ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


22/9/10

Παραπληροφόρηση

Renault: And what in Heaven's name brought you to Casablanca?
Rick: My health. I came to Casablanca for the waters.
Renault: The waters? What waters? We're in the desert.
Rick: I was misinformed.


Καθόμαστε στο van der Weeff του Λέιντεν, κοιτάζοντας το μεγάλο ανεμόμυλο που είναι σήμερα μουσείο, δίπλα σε ένα κανάλι που η μία όχθη του γράφει παλαιό Vest και η άλλη παλαιό Singel, και τα πάμφτωχα ολλανδικά μου δεν μου επιτρέπουν να καταλάβω ακριβώς γιατί, αν και μπορεί να σημαίνει ότι η μία όχθη έχει δρόμο δίπλα της ενώ στην άλλη τα οικήματα φτάνουν μέχρι το νερό. Οι συνδαιτημόνες έχουν βγάλει τα λάπτοπ και μοντάρουν ψηφιακές φωτογραφίες για ένα αποχαιρετιστήριο άλμπουμ που ετοιμάζουν ως δώρο για τους αποχωρούντες καθηγητές του τομέα μας. Την Παρασκευή έχουμε αποχαιρετιστήριο δείπνο, κατ' ευφημισμόν πάρτυ, για τον Πωλ που αναλαμβάνει καθήκοντα αρχές Οκτώβρη στο Κέμπριτζ και για τον Μπας που ήδη ανέλαβε προ ημερών σε ένα άλλο ολλανδικό πανεπιστήμιο στην ενδοχώρα.

Οι παλιοί τους συνεργάτες καταφτάνουν για το αποχαιρετιστήριο συμβάν από διάφορα μέρη: απέναντί μου κάθεται ο μόνος Ολλανδός της παρέας, πλαισιωμένος από μια Πορτογαλίδα και μια Φινλανδέζα που υποδεικνύουν τις κατάλληλες εικόνες, ενώ δίπλα μου ένας γαλλόφωνος Ελβετός έχει ανοίξει το δικό του υπολογιστή και σκαλίζει κάτι νούμερα. Στο τραπέζι υπάρχουν ακόμα δύο μπύρες (των αγοριών), δύο cider (των κοριτσιών) και ένα ποτήρι κρασί (δικό μου). Αν και ο Έλληνας της παρέας είναι ο τελευταίος που εμφανίστηκε χρονολογικά στο εργαστήριο, και μάλιστα τόσο πρόσφατα που να μην έχει προλάβει να αποκτήσει κανενός είδους προσωπική σχέση με οποιονδήποτε από τους δύο καθηγητές, δεν χάνει ευκαιρία να συνευρεθεί με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι με την πολυεθνική (άρα μειωμένης ολλανδικότητας, άρα ομιλούσα σε συνεννοήσιμη γλώσσα) παρέα.

Βέβαια το αναμνηστικό άλμπουμ δεν είναι ακριβώς κάτι στο οποίο θα μπορούσα να συμβάλλω, μη έχοντας κοινές αναμνήσεις με τα τιμώμενα πρόσωπα. Οι κοπέλες κοιτάνε την οθόνη λέγοντας "θυμάσαι εκείνη τη φορά που..." ή "αυτός δεν είναι ο..." ή "κοίτα πόσο άλλαξε ο...". Κοιτάω κι εγώ διάφορες άγνωστες φάτσες που παρέλασαν από το εργαστήριο τα προηγούμενα χρόνια και τώρα έχουν πάρει το δρόμο τους, και το ενδιαφέρον μου βέβαια ατονεί καθώς αισθάνομαι λίγο υποκλοπέας στιγμών ενός αλλότριου παρελθόντος, πιο ενδιαφέροντος βέβαια από τα νούμερα του γαλλοελβετού, αλλά και πάλι κάπως αδιάφορου. Πού και πού κάνω καμμιά διευκρινιστική ερώτηση για να συμμετέχω στην κουβέντα, πού και πού μου κάνουν καμμιά πάσα "εσύ τι χρώμα λες να βάλουμε στο φόντο;", δίνω κάτι συμβουλές που δεν εισακούονται, κι ύστερα βάζουν ως τίτλο κάτι σαν "For old times' sake" που κάποιος παρατηρεί ότι είναι μια από τις ατάκες της Ίγκριντ Μπέργκμαν στην "Καζαμπλάνκα".

Αν και δεν είμαι μεγάλος φαν του Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ (σε αντίθεση με τον πατέρα μου που έχει απομνημονεύσει πάμπολλες ταινίες της δεκαετίας του '50 και με εκπλήττει ενίοτε ξεφουρνίζοντας διαλόγους από κλασικά φιλμ), θυμάμαι μέσες άκρες το στόρυ της ταινίας και μερικές χαρακτηριστικές ατάκες. Σηκώνω το ποτήρι μου λοιπόν πίνοντας "στην αρχή μιας υπέροχης φιλίας" ως σχόλιο σε μια φωτογραφία που δείχνει τους δύο καθηγητές να πορεύονται αγκαλιασμένοι σχεδόν, και μετά οι άλλοι συζητάνε αν πρέπει να γράψουν κάτω από μια άλλη φωτογραφία που δείχνει τον Πωλ με ένα ποτήρι κρασί κάτι σαν "Here's looking at you, kid", αλλά το απορρίπτουν διότι δεν ταιριάζει και τόσο με τα εικονιζόμενα πρόσωπα.

Κάποια στιγμή ολοκληρώνουν το έργο τους και γινόμαστε λίγο πιο παρέα. Παίρνει σιγά σιγά να βραδιάζει, απέναντι βγαίνει ένα σχεδόν γεμάτο φεγγάρι και τα φώτα στο κανάλι ανάβουν. Κουβεντιάζουμε λίγο περισσότερο με τη Φινλανδέζα, δεδομένου ότι γνωριστήκαμε μόλις σήμερα - εκείνη έφυγε από το εργαστήριο κάποιους μήνες πριν φτάσω εγώ. Με ρωτάει πώς μου φαίνεται - της λέω ειλικρινά ότι θα ήθελα να δω και τη χειμωνιάτικη όψη πριν εκφέρω κρίση. Τη ρωτάω πώς βρέθηκε εκείνη εδώ αρχικά, και μου λέει με σοβαρό ύφος ότι ήρθε λόγω του καιρού (because of the weather). Το παίρνω τοις μετρητοίς σκεπτόμενος ότι ίσως στο Ελσίνκι έχει πιο πολύ κρύο αλλά μου εξηγεί ότι ήταν στην Αγγλία πριν, δηλαδή μία ή άλλη, κι ότι η λέξη που είπε δεν ήταν "weather" (καιρός) αλλά "water" (νερό). Παίρνω το ύφος του εμβριθούς ηλίθιου μέχρι που ο Ολλανδός και η Πορτογαλίδα συμπληρώνουν τις ατάκες που λείπουν (διότι όλος ο διάλογος είναι επίσης από την Καζαμπλάνκα), και αντιλαμβάνομαι με καθυστέρηση φάσης το αστείο.

- Σε παραπληροφόρησαν, λοιπόν, συμπεραίνω.
- Ναι, κι εσένα;

Τώρα εγώ υποτίθεται πρέπει να απαντήσω κάτι πνευματώδες, οπότε σκέφτομαι να πω ότι ήρθα για ορειβασία στα βουνά της Ολλανδίας, αλλά κάποιος παρεμβαίνει και αλλάζει το θέμα της κουβέντας και το πράγμα ξεχνιέται. Μιλάμε λίγο για επιστήμη, λίγο για το ολλανδικό τραγουδάκι που θα τραγουδήσουμε (κι εγώ) ως έκπληξη στο αποχαιρετιστήριο δείπνο, για το "Τέλος εποχής" του εργαστηρίου, για το ολλανδικό φθινόπωρο που έρχεται από αύριο και επίσημα, για τις προοπτικές του καθενός από εμάς στο άμεσο και το απώτερο μέλλον. Παρατηρώ ότι όπως κι εγώ, κανένας από τους άλλους δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα μακροπρόθεσμα σχέδια. Νυχτώνει σιγά σιγά - η ολλανδική ώρα του δείπνου έχει περάσει και σηκωνόμαστε να φύγουμε. Ο Ολλανδός πάει για το σπίτι του, τα άλλα έθνη λένε να πάνε για νούντλς σε ένα ασιατικό φαστ-φουντ, επιλογή που δε με συναρπάζει ιδιαίτερα και αποφασίζω να αφιερώσω το υπόλοιπο της βραδιάς σε κρασί και ιστολόγιο, μάλλον. Οι κοπέλες μου λένε ότι θα κάτσουν να δουν την Καζαμπλάνκα στο DVD μέχρι να τις πάρει ο ύπνος, που δε θα αργήσει, όπως τις κόβω.

Αποχαιρετιόμαστε στο γεφύρι του παλιού Singel - αποφασίζω να περιπλανηθώ λίγο στα στενά και να πάω σπίτι από τους παράδρομους αντί για την μεγάλη οδό με τα μαγαζιά. Σκαρφαλώνω τα 77 σκαλοπάτια μου με κάποια δυσκολία - στο παράθυρο της κουζίνας προβάλλει το φεγγάρι στο σχεδόν νυχτερινό πια ουρανό. Δεν ξέρω αν με παραπληροφόρησαν, αλλά έχω μια αίσθηση πως για την ώρα μάλλον αξίζει τον κόπο.


Το φεγγάρι πάνω από τις στέγες του Λέιντεν, κάπου γύρω από τη φθινοπωρινή ισημερία του 2010.

17/9/10

Tο κατά Idom ευαγγέλιο (αναδημοσίευση)


Ο Idom συμβουλεύει τον Ροβυθέ σε ζητήματα διαπολιτισμικής βιοπληροφορικής.


(αντιγράφω ολόκληρο το σχόλιο του Idom στην ανάρτηση με τίτλο "Ένας δύσκολος μήνας" διότι χαραμίζεται αν μείνει θαμμένο στα σχόλια):

Γκχμμ...

Φοβάμαι ότι θα είμαι παράταιρος στο λεπτεπίλεπτο, ρομαντικό και εστέτ κλίμα τής ανάρτησης, αλλά η ψυχολόγα μου μού λέει να μην καταπιέζω τον αυθορμητισμό μου.

Όσο λοιπόν προχωρούσα στην ανάγνωση ένοιωθα τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να υλοποιείται δίπλα μου και να παροτρύνει "Χούφτωσ' την, χούφτωσ' την!".
Η προτελευταία παράγραφος μάς άφησε σύξυλους.

Μόλις συνήλθε λίγο ο Παπαγιαννόπουλος, με ρώτησε:
"Τώρα γιατί το έκανε αυτός αυτό;"
Idom: "Πού να ξέρω εγώ;"
Δ.Π.: " Μπλόγκερ δεν είσαι;"
Idom: "Ναι, αλλά πρακτικά το έχω κλείσει..."
Δ.Π.: "Ε, μπλόγγερ δεν ήσουν;"
Idom: "Ξέρετε, δεν είναι όλοι οι bloggers ίδιοι."
Δ.Π.: "Δε μού λες; Τώρα γιατί το έκανε αυτός αυτό;"
Idom: "Δεν..."
Δ.Π.: "Έτσι κάνετε όλοι οι μπλόγκερς;"
Idom: "Ε, όχι σάς είπα. Άλλωστε..., ξέρετε..., στην εποχή μας αυτός ο ωμός σεξισμός, δεν..."
Δ.Π.: "Ο ποιος;;;"
Idom: "Ο ωμός σεξισμός..."
Δ.Π.: "Άκουσα τι είπες! Το χούφτωμα είναι ωμός σεξισμός;"
Idom: "Ε, όσο να..."
Δ.Π.: "Άιντε, άιντεεε... Καλά, και όταν θες να χουφτώσεις, πώς το λέτε; Για να μην είναι ωμός;"
Idom: "Μα..."
Δ.Π.: "Δεν χουφτώνετε εσείς;"
Idom: "Εεεεμ..."
Δ.Π.: "Άιντε, άιντε..."
Idom: "Ε, καλά, μπορεί να μην ήθελε στην συγκεκριμένη περίπτωση."
[Ο Δ.Π. με κοίταξε με μία από τις γνωστές του εκφράσεις.]
"Εκτός αυτού είναι Καριώτης. Μία φίλη μου Καριώτισσα μού έχει πει ότι ο σωστός Καριώτης βάζει πρώτα τον ύπνο και μετά το... τσιλιμπούρδισμα."
[Ο Δ.Π. συνέχισε να με κοιτάει με την γνωστή γκριμάτσα.]
Idom: (μουρμουρίζοντας) "Ναι, εντάξει, άκυρο..."
[Παύση]

"Ίσως δεν τού άρεσε επειδή ήταν αλλόθρησκη."
Δ.Π.: [κοιτώντας με καχύποπτα.]
"Τότε, γιατί έχει διαβάσει το Κοράνι;
Idom: "..."
[Προσπάθησα να αλλάξω κουβέντα.]
"Ο κύριος Κωνσταντάρας γιατί δεν είχε χουφτώσει την δεσποινίδα Βαλσάμη;"
Δ.Π.: "Άλλος εκείνος... Τουλάχιστον εκείνος χλιμίντριζε."
Idom: "Ε, ίσως και ο Ροβυθές..."
Π.Δ.: "Χλιμιντρίζει και αυτός;"
Idom: "Τι να σάς πω;..."
[Παύση.]

Π.Δ.: "Μήπως είναι φανατικός κρυφομουσουλμάνος;"
Idom: "Ο Ροβυθές;;;”
Π.Δ.: “Ναι.”
Idom: "Γιατί το λέτε αυτό;"
Π.Δ.: "Λέω... Μήπως τού φάνηκε πολύ ξεπεταγμένη η κοπέλα και απρεπής για το Ισλάμ."
Idom: [Το σκέφτηκα.] "Τώρα που το λέτε. Ίσως είναι και κρυπτοτρομοκράτης... "
Π.Δ.: "Και ο άλλος από κάτω γιατί τον σιγοντάρει;"
Idom: "Ποιος;"
Π.Δ.: "Εκείνος στα σχόλια."
Idom: "Α, ο Χριστόφορος; Νομίζω ότι είναι κουλτουριάρης... Ακούει και Pink Floyd!"
[Βλέμμα “με δουλεύεις, τώρα;”, από τον Δ.Π.. Ένιωσα αποκαμωμένος]
“Και στις γαλλικές ταινίες έτσι γίνεται. Το ζευγάρι ενώ θέλει να σμίξει, έχει υπαρξιακά προβλήματα και δεν μπορεί.”
Π.Δ.: "Έχει υπαρξιακά προβλήματα ο Ροβυθές;"
Idom: "Πού να ξέρω;"
Π.Δ.: "Δεν σού έχει πει;"
Idom: "Α, όχι! Ό,τι διαβάζω στο blog του"
[Παύση.]

“Εδώ που τα λέμε, γράφει ότι τον βαραίνει η ξενιτιά. Επίσης ο καιρός. Συνέχεις βρέχει...”
Π.Δ.: "Για αυτό, να χουφτώνει! Κρύο. Καιρός για δύο."
Idom: "Σωστά... Πάντως στις γαλλικές ταινίς που σάς έλεγα."
Π.Δ.: "Έχω δει γαλλικές ταινίες. Το ζευγάρι δεν μπορεί να σμίξει αλλά βγάζουν τα μάτια τους ο καθένας με άλλους."
Idom: "..."
Π.Δ.: "Καλά, και τo Γούντστοκ δεν το ξέρει;"
Idom: "Ο Ροβυθές;"
Π.Δ.: "Όχι, ο άλλος από κάτω. Στα σχόλια."
Idom: "Α... Οι Pink Floyd δεν είχανε παίξει στο Woodstock."
Π.Δ.: "Άιντε, άιντε..."

Σαν το φάντασμα τού Παλιού Άρχοντα στον Άμλετ, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος μού γύρισε την πλάτη και ξεθώριασε.

Idom

16/9/10 10:52 μ.μ.

16/9/10

Γιασεμί στο στόμα

Γιασεμί μετά τη βροχή, φωτογραφία κάποιου χρήστη με το ψευδώνυμο FLORA αλιευμένη από το διαδίκτυο.

Τον τύπο τον ξέρω χρόνια, από παιδί. Τότε έμεναν σε άλλη γειτονιά και για να κατέβει στο γιαλό τραβούσε από το σπίτι του προς την πάνω πλατεία και μετά κατηφόριζε το πλακόστρωτο. Μετά άλλαξαν σπίτι, πήγε προς τη μεριά του σχολείου, σε κάποιο από τα σπίτια πάνω από τον κεντρικό δρόμο. Τώρα για να κατέβει περνούσε από το μονοπάτι δίπλα στο σχολείο, αλλά αντί να προχωρήσει προς το εκκλησάκι του Αη-Νικόλα έστριβε σε κάτι σκαλάκια δεξιά, που έβγαζαν μέσα στα στενά στο ύψος του λιμανιού. Από εκεί ξεμπούκαρε στη βραδινή κίνηση, κρατώντας στο στόμα ένα λουλουδάκι που έκοβε από το γιασεμί στα σκαλάκια.

Φαντάζομαι ότι από πιτσιρικάς θα είχε διαπιστώσει (όπως κι εγώ και άλλα παιδάκια στον καιρό μου) ότι μπορούσε να ρουφήξει το νέκταρ από το λουλουδάκι και να μείνει στη γλώσσα του μια γλυκιά γεύση, κάπως φευγαλέα είναι αλήθεια, αλλά όμορφη. Φαντάζομαι επίσης ότι κάπως έτσι θα άπλωσε για πρώτη φορά ως ενήλικας (σχεδόν, στα τέλη της εφηβείας του ίσως) το χέρι στο συγκεκριμένο γιασεμί, σαν μια ανάμνηση εκείνης της παιδικής γεύσης, και προχώρησε μετά με το γιασεμί ακόμα στο στόμα ή στο χέρι και ανακατεύτηκε με το βραδινό πλήθος της πλατείας.

Κάπως έτσι θα βρέθηκε, χαιρετώντας γνωστούς στα καφενεία και τα ουζερί, με το γιασεμί στο χέρι, μπροστά σε κάποιο κορίτσι που θα του άρεσε, ή απλώς θα ήταν όμορφη, ή και τίποτα από τα δύο, απλά θα πρόσεξε εκείνη το γιασεμί και με τον τρόπο της θα τον έκανε να της το χαρίσει. Και κάπως έτσι θα βρέθηκε επί χρόνια μετά, να κατηφορίζει τα καλοκαιρινά βράδια κρατώντας πάντα ένα γιασεμί, που το χάριζε σε κάποιαν, όχι πάντα στην ίδια, ή καλύτερα σχεδόν ποτέ στην ίδια, εκτός ίσως αν υπήρχε κάποιος βαθύτερος, ιδιαίτερος λόγος - αλλά από όσο τον ξέρω αυτοί οι ιδιαίτεροι λόγοι ήταν σπάνιοι όλα αυτά τα χρόνια, ή δεν βρίσκονταν σε αυτό το χώρο.

Θυμάμαι πάντως εκείνη τη φορά που μια μεγαλούτσικη παρέα γυρνώντας από ένα ξενύχτι αργά τη νύχτα βρήκαν το ψυγείο του (κλειστού) περιπτέρου μπόσικο και καταχράστηκαν κάτι σοκολάτες και κάτι κοκακόλες με σκοπό να τις πληρώσουν βέβαια την επομένη - άλλο αν μετά η κατάσταση ξέφυγε λίγο και έγινε μια μεγάλη χλαπαταγή στο χωριό που έβγαλε βρώμα ότι η νεολαία ήταν ένα μάτσο χασικλήδων με κρίση υπογλυκαιμίας, και κοινά κλεφτρόνια, και έκανε κάτι γονείς και κηδεμόνες και υπερευέξαπτους μεγάλους αδελφούς να ρίχνουν κάτι παραδειγματικά χαστούκια και να βγάζουν εισιτήρια χωρίς επιστροφή στις απολωλώσες κορασίδες (τα αγοράκια μάλλον τη γλύτωσαν φτηνότερα) που ρεζίλεψαν την οικογένεια. Θυμάμαι την άλλη μέρα τον τύπο (που δεν είχε πάρει μέρος στο σκηνικό και ήταν ιδιαιτέρως αντίθετος στην ιδέα όταν η όλη φάση υπέπεσε στην αντίληψή του) να τρέχει προς το λιμάνι κρατώντας ένα γιασεμί στο χέρι, την ώρα που το πλοίο ετοιμαζόταν να δέσει, και να το προσφέρει στην χαστουκισμένη "εξόριστη" κόρη που έκλαιγε στην προβλήτα.

Τα χρόνια πέρασαν, σε δεκάδες. Τα τελευταία χρόνια ανεβαίνει μέχρι το σπίτι του με αμάξι και συχνά κατεβαίνει πάλι με αμάξι, καθώς τα βράδια κατά κανόνα η παρέα φεύγει από το χωριό και πάει αλλού που έχει πιο πολύ κόσμο ή κέφι. Τώρα δεν πολυπερνάει από το μονοπάτι και τα σκαλάκια, οπότε σπάνια πια τον βλέπεις με γιασεμί - δεν ξέρω αν έχει και πού να το δώσει άλλωστε καθώς οι ωραίες της γενιάς του τώρα σέρνουν από κάνα-δυο κουτσούβελα, κι αυτός έχει αισθητά βαρύνει, παρότι τα μαλλιά του είναι ακόμα στο χρώμα και στη θέση τους, μέσες άκρες. Και πάλι βέβαια πότε-πότε τον έχει πάρει το μάτι μου, να σκάει μύτη από τα στενά με το γιασεμάκι του να ψάχνει παραλήπτη, αλλά όλο και πιο σπάνια πια.

Φέτος τον πρόσεξα στο πανηγύρι - τα τελευταία χρόνια δεν πολυγίνεται πανηγύρι για διάφορους λόγους, φέτος λοιπόν που έγινε ήταν στ' αλήθεια παράξενα όμορφο. Κάτι που δεν είχε "άσχετο" κόσμο, κρούβαλους και τουρίστες, κάτι που ήταν ένα γλυκό βράδι του Αυγούστου, κάτι το καλό φαγητό και το κρασί, και πιο πολύ ακόμα που με κάποιο παράξενο τρόπο σαν να είμασταν όλοι εκεί, λίγο μεγαλύτεροι βέβαια, αλλά πάντως οι ίδιοι, όπως μας άφησες κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '80 για να μας ξαναβρείς σήμερα παχύτερους, και κάπως κουρασμένους, και με κάποιες απώλειες οδυνηρές ενίοτε, αλλά πάλι εμείς δίπλα στο περίπτερο με το μπόσικο ψυγείο και τις σοκολάτες και τις κοκακόλες, να χορεύουμε σε έναν κυκλικό χορό, αναγνωρίζοντας μέσα στον κύκλο φάτσες που μπορεί να είχαμε να δούμε χρόνια και να έχουν αλλάξει κάμποσο, αλλά που ξέρουμε και ξέρουν ότι σ' αυτό τον κύκλο ανήκουν και ανήκαν πάντοτε, οπότε η παρουσία τους μας φαίνεται φυσική και μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα εκεί που την είχαμε αφήσει πριν δεκαεφτά ή εικοσιτέσσερα χρόνια (ξεπερνώντας την λιγάκι άβολη αίσθηση ότι εκείνο το κοριτσάκι στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε που χορεύει δίπλα σου είναι κόρη του κολλητού σου), με ένα "τι έγινε;" σα να είχαμε μιλήσει μόλις το ίδιο απόγευμα.

Τον είδα λοιπόν την ώρα που χορεύαμε, να βγαίνει από το στενό με το γιασεμί στο χέρι, κι ύστερα να το φέρνει στα χείλη για να ρουφήξει το νέκταρ, και να ενώνεται μαζί μας στο χορό, δίπλα στην πάλαι ποτέ χαστουκισθείσα κόρη, και να χορεύει με το γιασεμί στο στόμα, κι όταν τελείωσε ο χορός κι αγκαλιαστήκαμε όλοι οι φίλοι, να περιφέρει το βλέμμα γύρω και να χαρίζει το γιασεμάκι (λίγο μασημένο είναι αλήθεια, αλλά ακόμα μύριζε ωραία) σε μια από τις κοπέλες, στην πιο αγαπημένη του ίσως, ή μάλλον καλύτερα (όπως το σκέφτομαι τώρα), σε εκείνη που χόρευε πιο όμορφα από όλες και όλους, μια λίγο μικρή και ασήμαντη επιβράβευση, ή ίσως όχι εντελώς ασήμαντη αλλά τρέχα γύρευε τώρα με τι κριτήριο χαρίζει τα γιασεμάκια του ο καθένας.

Το ξημέρωμα τον είδα να ανηφορίζει για λίγο το πλακόστρωτο παρέα με τη χορεύτρια και την απολωλώσα - χαιρέτησε τα κορίτσια που είχαν να βγάλουν όλο τον ανήφορο προς την παλιά γειτονιά κι έστριψε σε ένα παράδρομο που έβγαζε στον Αη-Νικόλα. Για κάποιο λόγο, χρόνια τώρα, από άλλο δρόμο κατέβαινε κι από άλλο, πιο σύντομο, ανέβαινε σπίτι του.

Λες και έστριβε κάθε βράδι στα σκαλάκια μόνο και μόνο για να κόψει ένα γιασεμί - κι ύστερα να το προσφέρει σε κάποιαν.

11/9/10

Ένας δύσκολος μήνας

Η ταμπέλα στην είσοδο του ερευνητικού κέντρου στο Οέιρας που μας φιλοξένησε. Δεν αποκλείεται να μας ξαναφιλοξενήσει στο μέλλον.

Στο σεμινάριο είμαστε δώδεκα άτομα. Δύο άντρες, δέκα γυναίκες. Αναρωτιέμαι μήπως είναι περίεργο που σε ένα χώρο εντελώς "θετικών επιστημών" πλειοψηφούν τόσο συντριπτικά οι γυναίκες, και μάλιστα εφόσον το θέμα αφορά προγραμματισμό (έστω και λίγο μόνο) υπολογιστών, αντικείμενο που έχω την εντύπωση ότι παραδοσιακά απωθεί το - πάλαι ποτέ - ασθενές φύλο. Το κατ' επίφασιν ισχυρό φύλο πάντως δεν εκπροσωπείται από ιθαγενείς μεταξύ των εκπαιδευομένων. Εκτός από μένα είναι και ένας Μεξικανικής καταγωγής συνάδελφος, που δουλεύει στο "αδελφό" εργαστήριο εδώ στη Λισσαβώνα που βρίσκομαι. Από τις δέκα κυρίες πάλι, οι επτά είναι αυτόχθονες, δηλαδή Πορτογαλίδες. Υπάρχει μια Γαλλίδα που όμως δουλεύει και αυτή εδώ, σαν το Μεξικάνο. Δίπλα μου κάθεται μια ολίγον Ισπανίδα - το "ολίγον" λόγω καταγωγής από το Μπιλμπάο, στη χώρα των Βάσκων. Είναι το πρώτο Βασκικής καταγωγής πρόσωπο (έχω πετύχει κάμποσα) που γνωρίζω και δεν διατυμπανίζει ιδιαιτέρως τη Βασκικότητά του, ούτε αρνείται κάποια υποτυπώδη "ισπανικότητα", αν και μη φανταστείτε τίποτα φοβερό. Το τελευταίο μέλος της ομάδας πάλι είναι λίγο ιδιάζουσα περίπτωση εθνολογικώς, αν και όχι και τόσο ασυνήθιστη.

Στο ταμπελάκι μπροστά της γράφει φαρδιά-πλατιά "Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ". Ο Πέδρο, οργανωτής του σεμιναρίου, μας είχε θεωρήσει αρχικά αμφότερους άρρενες και Ολλανδούς και κατέβασε φοβερή ιδέα να μας κλείσει δίκλινο στο ξενοδοχείο, για οικονομία (προφανως είχε ακουστά ότι οι Ολλανδοί τσιγκουνεύονται και στα φραγκοδίφραγκα). Μετά ευτυχώς κατάλαβε ότι το σχέδιο δεν θα περπατούσε, και μας έκλεισε όχι μόνο χωριστά δωμάτια αλλά και χωριστά ξενοδοχεία. Το συζητάμε με την κοπέλα γελώντας. Τη λένε Άγαρ, αν μεταφράζω σωστά, και τυπικώς βέβαια είναι Ολλανδέζα, αφού γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στο Άμστερνταμ, αλλά η καταγωγή της είναι βορειοαφρικανική. Είναι γιατρός και μας εξηγεί ότι για να κάνει την ειδικότητα της επιλογής της πρέπει να έχει διδακτορικό, κάνει λοιπόν τώρα τη διατριβή της παράλληλα με τη δουλειά στο νοσοκομείο. Η συγκεκριμένη διατριβή περιλαμβάνει αναλύσεις βιοπληροφορικής - ως εκ τούτου η κοπέλα βρέθηκε εδώ να συζητάει για γλώσσες προγραμματισμού και εφαρμογές σε ανάλυση βιολογικών δεδομένων.

Την κοιτάζω με προσοχή καθώς συστήνεται στους υπόλοιπους - το μόνο κάπως ολλανδικό πράγμα στα χαρακτηριστικά της είναι το ύψος, τουλάχιστον ένα και ογδόντα, ίσως πιο πολύ. Κατά τα λοιπά είναι γονιδιακώς Μαροκινή - και φαίνεται, στα μαύρα μακριά μαλλιά της με τα δαχτυλίδια και στα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στο διάλειμμα με ρωτάει πώς μου φαίνεται η Ολλανδία - δεν της κρύβω ότι δεν είμαι ακριβώς ενθουσιασμένος και ότι δεν θα μείνω για πάντα. Μου λέει ότι ούτε εκείνη είναι ενθουσιασμένη, αν και έχει γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί. Σκέφτεται να ασκήσει την ειδικότητά της στο Μαρόκο. Αλλά διευκρινίζει ότι και εκεί δεν αισθάνεται ακριβώς "σπίτι". Άλλωστε δεν έχει ζήσει εκεί παρά ελάχιστα και μόνο για διακοπές.

Ανακαλώ στη μνήμη τρεις άλλες αραβικής καταγωγής κοπέλες που έχω συναντήσει στη δουλειά μου στο παρελθόν - μια Λιβανέζα, μια Αλγερινή, μια ακόμα Μαροκινή. Πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά με ένα κοινό: έκαναν ό,τι μπορούσαν να περάσουν για ευρωπαίες ή εξευρωπαϊσμένες, αν και είχαν γεννηθεί και ανατραφεί στις αντίστοιχες χώρες. Η Άγαρ είναι διαφορετική: αν και στα χαρτιά είναι εντελώς ευρωπαία, μάλλον τονίζει παρά αποκρύπτει την αραβική πλευρά της. Μιλάμε λίγο για τις ολλανδικές φοβίες απέναντι στους Μαροκινούς μετανάστες, για τον Γκερτ Βίλτερς που σάρωσε στις εκλογές με την αντι-ισλάμ ρητορική του και πάει αυτές τις μέρες στη Νέα Υόρκη (στο Ground Zero) για να υποστηρίξει αυτούς που αντιτίθενται στην κατασκευή τζαμιού. Αναρωτιέμαι αν η ίδια έχει αντιμετωπίσει προβλήματα στην καθημερινότητά της - παραδέχεται ότι αραιά και που όλο και κάποιος εκφράζει κάποιου είδους ενόχληση, αλλά τίποτα σημαντικό. Με ρωτάει αν έχω αντιμετωπίσει εγώ προβλήματα ως μετανάστης. Της εξηγώ ειλικρινά ότι προφανώς με περνάνε για Πορτογάλο ή νότιο Ιταλό ή Έλληνα, αλλά για Μαροκινός δε μοιάζω. Μ' άλλα λόγια, δεν έχω πρόβλημα, με ανέχονται. Κουνάει το κεφάλι με συγκατάβαση, μάλλον. Συμφωνούμε πάντως και οι δύο ότι η ολλανδική εμμονή με την ακρίβεια είναι κάπως εκνευριστική και προτιμούμε μια πιο ελαστική αντίληψη για το χρόνο που περνάει.

Στο εστιατόριο καθόμαστε δίπλα. Όλοι έχουμε μπροστά μας ένα δίσκο με φαγητό, εκτός από την Άγαρ. Ρωτάω το λόγο αλλά αντιλαμβάνομαι την απάντηση πριν μου την πει. Νηστεύει για το Ραμαζάνι - ούτε φαγητό, ούτε νερό με το φως της μέρας αυτό το μήνα. Σπεύδει να εξηγήσει ότι το κάνει συνειδητά και δεν την ενοχλεί. Της λέω ότι το Ισλάμ προβλέπει μια εξαίρεση για τους ταξιδιώτες (αυτό που κι εμείς λέμε "ασθενής και οδοιπόρος") και διευκρινίζει ότι αν και είναι "τεχνικά" ταξιδιώτισσα, στην πραγματικότητα η εξαίρεση αφορά εκείνους που ταξίδευαν στην έρημο και έπρεπε τουλάχιστον να πίνουν νερό για να μην πεθάνουν. Κουβεντιάζουμε λίγο περί Ισλάμ - προς έκπληξή της φαίνομαι να ξέρω αρκετά πράγματα γι' αυτό αν και προέρχομαι από άλλο πολιτισμό. Της λέω ότι έχω διαβάσει το Κοράνι (τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα) και μερικά άλλα σχετικά κείμενα (μάλλον επικριτικά για το Ισλάμ εν τέλει, αλλά αυτή τη λεπτομέρεια την παραλείπω).

Προσπαθώ να φέρω την κουβέντα σε λιγότερο ναρκοθετημένα θέματα και ρωτάω αν προέρχεται από Άραβες ή Βέρβερους. Εκπλήσσεται ξανά για τις γνώσεις μου (εξηγώ ότι προέρχονται από προγενέστερη επαφή με Μαροκινούς) και κουβεντιάζουμε λίγο για τη Βόρεια Αφρική και τους λαούς της. Φυσικά και είναι αραβικής καταγωγής, εντελώς. Και είναι μάλλον περήφανη γι' αυτό, υποψιάζομαι, από τον τρόπο που το θέτει, σνομπάρωντας κάπως τους Βέρβερους. Αναρωτιέμαι από μέσα μου αν είμαι ενοχλητικός ενώ μασουλάω το χοιρινό μου μιλώντας για νηστείες, αλλά σα να διαβάζει τη σκέψη μου, μου εξηγεί ότι το Ραμαζάνι είναι ένας μήνας σαν τους άλλους. Άλλωστε τελειώνει σύντομα. Αύριο κιόλας.

Το αύριο έρχεται σύντομα - τις επόμενες μέρες η Άγαρ τρώει μαζί μας κανονικά, και όσο προχωράμε στην ανάλυση των δεδομένων τα μέλη της ομάδας συγκροτούν διάφορες υποομάδες - οι Πορτογαλίδες παρέα, η Βασκοϊσπανίδα τα λέει λίγο καλύτερα με το Μεξικάνο και λόγω γλώσσας, η Γαλλίδα κάπως κολλάει με την Άγαρ, ενώ εγώ έχω ξετρυπώσει παλιούς γνωστούς Έλληνες και Πορτογάλους στη γύρω περιοχή και στα διαλείμματα του σεμιναρίου νταλαβερίζομαι πιο πολύ με τους εκπαιδευτές παρά με τους εκπαιδευόμενους, λόγω ηλικίας μάλλον (με την έννοια ότι τους περνάω λιγότερα χρόνια από όσα περνάω τους άλλους). Ο Πέδρο μας παίρνει σε ένα διάλλειμμα και μας πάει στη γειτονική κατοικία του μαρκησίου του Πομπάλ, 16ου αιώνα, που σήμερα είναι βιβλιοθήκη αλλά έχει έναν ωραίο κήπο. Φωτογραφιζόμαστε στον κήπο όλοι μαζί, δεκαπέντε νομάτοι μαζί με τους τρεις εκπαιδευτές.

Ο Πέδρο μας στέλνει τις φωτογραφίες ηλεκτρονικά και χαζεύω για λίγο την ετερόκλητη ομάδα στην οθόνη του υπολογιστή. Η Άγαρ ξεχωρίζει σχεδόν ένα κεφάλι από τους υπόλοιπους. Αναρωτιέμαι λίγο περισσότερο γι' αυτή την κοπέλα - κυρίως για το αν στο περιβάλλον της φοράει μαντήλα, όπως τόσες και τόσες άλλες για να κρύβουν τα μαλλιά της. Μαλλιά μαύρα, μακριά και δαχτυλιδωτά. Στο διάλειμμα τη βλέπω που τσιμπολογάει με όρεξη τα τοπικά γλυκάκια του Μπελέμ (ένα είδος τάρτάκι με γέμιση γαλακτομπούρεκο αν μπορώ να το παραλληλίσω με κάτι), σχεδόν με βουλιμία. Αν και η νηστεία του Ραμαζανιού είναι ημερήσια και όχι νυχτερινή, φαίνεται πως αφήνει κάποια σημάδια. Το σεμινάριο τελειώνει με ανταλλαγές ευχών και ευχαριστίες. Της εύχομαι να πάει καλά στην ειδικότητά της και να γίνει εξαιρετική γιατρός. Της σφίγγω το χέρι, κάπως διακριτικά είναι αλήθεια - κανονικά στο Ισλάμ δεν αγγίζεις τις ξένες γυναίκες. Μου σφίγγει κι εκείνη το χέρι σε μια κανονική χειραψία.

Βγαίνω στο σταθμό του Οέιρας χαλαρός - έχω ακόμα ένα Σαββατοκύριακο μπροστά μου να εξερευνήσω την πόλη και να βγω με τους φίλους μου. Βλέπω την Άγαρ στο τραίνο, πηγαίνει στην ίδια κατεύθυνση. Καθόμαστε δίπλα, μιλάμε λίγο για την εμπειρία του σεμιναρίου. Δεν κατεβαίνει στο σταθμό του ξενοδοχείου της, μου λέει ότι δε μπορεί να μένει μέσα και θα συνεχίσει προς τη θάλασσα, να κάνει βόλτα στην ακτή. Έχει κανονίσει με τη Βασκοϊσπανίδα να γυρίσουν την πόλη αύριο, μήπως θέλω να πάω μαζί τους; Σκέφτομαι ότι κανονικά εδώ πρέπει να πω "ναι", να ανταλλάξουμε τηλέφωνα και ηλεκτρονικές διευθύνσεις, να γυρίσουμε μαζί την πόλη αύριο και να κρατήσουμε ίσως και μια υποτυπώδη επικοινωνία στην Ολλανδία. Όμως λέω ότι έχω να συναντήσω τους φίλους μου (που είναι αλήθεια, αλλά για το βράδι) και ότι θα κοιμάμαι μέχρι αργά και μετά θα πάω για μπάνιο και ότι δεν είμαι πολύ σίγουρος. Πλησιάζουμε στο Εστορίλ που κατεβαίνω, και την αποχαιρετώ θερμά. Βάζω τα μαύρα μου γιαλιά για να προστατευτώ από τον ήλιο, ίσως και από το βλέμμα της. Το τραίνο απομακρύνεται προς την Κασκαΐς, κι εγώ κατεβαίνω αργά στην υπόγεια διάβαση και αναρωτιέμαι αν θα ζητούσα τηλέφωνα και λοιπά αν η Άγαρ έτρωγε χοιρινό, έπινε κρασί, και δε νήστευε το Ραμαζάνι. Όχι για τίποτα άλλο, για μια βόλτα στη Λισσαβώνα με παρέα, μόνο γι' αυτό.

Την άλλη μέρα ξύπνησα όντως αργά, ίσα που πρόλαβα το πρωινό στο ξενοδοχείο. Σύρθηκα μέχρι το σταθμό κι έβγαλα ένα εισιτήριο για το σταθμό του Καΐς ντε Σοντρέ, στο κέντρο της Λισσαβώνας. Βγαίνοντας είδα στην αποβάθρα μια ψιλόλιγνη φιγούρα με μαύρα δαχτυλιδωτά μαλλιά να βγαίνει από το ίδιο τραίνο - προφανώς πήγαινε στο ραντεβού με την Ισπανίδα. Ξεχώριζε ένα κεφάλι από τους περισσότερους - για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκα να τη φωνάξω, αλλά το πολύχρωμο πλήθος έβγαινε με φόρα κι εγώ παρασύρθηκα προς την είσοδο του Μετρό. Ύστερα πήρα την πράσινη γραμμή για το Μαρτίμ Μόνιτζ, πηγαίνοντας προς την αφετηρία του τραμ νούμερο 28. Σκέφτηκα ότι ο μήνας που πέρασε ήταν δύσκολος και για άλλους λόγους, πολύ διαφορετικούς ίσως από το Ραμαζάνι.

Κι ίσως κι οι άλλοι μήνες που έρχονται να είναι ακόμα χειρότεροι, κανείς δεν ξέρει.