ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


21/1/12

Λαθρεπιβάτις σε τοπικό γκαζάδικο

Στην αυλή της Αργυρούλας στον Εύδηλο, καλοκαίρι 2011.

Τη θυμάμαι παιδιόθεν βέβαια, όλοι τη θυμούνται στον Εύδηλο, αλλά για κάποιο λόγο είχε επικρατήσει να αποκαλούνται συλλογικά με το όνομα της μεγαλύτερης αδελφής: οι Θοδωρούλες. Είχαν ένα μικρό μαγαζάκι, ραφτάδικο αν θυμάμαι καλά, στην πάνω πλατεία. Η μάνα μου μπαινόβγαινε εκεί πότε πότε και μας τραβολογούσε κι εμάς, αλλά πιο πολύ πηγαίναμε και τις βρίσκαμε στο σπίτι τους, πάνω στη Νεάπολη, ένα μικρό αλλά κουκλίστικο σπιτάκι. Δεν πρέπει να είχαμε κανενός είδους στενή συγγένεια, αν και κάποια στιγμή μου είχαν εξηγήσει τις ικαριακές ρίζες τους και πως αυτές ακουμπούσαν απέξω απέξω σε κάτι άγνωστους προγόνους. Άλλωστε δεν ήταν λόγω συγγένειας η αγάπη που τους είχε η μάνα μου, όσο λόγω μάλλον της καλωσύνης με την οποία την είχαν αντιμετωπίσει όταν είχε πάει, κοριτσάκι μικρό, να μάθει ραπτική κοντά τους. Ό,τι έκανε με το βελόνι και τη ραπτομηχανή (παλιά έκανε πολλά πράγματα) τα είχε μάθει σ' αυτές. Χρόνια μετά αναφερόταν σ' αυτή τη μαθητεία με ένα είδος συγκίνησης που δεν διέφευγε στο συνομιλητή της.

Βέβαια αναδρομικά αναρωτιέμαι πόσο να κόλλαγε πολιτισμικώς η μαμά με τις Θοδωρούλες, που μεγάλωσαν στη Λέσβο, ανακατεύτηκαν οικογενειακώς με το ΕΑΜ και το ΔΣΕ αργότερα στη δύσκολη δεκαετία του '40 (η Αργυρούλα που ήταν μικρότερη μου έλεγε ότι κράταγε τσίλιες δήθεν παίζοντας έξω από το μέρος που κάνανε γιάφκα τα στελέχη, με το μεγαλύτερο αδελφό της και τη Θοδώρα μεταξύ τους), και αφού καταλάγιασαν κάπως τα πράγματα βρέθηκαν ο μεν αδελφός εξορία και οι δύο αδελφές -με λιγάκι αλλαγμένη κατάληξη στο επίθετο ώστε να μην προδίδεται η εκ Λέσβου καταγωγή και ξύνονται εμφυλιακές πληγές κατά πως φαίνεται- κατέληξαν έρημες και πάμφτωχες στην πατρίδα της μάνας τους, για να ανοίξουν το ραφτάδικο του βιοπορισμού τους.

Τα χρόνια πέρασαν, ο αδελφός πέθανε λίγο μετά που τον άφησαν έχοντας συμπληρώσει ήδη 18 χρόνια σε διάφορα ξερονήσια, οι Θοδωρούλες ζούσαν την ήσυχη ζωή τους στο σπιτάκι της Νεάπολης (αλλά ποιος ξέρει τι ματαιωμένες επιθυμίες να έκρυβε η στωικότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τον κόσμο). Γύρω στο 1990 ίσως, θυμάμαι που άκουσα στον 902 μια έκκληση για προσφορά αίματος Ο ρέζους αρνητικό, για τη Θοδώρα που νοσηλευόταν. Δεν έζησε πολύ· έμεινε η Αργυρούλα μόνη της πια στο σπιτάκι. Με ένα είδος πικρής ειρωνίας μου είπε κάποτε «ίσως τώρα θυμηθεί ο κόσμος ότι έχω κι εγώ όνομα».

Ήταν άνθρωπος γλυκός και εγκάρδιος, με μια ήσυχη, φυσική ευγένεια. Ερχόταν και μας έβρισκε για χρόνια φορτωμένη με διάφορα πραγματάκια που ετοίμαζε (κάπου έχω μια κουρελού που είχε φτιάξει για μένα στον αργαλειό). Κάθε Πάσχα μας έκανε επίσκεψη (με τα φαγητά της εννοείται) και κουβέντιαζε χαλαρά με τους φίλους μας που διασκέδαζαν και χόρευαν στο σπίτι. Κάποιες χρονιές μάζευε στο δικό της σπίτι διάφορους ξέμπαρκους και τους τάιζε, κάποτε ερχόντουσαν κάτι ανήψια της που την έπαιρναν πότε-πότε και στην Αθήνα. Θυμάμαι μια φορά που είχε έρθει να μας βρει στην Αθήνα και μας έλεγε τις εντυπώσεις της από μια θεατρική παράσταση που την είχαν πάει «τα παιδιά».

Ήταν μικροκαμωμένη και αδύνατη πάντα, σκέφτομαι όμως ότι είχε μια πραγματικά ωραία φωνή, που ακόμα κι όταν έλεγε σχετικά κοινότυπα πράγματα, άξιζε να την ακούς όπως ακούς να κυλάει το νερό σε ένα ποτάμι. Είχε όμορφα μάτια· δεν ξέρω πόσο όμορφη θα ήταν στα νιάτα της ίσως, αλλά σκέφτομαι αν δεν είχε περάσει από όλη αυτή τη δίνη των χρόνων του πολέμου ίσως να είχε διεκδικήσει μια διαφορετική ζωή, πιο γεμάτη. Τα τελευταία χρόνια βέβαια ήταν καταβεβλημένη· κάποια στιγμή έπεσε και έσπασε το πόδι της και άργησαν πολύ να την ανακαλύψουν οι γείτονες και να τη μεταφέρουν για νοσηλεία. Ποτέ δεν ανένηψε εντελώς, φέτος το καλοκαίρι όμως που ο αδελφός μου επανεμφανίστηκε στην Ικαρία μετά από εικοσιδύο χρόνια με πήρε να πάμε να την επισκεφτούμε.

Τη βρήκαμε, εμφανώς κουρασμένη, στην αυλή της να ρεμβάζει το πέλαγος. Χάρηκε που μας είδε, μας κέρασε γλυκό και καφέ, κατεβαίνοντας με δυσκολία τα σκαλιά από το κουζινάκι. Η αυλή της ήταν πανέμορφη, γεμάτη γλάστρες και λουλούδια όπως πάντα, με την πιο όμορφη θέα σε όλο τον Εύδηλο. Είχε κάμποσα γατιά που τριγύριζαν· πάντα αγαπούσε τις γάτες και πάντα είχε μερικές. Μας είπε (με σιγανή φωνή, λιγάκι σπασμένη αυτή τη φορά), ότι κάθε μέρα που περνάει κάθεται και κοιτάζει το πέλαγος, κι αυτή η ομορφιά την κάνει να ζει άλλη μια μέρα.

Δεν της έμεναν και πάρα πολλές, όμως. Χειροτέρεψε απότομα το Δεκέμβρη και τη μετέφεραν στην Αθήνα όπου πέθανε μετά από λίγες μέρες. Μετά άρχισε μια άλλη περιπέτεια, όταν πήγαν να μεταφέρουν τη σορό της στην Ικαρία ώστε να ταφεί (στον ίδιο τάφο με την αδελφή της). Ωστόσο την ημέρα εκείνη άλλαξε το πλοίο της γραμμής και διάφοροι ικαριακοί σύλλογοι (δηλαδή το Κόμμα, ένα είναι...) αποφάσισαν να οργανώσουν μια διαμαρτυρία (καλώς μάλλον) για την ακτοπλοϊκή εγκατάλειψη των νησιών. Αφού έγινε κάποιος ντόρος στον Πειραιά, εν τέλει το πλοίο απέπλευσε μετά από ώρες με το φέρετρο της Αργυρούλας (κι ενός ακόμα συμπατριώτη από τα μέρη του Αγίου Κηρύκου). Στο λιμάνι του Ευδήλου, οι επαναστατημένοι συμπατριώτες μου απέτρεψαν δυναμικά το πλοίο από το πιάσει (κάκιστα...), και σε μια επίδειξη υψηλοφροσύνης απαγόρευσαν την αποβίβαση έστω και στο φέρετρο μόνο. Έγινε μια απόπειρα να το κατεβάσουν από τον καταπέλτη σε ένα καΐκι, που δεν ευοδώθηκε (καλύτερα, μπορεί να είχαμε σοβαρά ατυχήματα). Τα ίδια ακολούθησαν στον Άγιο Κήρυκο λίγο αργότερα, κι η φουκαριάρα η Αργυρούλα έμεινε να περιφέρεται στο Αιγαίο σαν την άδικη κατάρα.

