ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/8/10

Egg stories

Μινιμαλιστικό γκράφιτι μέσα σε καμπίνα αποδυτηρίων στη Μεσαχτή, Αύγουστος 2010.

Οι πρώτες αεροπορικές πτήσεις για Ικαρία (εξαιρουμένης της γνωστής αποτυχίας του Ίκαρου) πραγματοποιήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '90, μετά την κατασκευή του αεροδρομίου στο Φάρο. Πολλοί Καριώτες, ειδικά μεγαλύτερης ηλικίας, δεν είχαν προγενέστερη εμπειρία αεροπορικού ταξιδιού, κι έτσι ο παππούς που μπήκε μια μέρα στο αεροπλάνο από το Ελληνικό (τότε) για Ικαρία ευρισκόμενος σε ιδιαίτερα εμφανή ανησυχία δεν προβλημάτισε και πάρα πολύ το πλήρωμα, παρά τις διαρκείς επικλήσεις των θείων, τις απορίες του για το χώρο, τα καθίσματα, την αεροσυνοδό, κλπ. Η ανησυχία του κορυφώθηκε κατά την απογείωση, αλλά καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε ύψος χωρίς προβλήματα και στη συνέχεια πετούσε χωρίς αναταράξεις, σιγά σιγά ησύχασε, με τη βοήθεια και των υπολοίπων επιβατών που τον καθησήχαζαν ότι όλα βαίνουν καλώς και κατ' ευχήν και πολύ σύντομα θα φτάσουν.

Κάπου στη μέση της διαδρομής, ακούγεται η φωνή του πιλότου από τα μεγάφωνα να λέει τα συνηθισμένα, δηλαδή ότι ο πιλότος κύριος Τάδε και το πλήρωμα σας καλωσορίζουν στην πτήση Δείνα της Ολυμπιακής, ότι ο καιρός στην Ικαρία είναι καλός (καλοκαίρι ήτανε), ότι πετάμε στις τόσες χιλιάδες πόδια, και ότι αριστερά βλέπετε την Τήνο και τη Μύκονο και δεξιά την Πάρο και τη Νάξο...

Και τότε ακούγεται ο παππούς:

- Βρε μπροστά σου κοίταααααα....

-.-.-


Γνωστός συγγραφέας διηγείται (αλλά η ιστορία έχει περάσει από πολλά στόματά και η ακρίβειά της ελέγχεται) ότι κάποτε σε ψαροταβέρνα της βορείου πλευράς ο ιδιοκτήτης είχε ένα φαγκρί πολύ μεγάλο - τόσο που καμμιά παρέα δεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε να τους το ψήσει χωρίς να του περισσέψει. Το φύλαξε λοιπόν στην κατάψυξη, αλλά η χρονιά πέρασε με σχετικά μικρές παρεούλες και το φαγκρί ξεχάστηκε, και κάπως έγινε και πέρασε και η επόμενη χρονιά χωρίς να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Μια ακόμα χρονιά αργότερα, εμφανίστηκε μια όντως πολύ μεγάλη παρέα Γερμανών για ψάρι, και ο ιδιοκτήτης ξέθαψε το φαγκρί βαθείας καταψύξεως, το έψησε και το σέρβιρε στους ενθουσιασμένους βόρειους. Μετά έκατσε μαζί τους, κέρασε μερικά κρασάκια, ήρθε κι αυτός στο κέφι και άρχισε να τους διδάσκει λέξεις και φράσεις στα ελληνικά: αυτός έλεγε τη φράση κι εκείνοι επαναλάμβαναν εν χορώ μέσα στη γενική ευθυμία.

Οι υπόλοιποι πελάτες, ελαφρώς έκπληκτοι, άκουσαν κάποια στιγμή ένα γερμανικό πλήθος να σηκώνει τα ποτήρια και να αναφωνεί (με κάποιο προβληματάκι σε μερικά σύμφωνα, είναι αλήθεια) μέσα στην καλή χαρά:

- Φάγαμε φαγκγί πγοπέγσινο!

Κι ύστερα ήπιαν όλοι μαζί στην υγειά του μαγαζάτορα.

