας βρήκε όλους χορτάτους, δεν πεινούσε κανείς, πού να φάμε τις φακές που είχε μαγειρέψει.

(Αριστερά η Κλειώ, δεξιά ο Χριστόδουλος και στη μέση μάλλον η Μαρία στην αγκαλιά της θείας Ιωάννας - η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό συρτάρι που αναφέρθηκε στην προηγούμενη ανάρτηση).

Όταν ήταν η Μαμά να γεννήσει τον Αυγουστίνο, είχε βάλει στην φωτιά νερό με λάδι, αλάτι και ντομάτα για να μας φτιάξει κριθαράκι σούπα για το βράδι (φαγητό το οποίο δεν θέλαμε ούτε να το βλέπουμε). Περίμενε λοιπόν να βράσει το νερό για να ρίξει το κριθαράκι. Την πιάνουν οι πόνοι και φεύγει. Μου λέει τέλειωσε το εσύ. Μόλις έφυγε, πιάνω την κατσαρόλα όπως ήταν και την αδειάζω έξω στο χωράφι, θυμάμαι που έκανε μια τρύπα μέσα στο χιόνι. Καθαρίζω πατάτες μάνι μάνι και τις κάνω τηγανιτές. Χαρά τα μικρά!!! πέσανε με τα μούτρα (όχι θα κάτσω να τους παρακαλάω να φάνε κριθαράκι). Έρχεται ο Πατέρας μου και μου λέει το ‘καμες το κριθαράκι; Του λέω, έκανε μια τρύπα στο χιόνι έξω, τηγάνισα πατάτες. Έκατσε να φάει και γελούσε κάτω από τα μουστάκια του.

Μια άλλη φορά σκεφτήκαμε με τη Μαρία να κάνουμε κουραμπιέδες. Είμασταν στο Αρμένιο Λαρίσης τότε, η Μαμά είχε πάει στη Λάρισα να ψωνίσει και είχαμε πολύ χρόνο. Παίρνουμε λοιπόν τον τσελεμεντέ, διαβάζουμε τη συνταγή και μας φάνηκε λίγη η δόση, που να φτάσει τόσοι που είμασταν, είπαμε λοιπόν να κάνουμε την διπλή. Ξεκινάμε λοιπόν να φτιάξουμε την διπλή δοση κουραμπιέδες, αλλά ξεχνάμε και βάζουμε βούτυρο για μία δόση κι όλα τα άλλα υλικά για δυο δόσεις. Και γίνανε οι κουραμπιέδες σαν πέτρες. Να τους χτυπάς στον τοίχο και να γυρίζουν πίσω (όχι πως δεν τους φάγαν τα μικρά). Έρχεται η Μαμά, πως να της το πούμε, την περιμέναμε στην εξώπορτα.

- Μαμά ένα έγραφε, ένα βάλαμε.
- Ίντα ικάματε μωρή;
- Εεεε να είπαμε να φτιάξουμε κουραμπιέδες αλλά να, ένα έγραφε, ένα βάλαμε.
- Ωχ!! Καμιά ζημιά θα κάνανε
(λέει στον Πατέρα μου).
- Όχι!! κουραμπιέδες κάναμε, αλλά γίνανε σαν πέτρες!!
- Εεε δεν πειράζει α τους φάνε τα μικρά!! α κάμουμε άλλους για τους ξένους.


Τα μικρά κάνανε πανυγύρι. Τόσοι κουραμπιέδες όλοι δικοί τους, κι ας ήτανε σαν πέτρες, είχανε γερά δόντια...."