Για λίγο ήταν άδηλο τι επρόκειτο να συμβεί· κυκλοφόρησε μια φήμη ότι από τη Σάμο που κατέληξε το βαπόρι, θα φόρτωναν τα φέρετρα σε ένα εμπορικό, γκαζάδικο, που μετέφερε βενζίνη στο νησί, και θα τα παραλάμβαναν οι συγγενείς από εκεί. Σκέφτηκα λίγο πικρόχολα ένα παλιό τραγουδάκι που περιείχε το στίχο «λαθρεπιβάτης σε τοπικό γκαζάδικο», το μικροκαμωμένο σώμα της Αργυρούλας άταφο, μεταθανάτιο θύμα εν μέρει και μιας ορισμένης μικρομυαλιάς που ενδημεί, δυστυχώς, στη μικρή μας πατρίδα. Τελικά δε χρειάστηκε γκαζάδικο, γύρισε από το Σάμο με το πλοίο της γραμμής (που πλέον μεγαλόψυχα το αφήσαμε να δέσει, αφού γίναμε θέμα στα media και τροφοδοτήσαμε με επιχειρήματα και τον Άδωνι τον τρισμέγιστο, έτσι σύντροφοι;) και κάποτε βρήκε την ανάπαυσή της λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα από το σπίτι της, ατενίζοντας το ίδιο πέλαγος που έβλεπε από την αυλή.

Ελπίζω κάποιος να βρέθηκε να ταΐσει τις γάτες, η Αργυρούλα φαντάζομαι θα το εκτιμούσε.


Σ.Σ. Κάποιες μέρες μετά το θάνατό της, ένας ξάδελφός μου που δεν το είχε μάθει εγκαίρως σπεύδει να συλληπηθεί τον ανηψιό της τηλεφωνικώς, και μεταξύ άλλων λέει και το τυπικό «ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει». «Ας είναι», απαντάει αυτός, «αλλά για την ώρα ακόμα δεν τη σκεπάζει».

Μια αφήγηση των περιστατικών (και του υποβάθρου της ζωής που έζησε η Αργυρούλα) μπορείτε να δείτε
εδώ.

Ο στίχος που δίνει (παραλλαγμένος) τον τίτλο της ανάρτησης είναι από το τραγούδι «Φάλτσα μενεξεδιά» του Λάκη Παπαδόπουλου.

3 σχόλια:

ολα θα πανε καλα... είπε...

τι ωραίο,να μνημονεύεις με ευγενικό τρόπο,τέτοιους,απλούς ανθρώπους από το νησί σου...
Και εκείνη,φαντάζομαι,θα χαιρόταν που της αφιέρωσες μια ανάρτηση.
Να'σαι καλά!

Ανώνυμος είπε...

Θυμίζει Παπαδιαμάντι ηρωϊδα

Β. είπε...

Σκέφτομαι καμιά φορά ότι η ζωή γράφει πολύ καλύτερες ιστορίες από όσο η φαντασία ακόμα και εξαιρετικά προικισμένων συγγραφέων. Δυστυχώς δεν είναι όλες προς αφήγηση πάντα, είτε γιατί δε βρέθηκε ο κατάλληλος μάρτυρας είτε γιατί πολλές ζωές απλά βουλιάζουν στη σιωπή.

Στο "Μόμπυ Ντικ", ο πιο ενδιαφέρον ήρωας στο τέλος μου φαίνεται ο αφηγητής: αυτός που επιβιώνει μόνο και μόνο για να διηγηθεί την ιστορία.

Αλλά αυτό είναι λογοτεχνία, ε;