ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/8/09

Έξι κι ένα στιγμιότυπα ενός ήσυχου Αυγούστου


Η Κατερίνα με τραβολογάει στη Μεσαχτή για «λαλάκια», δηλαδή για τα διάφορα μπιχλιμπίδια – βραχιολάκια, σκουλαρικάκια, χρωματιστές πετρούλες – που πουλάνε οι κρούβαλοι της παραλίας. Ο νεαρός αμμουδίτης έχει απλώσει την πραμάτεια στην άμμο και λιάζεται ήσυχος. Το καρτελάκι που έχει ακουμπήσει δίπλα στα μπιχλιμπίδια γράφει «το κατάστημα παρακολουθείται από κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης».

- Εσύ το έφτιαξες αυτό; ρωτάει ένας περίεργος δείχνοντας το καρτελάκι.

Ο κρούβαλος τον κοιτάει με απορία. Σηκώνει τους ώμους λέγοντας:

- Όχι, το βούτηξα απ’ το Μαρινόπουλο. Γιατί;

-.-.-

Είναι περίπου δέκα το πρωί και το πλοίο πλησιάζει στον Εύδηλο με κατεύθυνση τον Πειραιά. Κάθομαι στο καφενείο και παρακολουθώ πλήθη υποψήφιων ταξιδιωτών να συνωθούται μάταια έξω από το κλειστό πρακτορείο τύπου ψάχνοντας για εφημερίδες και περιοδικά. Περασμένες έντεκα πια, την ώρα που όλοι έχουν επιβιβαστεί και ετοιμάζονται να λύσουν τους κάβους, δεν κυκλοφορεί ψυχή στην πλατεία. Από μια άκρη εμφανίζεται ο μαγαζάτορας, ξεκλειδώνει και αρχίζει ανόρεχτα να βγάζει σταντ με περιοδικά και (χτεσινές) εφημερίδες. Μπαίνω πρώτος πρώτος για τη χτεσινή εφημερίδα μου και από πίσω μπαίνει ένας τύπος γεμάτος απορίες.

- Καλά ρε, λέει στο μαχμουρλή μαγαζάτορα, γιατί δεν ανοίγεις το πρωί που έρχεται όλος ο κόσμος πριν το βαπόρι και ψάχνει εφημερίδα και ανοίγεις τώρα; Θα είχες ξεπουλήσει τόση ώρα!
- Για σένα το κάνω, ρε Μπάμπη. Άμα τυχόν ξεπούλαγα εσύ τι θα ΄παιρνες τώρα; μουρμουράει ο μαγαζάτορας ενώ μου δίνει ατάραχος τα ρέστα.

-.-.-

Δυο αδέλφια κάθονται να μοιράσουν τα χωράφια που τους άφησαν οι γονείς τους. Τα συζητάνε όλο το πρωί, καταλήγουν κάπου, τα συμφωνούνε και κανονίζουν να πάνε την άλλη μέρα στο συμβολαιογράφο να υπογράψουν – το μεσημέρι γυρίζει ο καθένας σπίτι του. Το απόγευμα ο ένας πάει και βρίσκει τον άλλον.

- Το ξανασκέφτηκα, του λέει, και θέλω και εκείνο το χωραφάκι στα χαμηλά, στο ρέμα, για να βάλω τα μελίσσια.
- Γιατί ειδικά αυτό; ρωτάει ο άλλος.
- Ε, να, σκέφτηκα πως θα ανεβαίνουν οι μέλισσες προς το βουνό να βοσκήσουν στα πεύκα.
- Και λοιπόν;
- Ε, είπα στην επιστροφή που θα είναι φορτωμένες, να είναι κατήφορο για να ‘ρχονται πιο ξεκούραστα.