-.-.-


Αν και η ιστορία δεν συνέβη ακριβώς έτσι, η συλλογική μνήμη την έκανε λίγο καλύτερη αφηγηματικώς, οπότε προτιμώ να αφηγηθώ την πιο διαδεδομένη εκδοχή αντί της πραγματικής. Σύμφωνα με αυτήν, στην ίδια ευρύτερη συνάθροιση υπάρχουν δύο άγνωστοι μεταξύ τους τύποι που όμως κάνουν το ίδιο επάγγελμα. Κάποιος κοινός γνωστός το επισημαίνει και σπεύδουν να γνωριστούν. Λέει λοιπόν ο πρώτος το όνομά του, αυτοσυστηνόμενος:

- Πελοπίδας.

Και συμπληρώνει:

- Το πρωί Πέλος, το βράδι Πήδας...

Ατάραχος ο άλλος, συστήνεται με τη σειρά του:

- Κυριάκος.

Και συμπληρώνει κι αυτός:

- Το πρωί Κύριος, το βράδυ Ράκος...

-.-.-


Με αφορμή την προηγούμενη ιστορία, κάποιος θυμήθηκε μια άλλη κάπως σχετική (που επίσης δεν έγινε ακριβώς έτσι, αλλά τι σημασία έχει τώρα, δε θα κολλήσουμε στις λεπτομέρειες). Το σκηνικό έλαβε χώρα σε ένα υπερυψωμένο παραλιακό μπαρ, χτισμένο πάνω σε κάτι απόκρημνα βράχια. Δυο κοπέλες δέχονται ένα όχι πολύ διακριτικό φλερτ από παρέα Ικαρίων της αλλοδαπής, δεύτερης γενιάς μάλλον. Ένας από την παρέα, καριωτοαμερικάνος και γνωστός των κοριτσιών σπεύδει να συστήσει τους λοιπούς, και αν και αυτές δε φαίνεται να πολυενθουσιάζονται με τη γνωριμία, κάποιος άλλος από την παρέα, καριωτοαυστραλός, αναλαμβάνει αυτοβούλως να πλασαριστεί λέγοντας ότι είναι από την Αυστραλία και είναι σαν τα καγκουρώ: όλο πηδάει, πηδάει, πηδάει...

Η μία από τις κοπέλες αρχίζει αμέσως να σφαλιαρώνει στην ψύχρα τον (έντρομο) ελληνοαμερικάνο κοινό γνωστό που τρέχει να κρυφτεί, ενώ η άλλη κρατάει για λίγο το κεφάλι της και μετά γυρίζει και λέει πολύ σοβαρά στο επίδοξο καγκουρώ:

- Πρόσεχε όμως μην παραπηδήξεις, γιατί είναι γκρεμός από κάτω και βλέπω να δυσκολεύονται να σε μαζέψουν ύστερα.

-.-.-


Κατασκηνωτής στη Μεσαχτή (όχι υποχρεωτικά γκρούβαλος) ετοιμάζεται να στρίψει ένα τρίφυλλο παρά θιν' αλός. Βγάζει λίγο καπνό από ένα σακουλάκι, απλώνει και δυο-τρία κομματάκια σοκολάτα (Σ.Σ. κατεργασμένη κάνναβη, χασίς) σε μια παρακείμενη πετρούλα, κολλάει δυο χαρτάκια μεταξύ τους και ανακαλύπτει ότι το κουτάκι δεν έχει άλλο χαρτάκι. Μπαίνει στη σκηνή για να βρει, αλλά στο μεταξύ ο σκύλος από τη διπλανή παρέα πλησιάζει τα εκτεθειμένα σύνεργα και με μια μια μαεστρική γλωσσιά τσιμπάει τη σοκολάτα και επιστρέφει στην παρέα του. Ο κατασκηνωτής βγαίνει από τη σκηνή με ένα τρίτο χαρτάκι ανά χείρας, το κολλάει κάθετα στα άλλα δύο, και σπεύδει να στρίψει το τριφυλλάκι, ανακαλύπτωντας όμως την έλλειψη του πιο κρίσμου συστατικού. Ψάχνει την άμμο κοντά στην πετρούλα (μάταια), τσεκάρει τον άνεμο (ελάχιστος), κοιτάζει καχύποπτα τις διπλανές παρέες, και εν τέλει ξαναχώνεται στη σκηνή.

Λίγη ώρα αργότερα εμφανίζεται ο ιδιοκτήτης του σκύλου που τόση ώρα κολυμπούσε. Παρατηρεί ότι αντίθετα με τα αναμενόμενα ο σκύλος δεν έτρεξε να τον υποδεχτεί ως συνήθως, αλλά κάθεται μισοκοιμισμένος. Του πετάει διάφορα μπαλάκια για να παίξει, αλλά ο σκύλος αδιαφορεί. Έρχονται κάτι άλλοι σκύλοι κοντά, αλλά αυτός παραδόξως δεν αντιδρά καθόλου. Ο ιδιοκτήτης του είναι βαθύτατα προβληματισμένος από τη συμπεριφορά του, και αναρωτιέται μεγαλοφώνως τι να έχει πάθει αυτός ο σκύλος στα καλά του καθουμένου.

Την ίδια ώρα ο κατασκηνωτής ξαναβγαίνει από τη σκηνή, με ένα δεύτερο κομματάκι προϊόντος (προφανώς είναι φορτωμένος πράμα). Το ακουμπάει στην ίδια πετρούλα και ετοιμάζεται να στρίψει το μπάφο του χαζεύοντας τα κύματα όταν ο σκύλος ξαφνικά ανασταίνεται και πλησιάζει την πετρούλα. Ο κατασκηνωτής αρπάζει το σκούρο τεμάχιο σχεδόν μέσα από τα δόντια του σκύλου που μένει να τον κοιτάζει ικετευτικά. Γυρίζει τότε στον έκπληκτο ιδιοκτήτη και του λέει ελαφρώς τσαντισμένος:

- Τι να 'χει πάθει ρε φιλαράκι, δεν τόνε βλέπεις; Πήγαινέτονε για απεξάρτηση καλύτερα...

-.-.-


Στην Ακαμάτρα πραγματοποιείται εκδήλωση "ρεφενέ" για την οικονομική υποστήριξη φυλακισμένου συγχωριανού, καταδικασμένου ως μέλους της 17 Νοέμβρη. Στα πλαίσια της υποστήριξης πρόκειται να κληρωθεί σε λίγες μέρες και ένα ομολογουμένως συμπαθέστατο ιστιοφόρο-μινιατούρα που κατασκεύασε ο φυλακισμένος με ευτελή υλικά στη φυλακή (όπου άλλωστε έχει μια ζωή μπροστά του μέχρι να εκτίσει την ποινή του - κυριολεκτικά). Μερικοί εθελοντές περιφέρονται και πωλούν λαχνούς, ένας εξ' αυτών πλησιάζει κάποιον παρατυχόντα που αγοράζει ένα λαχνό. Ο εθελοντής ζητάει το όνομα και το τηλέφωνο του παρατυχόντος για να τον εντοπίσει σε περίπτωση που κερδίσει. Ο παρατυχών μάλλον δεν αιθάνεται και πολύ άνετα στην ιδέα να πει το όνομά του, και αντ' αυτού λέει το όνομα "Χρυσοχοΐδης". Ο εθελοντής δεν συσχετίζει την απάντηση με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη (άλλοτε Δημοσίας Τάξεως) και προχωράει στο παρασύνθημα ζητώντας επιπλέον και το τηλέφωνο. Ο άλλος συνεχίζει την πλάκα λέγοντας τον αριθμό "100". Κάπου εκεί ο εθελοντής αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και εκφράζει την απορία πώς θα τον βρούνε τον τύπο σε αυτό το νούμερο. Και ο άλλος απαντάει συνωμοτικά:

- Μη σε νοιάζει φιλαράκι, αφού είμαι ο Χρυσοχοΐδης, όποιο νούμερο και να πάρεις, εγώ θα σ' ακούσω...

-.-.-


Γνωστός κάπως ευτραφής μπλόγκερ, εσχάτως διαβιών στην αλλοδαπή, παραγγέλενει στον Αυγά τοστ χωρίς ντομάτα (οι λόγοι έχουν αναφερθεί ήδη ενδελεχώς εδώ). Το ακροατήριο απορεί για την επιλογή και ζητάει επιπλέον εξηγήσεις - για να μην τα επαναλαμβάνει για εκατοστή δέκατη έβδομη φορά ο μπλόγκερ μας χρησιμοποιεί μια περιληπτική διατύπωση:

- Γιατί η ντομάτα πάντα καταλήγει στην κοιλιά μου...
- Και πού είναι το πρόβλημα;
ρωτάνε οι άλλοι.

Και ο μπλόγκερ διευκρινίζει:

- ...στην εξωτερική πλευρά.


Σ.Σ. Οι παραπάνω ιστορίες εν πολλοίς δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα - ούτε με αυγά έχουν σχέση, απλά κάποιοι τις αφηγήθηκαν στο καφενείο του Αυγά στον Εύδηλο φέτος το καλοκαίρι. Οι περισσότερες είναι πολλών ετών και ανακυκλώνονται συνέχεια - είναι η ανακύκλωση αυτή που παίρνει ένα μάλλον κοινότοπο γεγονός και το μετατρέπει σε καλή ιστορία κάποτε. Ελπίζω η Ροβυθέ να συμβάλλει σε αυτό με τον τρόπο της, και οι φίλοι που ρήμαξα τις αφηγήσεις τους να μου το συγχωρέσουν...

7 σχόλια:

αράπης είπε...

Αααααααχ... Ωραία ήταν...
Άντε και του χρόνου, να'μαστε καλά !

Nομίζω ότι η καλύτερη ιστορία είναι αυτή με τον Κυριάκο. :)

Περιμένω φωτό στο mail μου. :*

αράπης είπε...

Επίσης, η φωτό της ανάρτησης "τα σπάει" αγαπητέ Ροβιθέ...

LOL !
Ακου "το τραγικό άχτι"...
:D

Β. είπε...

Καλά, με τις φωτό θα το διευθετήσουμε... Όσο για τον Κυριάκο, το αίμα νερό δε γίνεται...

(εμένα μ' αρέσει ο παππούς)

ολα θα πανε καλα... είπε...

φίλε Ροβιθέ,
Όπως σου έχω πει και παλιότερα,με λίγο παραλλαγμένο το γνωστό slogan,αργώ αλλά δεν (σε) ξεχνώ!
Έχω διαβάσει όλες τις πρόσφατες αναρτήσεις σου κατά καιρούς - άλλο αν δεν απαντούσα.Είπα να επιστρέψω στα bloggικά,καθώς μπαίνει σιγά-σιγά το φθινόπωρο και μαζευόμαστε.
Απ όλες τις ιστορίες της πιο πρόσφατης ανάρτησης γέλασα με τα λόγια του παππού προς τον πιλότο(!),αλλά και οι άλλες ήταν πολύ καλές.
Θα τα λέμε,καλό φθινόπωρο και να σαι καλά!

Ορειβατικός Πεζοπορικός Σύλλογος Ικαρίας είπε...

Χεχεχε, πολύ καλές ιστορίες. Μπήκα στον πειρασμό να αρχίσω κι εγώ να λέω. Ένα χρόνο είχα μαστόρια στην οικοδομή (ουφ τέλειωσε) και δούλευα κι εγώ μαζί τους κάθε μέρα. Τι ιστορίες, τι καλαμπούρια, τι ατάκες άκουσα!
Επίτρεψε μου μόνο μία σύντομη. Ο σκεπάς που έβγαζε τα παλιά κεραμίδια για να τα αλλάξουμε (πολύ παλιό το σπίτι) κάθε φορά που ανακάλυπτε ποντικοφωλιά (κι ήταν πολλές), φώναζε "ώπα, κι άλλο αρχείο!" και γέμιζε το ζεμπίλι για τα μπάζα με φύλλα, χαρτιά και κομμάτια από σακούλες με τα οποία υλικά τα ποντίκια συνηθίζουν να φτιάχνουν τις φωλιές τους.
Στο διάλειμμα μας διηγήθηκε. "Στο σπίτι του μακαρίτη του τάδε (ενός παλιού αριστερού) που ξαναφτιάχναμε τη σκεπή τα ποντίκια είχαν κάνει λουρίδες στοίβες ολόκληρες από Κομμουνιστικές Επιθεωρήσεις και Ριζοσπάστες και τις είχαν κάνει φωλιές. Η κόρη του μόλις τις είδε, συγκινημένη φώναξε: "Άχου τα αρχεία του μπαμπά! Που τα ψάχναμε και δεν τα βρίσκαμε και λέγαμε πως μας τα κλέψανε!"

Ωραίο το Αλακτήριον (σε βυζαντινή γραφή :p). Είναι ορίτζιναλ νεοκαριώτικη αυτή η λέξη; Πρώτη φορά την άκουσα πριν χρόνια από κάτι παιδιά. Δεν την είχα ξανακούσει κι από τότε έτσι το λέμε.

Β. είπε...

Περιμένω, Γωγούλα, καλό φθινόπωρο και σε σένα.

ολα θα πανε καλα... είπε...

το υποκοριστικό με γλύκανε και το είχα ανάγκη.Να σαι καλά,Ροβυθέ,καλό φθινόπωρο σε όλους μας!