Σ.Σ. Η Κλειώ Ξηρού, του παπά-Τριαντάφυλλου και της Μοσχούλας, γεννήθηκε στην Ακαμάτρα Ικαρίας, το πρώτο από τα δέκα συνολικά παιδιά της οικογένειας. Στο άρτι εκδοθέν βιβλίο της "Ξηρομαγειρέματα" ξεκινάει περιγράφοντας τις πρώτες της ανεπιτυχείς προσπάθειες στη μαγειρική πριν προχωρήσει στην αναλυτική καταγραφή πολλών συνταγών μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής για αρχάριους και μη. Σήμερα η μαγειρική της έχει βελτιωθεί πάρα πολύ απ' ό,τι φαίνεται, καθώς ασχολείται επαγγελματικά μ' αυτήν εδώ και πολλά χρόνια.

Η Ακαμάτρα δεν έχει και πολλά σόγια - όπως είναι αναμενόμενο είμαστε συγγενείς με την Κλειώ, και αυτό εξηγεί τι έκανε η φωτογραφία της (των αρχών του '60) στο συρτάρι μας.

Το βιβλίο με τις συνταγές της Κλειώς γράφει απέξω εκδόσεις "Καλυψώ", και μοιάζει αυτοέκδοση. Μπορείτε να το βρείτε στη διεύθυνση Ζωοδόχου Πηγής 69, στην Αθήνα.

11/1/09

Ζεύκι, μαράζι, σκατοπαραδιά

Η φωτογραφία πρέπει να έχει τραβηχτεί στην Ακαμάτρα Ικαρίας κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή το πολύ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Την εντόπισα πριν χρόνια ανάμεσα σε διάφορες άλλες οικογενειακές φωτογραφίες περίπου της ίδιας εποχής που ξέθαψα από ένα σφηνωμένο για πολλές δεκαετίες συρτάρι. Απεικονίζονται μεταξύ άλλων συγχωριανών διάφοροι συγγενείς μου από το σόι της μητέρας μου (περιλαμβανομένης και της ίδιας). Ορισμένοι έχουν φύγει πια σήμερα, άλλοι ογδονταρίζουν επιτυχώς. Της έδειξα τη φωτογραφία και τη ρώτησα αν θυμάται πότε ακριβώς ήταν. Δε θυμόταν χρονολογία, αλλά ασαφώς ανακαλούσε το περιστατικό. Τη ρώτησα για ποιον ακριβώς λόγο είχανε μαζευτεί.

- Τίποτα, έτσι. Ζεύκι κάναμε.
- Τι κάνατε;
- Ζεύκι, είπε ξανά, δεν το ξέρεις;

Και χαμογέλασε καθώς συμπλήρωνε ρητορικά:

- Ζεύκι, μαράζι, σκατοπαραδιά.

Το μαράζι το ήξερα, τη σκατοπαραδιά μπορούσα να τη φανταστώ καθώς η μητέρα μου αναποδογύριζε τις - άδειες - τσέπες της σε μια εκφραστική χειρονομία καθώς πρόφερε την επίμαχη λέξη. Αλλά ζεύκι; Ζήτησα περισσότερες διευκρινίσεις. Με κοίταξε με απορία.

- Δε θυμάσαι όλες τις φορές που μαζευόσαστε εδώ με τους φίλους σου;

Τις θυμόμουν. Το "εδώ" ήταν ελαφρώς παραπλανητικό διότι έχω πάψει να μένω στο πατρικό μου εδώ και πολλά χρόνια, λεπτομέρεια που η μητέρα μου επιμένει συστηματικά να αγνοεί, πάντως η αλήθεια είναι ότι μαζευόμαστε και σπίτι μου και σπίτια τους και αλλού.

- Που τρώτε και πίνετε και ψιλοκουβεντιάζετε μέχρι το πρωί;
- Πράγματι.
- Και χορεύετε και κάναν καριώτικο άμα έρθετε στο κέφι;
- Ναι.
- Ε, αυτό είναι ζεύκι.

Μάλιστα. Καλό είναι να ξέρει κανείς ότι υπάρχει μία και μόνη λέξη για να περιγράψει τη ζωή του. Στην περίπτωσή μου ίσως όχι όλη τη ζωή του, αλλά το ικαριακό κομμάτι της, σίγουρα. Ρώτησα πώς συνδέεται με το μαράζι και τη σκατοπαραδιά, και μου εξήγησε ότι όταν σε τρώει η πίκρα και η φτώχεια, τι άλλο μπορείς να κάνεις;

- Τι;
- Ζεύκι.


Σκέφτηκα ότι ήταν κάτι σαν την παροιμία "η φτώχεια θέλει καλοπέραση" ή σαν εκείνο το τραγουδάκι των Μπητλς που λέει "I get by with al little help from my friends". Η μητερα μου μάλλον δεν τους καλοξέρει τους Μπητλς - αν και είναι της εποχής της δεν πρέπει να είναι στις παραστάσεις της. Από ζεύκια πάντως ξέρει, όπως κι εγώ και όλοι οι Καριώτες. Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τη λέξη, η έννοια μας είναι εξαιρετικά οικεία, ως συστατικό στοιχείο της ικαριακής καθημερινότητας.

Τη λέξη πάντως της ξανακούω αρκετά συχνά έκτοτε, καθώς υπάρχει ένα ικαριακό μεζεδοπωλείο με αυτό το όνομα στην Αθήνα και άλλο ένα στην πλατεία του Ευδήλου. Τη βρήκα και σε μερικά διαδικτυακά λεξικά, (εκ του τουρκικού zevk που σημαίνει φαγοπότι), καθώς και σε κάποιες μη ικαριακές ντοπιολαλιές, όπως π.χ. στην Κρήτη, όπου με βάση το λεξικό υπάρχει η έκφραση "την έκανα ζεύκι" (δηλ. έφαγα καλά), αν και δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν εδώ στο Ηράκλειο να τη χρησιμοποιεί. Τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόμαστε στην Ικαρία πάντως, έχει ευρύτερο χαρακτήρα από ένα απλό φαγοπότι, καθώς περιλαμβάνει στα καθ' ημάς και την παρέα, τη διήγηση ιστοριών και πιθανώς μουσική και χορό.

Πριν λίγες μέρες, ανήμερα των Φώτων, η ΕΤ1 προέβαλλε στη μία το μεσημέρι ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "Οι ζευκαλήδες της Ικαρίας". Όπως συνηθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, έπεσε σύρμα μεταξύ των μυημένων και στηθήκαμε όλοι οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι στις οθόνες μας. Την παραγωγή και σκηνοθεσία είχε ο Λεωνίδας Βαρδαρός, ένας ικαριακής καταγωγής ηθοποιός και σκηνοθέτης, γνωστός και για την ικαριακής θεματολογίας ταινία του "Ούλοι εμείς εφέντη" που είχα την ευκαιρία να θάψω ιστολογικώς παλαιότερα. Τον πέτυχα το καλοκαίρι καθώς τραβούσε πλάνα στην πλατεία της Ακαμάτρας - κάποια πήρε το μάτι μου στην τηλεόραση.

Ομολογώ ότι είδα το ντοκιμαντέρ με συγκίνηση, καθώς παρήλαυναν διάφοροι γνωστοί και φίλοι και άλλοι άγνωστοι αλλά απροσδιορίστως οικείοι, λέγοντας ιστορίες και επεξηγώντας κάποιες όψεις του πολιτισμού της νήσου. Επιγραμματικά να αναφέρω την ιστορία όπου ένας γάιδαρος υποτίθεται αυτοκτόνησε στο Καρκινάγρι επειδή, λέει, εξαντλήθηκε η υπομονή του. Έξω από το ικαριακό φολκλόρ πάντως, η εικόνα των ανθρώπων που μαζεύονται με ή χωρίς αφορμή και πίνουν το κρασάκι τους και λένε διάφορα, μπορεί να πει πολλά ακόμα και στους "ξένους", μια και όλοι μπορούν να κάνουν ζεύκι, ακόμα κι αν δεν ξέρουν τη λέξη (όπως εγώ). Λένε ότι όσοι έρχονται για πρώτη φορά στην Ικαρία είτε έρχονται και ξανάρχονται μετά, είτε φεύγουν μια για πάντα. Σκέφτομαι λοιπόν ότι το να είσαι "Καριώτης" δεν είναι θέμα γονιδίων τελικά, αλλά εν πολλοίς θέμα τρόπου σκέψης. Με άλλα λόγια, να μπορείς να συνδυάζεις το ζεύκι με το μαράζι - για τη σκατοπαραδιά βέβαια, ούτε λόγος.


Σ.Σ. Το διαδίκτυο παρέχει κάποιες δυνατότητες που δεν υπήρχαν παλαιότερα, κι έτσι τυχόν ενδιαφερόμενοι μπορούν να δουν το εν λόγω ντοκυμαντέρ εδώ . Από εκεί προέρχεται και η κάτωθι εικόνα του (καλωδιωμένου) βιολιστή Νίκου Πλάκα ενώ παίζει Καριώτικο.


Και για όσους είναι πολύ παρατηρητικοί, ένα μικρό παιχνιδάκι: Βρείτε σε ποιο πλάνο εμφανίζεται κάπου στο βάθος ο γνωστός blogger Ροβιθέ, και κερδίστε μια ανάρτηση (όχι αυτοκινήτου) δώρο!

5/1/09

Σήμερα τα Φώτα και οι φωτισμοί


Τα κάλαντα των Φώτων δεν τα λέει κανείς πια. Δηλαδή, ακόμα κι αν τα ξέρουν κάποιοι, είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο να δει κανείς παιδάκια την παραμονή των Θεοφανείων με τριγωνάκια να γυρνάνε και να λένε τα κάλαντα. Η σχετική παράδοση έχει ατονήσει, καθώς η αντίστοιχη γιορτή έχει χλωμιάσει μπροστά στην επέλαση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Δεδομένου του θρησκευτικού αποχρωματισμού της καθημερινότητας των ανθρώπων εδώ και καιρό (ακόμα και των Χριστουγέννων η θρησκευτική βάση είναι εξαφανισμένη προς όφελος μιας μάλλον καταναλωτικής αντίληψης και ενός διαφημιστικού Santa Claus από το Βόρειο Πόλο), η παραμονή των Θεοφανείων δεν είναι πια η μέρα που ο παπάς γυρίζει από σπίτι σε σπίτι με τον αγιασμό (και κατά τη μάλλον παγανιστική παράδοση διώχνει τους καλικάντζαρους με την αγιαστούρα του και με τη μαγκούρα του), και φυσικά ελάχιστοι νηστεύουν ώστε να πιουν αγιασμό την επομένη.

Αυτό βέβαια δεν συνέβη πολύ πρόσφατα. Αν και έχω από την παιδική μου ηλικία κάποιες αμυδρές αναμνήσεις αγιαστούρας, δεν θυμάμαι κανέναν ποτέ να λέει τα κάλαντα, εκτός από μία και μόνη φορά που ένας συμμαθητής μου στην έκτη Δημοτικού έκανε μια μικρή γύρα την παραμονή των Φώτων του 1979. Όχι τυχαία, το παιδάκι είχε τραγουδήσει μια εκδοχή των καλάντων που οι περισσότεροι στη γειτονιά θα άκουγαν ίσως με μια σχετική απορία, αλλά οι πρόγονοί μου θα έβρισκαν ενδεχομένως εξαιρετικά οικεία: ήταν μια παραλλαγή με προέλευση τους Φούρνους, το σύμπλεγμα νησιών που βρίσκεται ανάμεσα στην Ικαρία και τη Σάμο. Το παιδάκι δεν είχε καμμία σχέση με τους Φούρνους, αλλά είχε μάθει αυτή την εκδοχή στο σχολείο, όπως άλλωστε κι εγώ, άσχετα αν εμένα δεν μου είχε έρθει η ιδέα να βγω «να τα πω» την παραμονή των Φώτων. Κι όταν λέμε «είχε μάθει στο σχολείο», δεν εννοούμε στην τάξη.

Το σχολείο μας ήταν ένα τυπικό δωδεκαθέσιο σχολείο των δυτικών προαστείων της Αθήνας, δύο τμήματα ανά τάξη. Το δικό μας τμήμα της έκτης είχε ως δάσκαλο το διευθυντή του σχολείου, έναν άνθρωπο γερασμένο και βαριεστημένο που έπαιρνε σύνταξη στο τέλος της χρονιάς. Η απροθυμία του ανδρός να διδάξει το οτιδήποτε ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την προθυμία του να μοιράζει ξυλιές με τη βέργα – πρέπει να ήταν από τους τελευταίους που χρησιμοποιούσαν συστηματικά τη σχετική παιδαγωγική μέθοδο, τουλάχιστον σε αστικές περιοχές. Οι πρώτες ώρες περνούσαν με ανάγνωση του μαθήματος της ημέρας (την πρώτη ώρα) και του «παρακάτω» (τη δεύτερη ώρα) από κάποιον ατυχή συμμαθητή, ενώ η λοιπή τάξη (του δασκάλου συμπεριλαμβανομένου) κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Οι μεσαίες ώρες με κάτι στραμπουληγμένα κλάσματα που κανείς δε μπόρεσε να μάθει ποτέ. Και οι τελευταίες, εάν ήταν πρωινές, με πλύσιμο του αμαξιού του διευθυντή (ενός FIAT 127 που το φώναζε χαϊδευτικά «Μουσολίνι») ή εάν ήταν απογευματινές, με ενθουσιώδη παρακολούθηση προγραμμάτων εκπαιδευτικής τηλεόρασης στο ΕΙΡΤ, σε μια συσκευή Schaub-Lorenz που χειριζόμουν αποκλειστικά εγώ διότι είχαμε το ίδιο μοντέλο στο σπίτι. Καμιά φορά ο δάσκαλος δεν ερχόταν με αυτοκίνητο αλλά με ποδήλατο (που το φώναζε «Κίτσο»), ή με τα πόδια. Τότε αντί για πλύσιμο μας έβγαζε να σκάψουμε τον κήπο του σχολείου: περίπου δέκα τετραγωνικά χώματος που τσαλαπατιόντουσαν αδιακρίτως από σαράντα-πενήντα μαθητές και μαθήτριες, έτσι ώστε τίποτα να μη φυτρώνει τελικά.

Τη συγκεκριμένη εκπαιδευτική ατμόσφαιρα την αντιμετώπιζαν με φρίκη οι άλλοι δάσκαλοι που προσπαθούσαν κάτι να διδάξουν κουτσά-στραβά στους δικούς τους και με μια ορισμένη ζήλεια οι μαθητές του άλλου τμήματος που δεν είχαν μεν ξύλο, είχαν όμως διάβασμα. Ωστόσο, λόγω της διευθυντικής θέσης και της επικείμενης συνταξιοδότησης του δικού μας, κανείς δεν έβγαζε κιχ δημόσια. Το μόνο πρόσωπο που έβγαζε μια τεράστια άνεση απέναντί του (και σε όλο τον κόσμο άλλωστε), ήταν η ηθική αυτουργός της ιστορίας με τα κάλαντα των Φώτων: η ιδιοκτήτρια του κυλικείου κ. Σπανού, ή όπως όλος ο κόσμος την ήξερε, η κυρά-Θάλεια, από τους Φούρνους. Κάθε πρωί, λίγο μετά την έναρξη της πρώτης ώρας, η κυρά-Θάλεια έμπαινε στην τάξη κρατώντας ένα αχνιστό τήλιο σε γυάλινο ποτήρι και σκουντούσε το μισοκοιμισμένο διευθυντή.

- Πιες το ζεστό σου, του έλεγε, θα κρυώσει. Άντε, άντε γρήγορα!

Ο διευθυντής συγχιζόταν από την περισσή οικειότητα (και τα χάχανα της τάξης), μας πέταγε ένα «γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ει» ή κάπως έτσι, αλλά τελικά υπάκουε, καθώς η κυρά-Θάλεια έβαζε τα χέρια στη μέση και συνέχιζε τις παροτρύνσεις:

- Μην αργείς. Άμα κρυώσει δε θα κάνει τίποτα και θα πρέπει να σου φτιάχνω άλλο.

Αυτός τη στραβακοίταγε και της έλεγε «καλά, φύγε τώρα», αλλά εκείνη μάλλον γούσταρε την παράσταση και κωλυσιεργούσε πότε πιάνοντας κουβέντα με τους μαθητές και πότε λύνοντας και ξαναδένοντας το θρυλικό τσεμπέρι της. Θα ήταν τότε καμμιά εξηνταριά χρονών, με παιδιά κι εγγόνια, κεφάτη και ετοιμόλογη («γλωσσού» κατά μερικούς) και αρκετά γνωστή ως τραγουδίστρια δημοτικών και παραδοσιακών τραγουδιών, καθώς είχε γυρίσει και δίσκους και έβγαινε πότε πότε και στην τηλεόραση κι έλεγε διάφορα νησιώτικα σε σχετικές εκπομπές.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η διδασκαλία των καλάντων, ένα πρωινό Νοεμβρίου που το τήλιο εμφανίστηκε, όχι όμως και ο δάσκαλος, που είχε ξεμείνει στο γραφείο. Η κυρά-Θάλεια μας τραγούδησε τσάκα τσάκα μια μπερδεμένη ιστορία που η Παναγία παρακαλεί τον Αη-Γιάννη να βαφτίσει το γιό της στον Ιορδάνη. Όχι πολύ επίκαιρο για Νοέμβρη μήνα, αλλά πολύ ελκυστικό για να το απορρίψει κανείς αν συνοδεύεται με τη δήλωση:

- Άντε, κι άμα τα μάθετε να τα λέτε καλά, θα βγούμε να τα πούμε στην τηλεόραση.

Η τηλεόραση ήταν επαρκές κίνητρο για να ξεσηκωθεί το σύμπαν και να μάθουμε να τα λέμε απέξω κι ανακατωτά στο πιτς φιτίλι – όλοι. Πήγα όλο χαρά στη μάνα μου να της ανακοινώσω ότι θα έβγαινα στο γυαλί.

- Δηλαδή πού θα πάτε;
- Στο ΕΙΡΤ, είπα, ως υπόθεση εργασίας μάλλον.
- Πού είναι αυτό;
- Στη λεωφόρο Μεσογείων.
- Αποκλείεται. Δεν πας.


Ο συνήθης ορίζοντας της μάνας μου που ήταν μεγαλωμένη σε άλλα μεγέθη στην Ικαρία έφτανε μέχρι τη Θηβών, βία την Κηφισού. Το κέντρο της Αθήνας ήταν κάτι σαν ωκεανός και η Μεσογείων που ήταν από την άλλη πλευρά έμοιαζε με ποτάμι της Αμερικής. Χώρια που η λέξη «λεωφόρος» σήμαινε κόσμο και αυτοκίνητα, πολλά αυτοκίνητα. Άρα δεν ήταν τόπος για παιδιά του δημοτικού – τέλος συζήτησης. Έβαλα τα κλάματα, έβαλα τις φωνές – δεν δούλεψε τίποτα. Έβαλα τη γιαγιά να μεσολαβήσει, τζίφος. Στο τέλος με λυπήθηκαν τα μεγάλα αδέλφια που πήγαιναν Γυμνάσιο και ο λόγος τους πέρναγε λίγο παραπάνω και της βγάλανε το επιχείρημα ότι αφού η κυρά-Θάλεια είναι από τους Φούρνους είναι και λίγο δικιά μας, δεν είναι; Δεν ξέρω αν η γενική συμπάθεια που έχουμε οι Καριώτες στους Φουρνιώτες έπαιξε το ρόλο της (είναι γνωστό ότι οι Καριώτες λένε όλους τους άλλους «ξένους» εκτός από τους Φουρνιώτες που λέγονται «νησιώτες»), πάντως κάποια στιγμή η μαμά μαλάκωσε.

Αυτός που στράβωσε, και μάλιστα άσχημα, ήταν ο δάσκαλος. Ειδικά όταν αντελήφθη ότι το σχετικό γύρισμα θα γινόταν εντός διδακτικών ωρών. Την καθορισμένη μέρα, αρχές Δεκέμβρη, επιχείρησε να ματαιώσει την αναχώρηση σύσσωμης σχεδόν της τάξης του αλλά υπέστη συντριπτική ήττα από τη συνδυασμένη δράση αγανακτισμένων γονέων και κραυγάζοντων τέκνων. Περιορίστηκε να λογομαχεί με την κυρά-Θάλεια στην πόρτα του πούλμαν και να απειλεί με απουσίες και κυρώσεις. Ψιλά γράμματα.

Το πούλμαν δεν μας πήγε στο ΕΙΡΤ αλλά στο στούντιο ΑΤΑ στη Λένορμαν, πολύ κοντά και καθόλου εξωτικά. Στο πλατώ ήταν ένας καναπές και πάνω του καθόταν η κυρία Έλλη Ευαγγελίδου, οικοδέσποινα της εκπομπής «Σύγχρονη Εύα». Αριστερά ήταν κάτι σκαλάκια όπου μας στρίμωξαν και μας είπαν να περιμένουμε. Η κυρία Ευαγγελίδου χαιρέτησε την κυρά-Θάλεια εγκάρδια (εμάς πάλι όχι) και πέρασε λίγη ώρα αναζητώντας μια παραμάνα να μαζέψει λίγο το άνοιγμα της μπλούζας της γιατί της φαινόταν ότι ήταν λίγο ανοιχτό το μπούστο (δεν είχα ξανακούσει τη λέξη μπούστο και μου έμεινε). Μόλις βρέθηκε η παραμάνα και τακτοποιήθηκαν τα πράγματα, έπεσε μια σιγή και μας είπαν να τραγουδήσουμε. Τραγουδήσαμε, ακούστηκε κάτι σαν «στοπ» και μετά μας μάζεψαν και φύγαμε, ενώ οι καλεσμένοι της εκπομπής έπαιρναν θέση στον καναπέ.

Την άλλη μέρα ο δάσκαλος σήκωσε στον πίνακα όσους είχαν πάει στην τηλεόραση. Μας τράβηξε ένα δεκάρικο για το τι παλιόπαιδα είμαστε και πόσο έτοιμοι να πάρουμε τον κακό το δρόμο εγκαταλείποντας το σχολείο και τη μόρφωσή μας. Τα έχωσε στους γονείς μας που μας κάνουνε θέαμα και δίνουμε το κακό παράδειγμα στους υπόλοιπους. Είπε ότι θα έπρεπε να ντρεπόμαστε και προφήτεψε ότι στο μέλλον θα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο, αφού θα έχουμε μείνει αγράμματοι. Και ρώτησε ρητορικά τι μάθαμε από την εμπειρία και τι μας πρόσφερε.

Ένας συμμαθητής, ο Παύλος - καλή του ώρα - τόλμησε να απαντήσει ότι μάθαμε πώς γυρίζεται μια τηλεοπτική εκπομπή και ότι αυτό είναι σημαντικό γιατί στο μέλλον μπορεί να αποδειχτεί ότι η τηλεόραση είναι σημαντική εφεύρεση. Ο δάσκαλος τον έκοψε τραχιά:

- Τρίχες. Σιγά τη σημαντική εφεύρεση. Μια τρύπα στο νερό κάνατε.

Ύστερα μας έκατσε κάτω, έβαλε τον Παύλο να διαβάσει το παρακάτω, και μετά το διάλειμμα μας έστειλε για πολλοστή φορά να σκάψουμε τον κήπο.

Την παραμονή των Φώτων κάποιος συμμαθητης χτύπησε την πόρτα και ρώτησε διστακτικά «να τα πω;». Τα είπε – το βράδι είδαμε οικογενειακώς την εκπομπή που τα έλεγα κι εγώ - ήταν στην ΥΕΝΕΔ τελικά. Ξεκίνησε με τα κάλαντα, αλλά εγώ καθόμουν πίσω πίσω και δε φαινόμουνα σχεδόν καθόλου. Μετά κάτι μεγάλοι μιλούσαν για κάτι που δεν καταλάβαινα και βαρέθηκα γρήγορα. Σκέφτηκα ότι ίσως ο δάσκαλος να είχε δίκιο και η τηλεόραση να μην ήταν σημαντική εφεύρεση τελικά. Έψαξα μήπως δω την παραμάνα στο μπούστο της κυρίας Ευαγγελίδου, αλλά δε φαινόταν. Μετά το τέλος της «Σύγχρονης Εύας» έκατσα να διαβάσω το μάθημά μου γιατί τα σχολεία θα ξανάρχιζαν όπου να ‘ναι.

Με τα χρόνια ξέχασα τι λέγανε τα κάλαντα. Τηλεόραση δε βλέπω, πλην αθλητικών μεταδόσεων καμιά φορά, αλλά είμαι από τους λίγους. Κάπου έχω παραχωμένα κάτι τραγούδια από το αρχείο της ΕΡΤ με τη φωνή της κυρά-Θάλειας, μακαρίτισσας πια από χρόνια. Υποθέτω πως κι δάσκαλος θα ‘χει πάει καλιά του μετά από τόσα χρόνια. Σκέφτομαι ακόμα πως για κάποιο περίεργο λόγο, αν και απολαμβάνω διάφορα αφεψήματα κατά καιρούς, τήλιο δεν έχω βάλει ποτέ στο στόμα μου.


Σ.Σ. Την εικόνα της Βάπτισης αλίευσα στην ιστοσελίδα www.aegeantimes.gr. Γκουγκλιάζοντας βρήκα ότι η εκπομπή «Σύγχρονη Εύα» παιζόταν από το 1966 ως το 1981. Ήταν ένα γυναικείο μαγκαζίνο με την Ελλη Ευαγγελίδου να φιλοξενεί στον καναπέ της τους Μανώλη Ανδρόνικο, Τζόαν Κόλινς, Κωνσταντίνο Τσάτσο, Παλόμα Πικάσο, Ανρί Κλουζό κ.ά. Ως το 1968 ήταν στο ΕΙΡ με τον πρώιμο τίτλο «Για σας κυρία». Μετά στην ΥΕΝΕΔ. Η οικοδέσποινα ταυτίστηκε ισοβίως με την «Εύα», και νομίζω ότι επί Έβερτ, και ίσως και αργότερα, ήταν δημοτική σύμβουλος Αθηναίων. Το στούντιο ΑΤΑ στήθηκε το 1971 στην οδό Λένορμαν και προσέφερε τα μέγιστα στην εξέλιξη της τηλεόρασης στη χώρα μας παράγοντας περισσότερα από 5.000 επεισόδια τηλεοπτικών εκπομπών. Το 1987 μετακόμισε. Η φράση με τον χαζό που γελάει είναι του Μένανδρου, νομίζω.