-.-.-

Η μάνα μου έχει πάει την κλασική επίσκεψη στο νεκροταφείο της Ακαμάτρας και αφού τελειώνει με τους άμεσα συγγενικούς τάφους, παίρνει το λάστιχο του ποτίσματος και αρχίζει να πλένει και να ποτίζει διάφορους άλλους πιο πέρα. Το λάστιχο φιδοσέρνεται ανάμεσα στους τάφους και παίρνει παραμάζωμα γλάστρες, καντήλια και σταυρούς αβέρτα. Η καταστροφή συντελείται ωστόσο έξω από το οπτικό πεδίο της μάνας μου, οπότε συνεχίζει ακάθεκτη με κατεύθυνση μια μαυροφορεμένη χήρα παραδίπλα (στην οποία σκοπεύει να παραδώσει το νερό). Η χήρα (που δεν θέλει να ποτίσει τίποτα) βάζει τις φωνές προσπαθώντας να προστατέψει κάτι χρυσάνθεμα που έχει μόλις φυτέψει στον τάφο του μακαρίτη. Τρέχω να μαζέψω τη μάνα μου πριν δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο, της πετάω το λάστιχο και γλυτώνω τα λουλούδια στο παρά τρίχα. Ατυχώς ενώ απομακρυνόμαστε η μάνα μου θυμάται να περιμαζέψει το λάστιχο από κάτω και με μια αποφασιστική κίνηση το τραβάει προς το μέρος της. Το λάστιχο λειτουργεί ως δρεπανηφόρο άρμα ξεπατώνοντας ολοσχερώς τα χρυσάνθεμα, πάντα εκτός οπτικού πεδίου της μάνας μου. Η χήρα ξεσπάει σε γοερές, απελπισμένες κραυγές και η μάνα μου χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει μουρμουρίζει:

- Την κακομοίρα... Έχασε τον άνθρωπό της και τώρα βάζει άξαφνα τα κλάματα στα καλά του καθουμένου... Τι να της πεις...

-.-.-

Η θεία έρχεται επίσκεψη ένα απόγευμα. Της βγάζουμε γλυκό και καφέ – μια φαϊδόνα περιτριγυρίζει λαίμαργα το γλυκό.

- Πολλή φαϊδόνα φέτος, λέει ο πατέρας μου.
- Είναι που δεν έβρεξε το Μάη να τις χαλάσει κι έχει γεμίσει ο τόπος, εξηγεί η θεία.
- Έχει και πολλά ποντίκια, συμπληρώνει τις περιβαλλοντικές παρατηρήσεις ο μπαμπάς.
- Α, άλλο αυτό, συνεχίζει να εξηγεί η θεία. Αυτά τα αμολάνε οι οικολόγοι.

-.-.-

Το πανηγύρι στους Βρακάδες βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά η παρέα αποσυντίθεται ελαφρώς και οι τρεις εναπομείναντες μπάκουροι αποφασίζουμε να φύγουμε κατά τις τεσσεράμισι. Ενώ βαδίζουμε προς το παρκαρισμένο (πολύ μακριά) αμάξι, ακούμε μια φωνή από τα σκοτάδια:

- Ψιτ, ρε μόρτη, μήπως πάτε κατά Εύδηλο μεριά;
- Εύδηλο πάμε, ρε μόρτη, του απαντάω στον ίδιο τόνο, σάλτα μέσα.

Κάνουμε μερικά βήματα και γυρίζω να τον κοιτάξω. Δεν είναι ο κρούβαλος που φαντάστηκα αρχικά, είναι ένας τύπος αρκετά άνω των πενήντα, ασπρομάλλης, με βερμούδα παραλίας και φανελάκι. Δείχνει εντελώς λιώμα. Μας εξηγεί ότι έχασε τα κλειδιά του. Ύστερα ρωτάει αν είναι μακριά το αμάξι. Τον ρωτάμε πώς το έπαθε.

- Τι να σου πω, ρε μόρτη, ήμουνα στο πανηγύρι και μετά ήπια, χόρεψα, τρελάθηκα σου λέω. Κι ύστερα έχασα τον κόσμο - τα έχασα όλα. Είναι μακριά το αμάξι;
- Δηλαδή τι ακριβώς έχασες;
- Ε, κλειδιά, λεφτά, κάρτες, ταυτότητες... Όλα... Κοντεύουμε στο αμάξι;
- Κοντεύουμε, γιατί ρωτάς;
- Ε, να... έχασα και τα παπούτσια και δυσκολεύομαι λίγο ξυπόλητος...

-.-.-

Η παρέα κάθεται στο καφενείο του Αυγά. Μέλος της, γνωστός μπλόγκερ (και δεινός ιστιοπλόος), αρκούντως ευτραφής. Παραγγέλνει εμφατικά χυμό, καφέ με πολύ γάλα και τοστ τυρί-ζαμπόν αλλά χωρίς ντομάτα στην κάπως σαστισμένη γκαρσόνα.

- Χωρίς ντομάτα, κατάλαβες;
- Αμέ!
- ΧΩΡΙΣ ντομάτα, ε;
- Ναι, ναι.


Λίγα λεπτά αργότερα έρχεται ο χυμός, ο καφές (χωρίς γάλα, αλλά αυτό διορθώνεται) και ένα τόστ τίγκα στη ντομάτα. Ο μπλόγκερ μας κάνει μια άθλια γκριμάτσα και το στέλνει πίσω συστημένο απαιτώντας ένα ολοκαίνουργιο ΧΩΡΙΣ ΝΤΟΜΑΤΑ. Οι ωραίες της παρέας αναρωτιούνται προς τι τόση σιχασιά στη ντομάτα. Τότε ο μπλόγκερ δείχνει την (ευμεγέθη, οπωσδήποτε) κοιλιά του και εξηγεί:

- Γιατί όποτε πάρω με ντομάτα, στάζει στην κοιλιά μου και γίνομαι χάλια, κατάλαβες;


Αμμουδίτης: κρούβαλος που κατοικεί σε αμμουδερή παραλία. Φαϊδόνα: είδος κοινωνικού υμενοπτέρου (αγριομέλισσας ή σφήκας) που αφθονεί στην Ικαρία. Τα ποντίκια αφθονούσαν και πριν την έλευση των οικολόγων. Το τοστ στον Αυγά είναι μεγάλο must, αλλά η ντομάτα είναι προαιρετική, πιστεύω.

3/8/09

Σχετικά με την ακρίβεια στην επιστήμη (Χ.Λ. Μπόρχες)

...Σ’ εκείνη την Αυτοκρατορία, η Τέχνη της Χαρτογραφίας άγγιξε τόση Τελειότητα, ώστε ο Χάρτης μιας και μόνης Επαρχίας καταλάμβανε μια Πόλη ολόκληρη, και ο Χάρτης της Αυτοκρατορίας, μια Επαρχία ολόκληρη. Με τον καιρό, αυτοί οι Εκτεταμένοι Χάρτες έπαψαν να ικανοποιούν, και τα Κολέγια των Χαρτογράφων ανέπτυξαν ένα Χάρτη της Αυτοκρατορίας που είχε το Σχήμα της Αυτοκρατορίας και συνέπιπτε με αυτήν, σημείο προς σημείο. Λιγότερο παθιασμένοι με τη Σπουδή της Χαρτογραφίας, οι Επόμενες Γενεές σκέφτηκαν πως αυτός ο Εκπεπταμένος Χάρτης ήταν άχρηστος και, όχι εντελώς άκαρδα, τον εγκατέλειψαν στο Έλεος του Ήλιου και των Χειμώνων. Στις Ερήμους της Δύσης υπάρχουν ακόμα χαλάσματα του Χάρτη. Τον κατοικούν Ζώα και Ζητιάνοι. Σε ολόκληρη τη Χώρα, δεν υπάρχει κανένα άλλο ίχνος της Επιστήμης της Γεωγραφίας.

Σουάρεθ Μιράντα, Ταξίδια συνετών ανδρών
Βιβλίο Δ’, Κεφ. ΙΔ’, Λέριδα, 1658


ΣΣ: ... για την ακρίβεια, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας: Και τα Λοιπά (1935), ελληνική απόδοση Αχιλλέα Κυριακίδη (Άπαντα Πεζά, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα).