ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


27/10/12

Έπαιζε μπάσκετ ο Διγενής Ακρίτας;

Αμφισβητούμενης ελληνικότητας ήρως ενώ σουτάρει τρίποντο (εικόνα από εδώ).

Μερικοί λένε ότι πρόκειται για φανταστικό πρόσωπο, για ένα μυθιστορηματικό ήρωα που πέρασε αργότερα στη λαϊκή αφήγηση. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι υπήρξε ιστορικό πρόσωπο, ή ίσως ότι διάφορα ιστορικά πρόσωπα έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τόσο στη λόγια όσο και στη λαϊκή ποιητική δημιουργία. Σε κάθε περίπτωση, του αποδίδεται μια μικτή καταγωγή, από πατέρα Άραβα (εμίρη της Συρίας) και μητέρα Ρωμιά (δηλ. Βυζαντινή με τη σημερινή ορολογία). Σε μια εκδοχή του μύθου ο πατέρας κλέβει τη μητέρα και ακολουθούν διάφορα επεισόδια με αντεκδικήσεις του πεθερού και των κουνιάδων (έτσι δε λέγονται οι αδελφοί της μητέρας;) μέχρι που ο πατέρας βαπτίζεται εν τέλει Χριστιανός και την παντρεύεται δόξη και τιμή.

Σε μια άλλη εκδοχή που μου αρέσει κάπως περισσότερο παρά τα υπερφυσικά στοιχεία, ο μελλοντικός πατέρας κυνηγάει τη μελλοντική μητέρα να την πιάσει αιχμάλωτη κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής Αγαρηνών, κι εκείνη φτάνοντας μπροστά σε ένα μεγάλο βράχο προσεύχεται στον Αη-Γιώργη (νομίζω...) ο οποίος ανοίγει το βράχο, η κοπέλα μπαίνει μέσα και ο βράχος ξανακλείνει αφήνοντας τον Αγαρηνό μπουκάλα. Σοκαρισμένος από το θαύμα ο εμίρης θα αλλαξοπιστήσει, θα παντρευτεί εν τέλει την κοπέλα, και θα αποκτήσουν ένα γιο, που θα γίνει γνωστός έως της σήμερον λιγότερο με το όνομά του (Βασίλειος, ίσως) και περισσότερο με το παρατσούκλι που απέκτησε χάρη στη διαφορετική καταγωγή των γονιών του: Διγενής.

Ο Διγενής άσκησε το επάγγελμα (ή λειτούργημα) του Ακρίτα, δηλαδή του υπερασπιστή των συνόρων (άκρων) των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας από τις αραβικές επιδρομές. Εκτός από το λόγιο «Έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη» υπάρχει ένα πλήθος δημοτικών τραγουδιών που οι ρίζες τους φτάνουν στην εποχή και στο μύθο του. Άλλα αναφέρονται στα κατορθώματά του, άλλα στο θάνατό του.

[...]Τῆς Ἀραβίνας τὰ βουνά, τῆς Σύρας τὰ λαγκάδια,
ποὺ ἐκεῖ συνδυὸ δὲν περπατοῦν, συντρεῖς δὲν κουβεντιάζουν,
παρὰ πενήντα κι ἑκατό, καὶ πάλε φόβον ἔχουν,
κι ἐγὼ μονάχος πέρασα, πεζὸς κι ἀρματωμένος,
μὲ τετραπίθαμο σπαθί, μὲ τρεῖς ὀργιὲς κοντάρι.
Βουνὰ καὶ κάμπους ἔδειρα, βουνὰ καὶ καταράχια,
νυχτιὲς χωρὶς ἀστροφεγγιά, νυχτιὲς χωρὶς φεγγάρι.
Καὶ τόσα χρόνια ποὔζησα δῶ στὸν ἀπάνω κόσμο,
κανέναν δὲν φοβήθηκα ἀπὸ τοὺς ἀντρειωμένους.[...]


Μέχρι και στην ουδόλως ακριτική (τότε...) Ικαρία έχει καταγραφεί από τον Αλέξη Πουλιανό μια παραλλαγή ενός ακριτικού τραγουδιού, από αυτές στις οποίες κάποιοι κλέβουν τη γυναίκα του Διγενή ενόσω αυτός σπέρνει όσπρια στο χωράφι του (κουκίν και ρόβυν, δηλαδή ρεβύθι, άρα ιστολογικώς ενδιαφέρον δια τα καθ’ ημάς...). Ένα πουλάκι του φέρνει τα νέα, αυτός ζεύγει τον μαύρο του (όπου μαύρος είναι το άλογο) και τους προλαβαίνει. Κατά ενδιαφέρονται τρόπο, αντί να τους ξεπαστρέψει με συνοπτικές διαδικασίες, παριστάνει το συμπέθερο και βάζει τη σύζυγο να τον τρατάρει ένα κατιτί («από δεξιά μου πήγαινε να μ’ αργυροκεράσεις») και ευκαιρίας δοθείσης τη βουτάει και γίνεται μπουχός σε χρόνο dt (κι ως που να πούνε «πού ‘ναι τον» σαράντα μίλια πάει / κι ως που να πούνε «πιάστε τον» μητ’ ήτον μήτ’ εφάνη).

Βέβαια οι πιο γνωστές αφηγήσεις αφορούν τη (χαμένη, εν τέλει) μονομαχία με το Χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια:

[...] Τώρα εἶδα ἕναν ξιπόλητο καὶ λαμπροφορεμένο,
ποὔχει τοῦ ρίσου τὰ πλουμιά, τῆς ἀστραπῆς τὰ μάτια,
μὲ κράζει νὰ παλέψουμε σὲ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅποιος νικήσει ἀπὸ τοὺς δυὸ νὰ παίρνει τὴν ψυχή του.

Κι ἐπῆγαν καὶ παλέψανε στὰ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Διγενής, τὸ αἷμα αὐλάκι κάνει,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Χάροντας, τὸ αἷμα τράφο κάνει.


Σε μια άλλη, κρητική παραλλαγή, ο Χάρος δεν είναι τόσο γενναίος και του στήνει μια ενέδρα (χωσιά).

Ὁ Διγενὴς ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆ τονε τρομάσσει.
Βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σείετ’ ὁ ἀπάνω κόσμος,
κι ὁ κάτω κόσμος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεμέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾶ, πὼς θὰ τονε σκεπάσει,
πὼς θὰ σκεπάσει τὸν ἀιτό, τσῆ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.
Σπίτι δὲν τὸν ἐσκέπαζε, σπηλιὸ δὲν τὸν ἐχώρει,
τὰ ὄρη ἐδιασκέλιζε, βουνοῦ κορφὲς ἐπήδα,
χαρὰ κι’ ἀμαδολόγανε καὶ ριζιμιὰ ξεκούνειε.
Στὸ βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στὸ πέταμα γεράκια,
στὸ γλάκιο καὶ στὸ πήδημα τὰ λάφια καὶ τ' ἀγρίμια.
Ζηλεύει ὁ Χάρος, μὲ χωσιὰ μακρὰ τονε βιγλίζει,
κι ἐλάβωσέ του τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πῆρε.


Ο θάνατος του Διγενή έχει λειτουργήσει συμβολικά και στη μεταγενέστερη ελληνική ποίηση· θυμάμαι μάλιστα μέσες άκρες κι ένα ομώνυμο νομίζω ποίημα του Παλαμά, που αναφέρεται στο aftermath (μην το γράψω «μεθεόρτια», ε;) της μονομαχίας: στο εν λόγω ποίημα, καβάλα πάει ο Χάροντας το Διγενή στον Άδη, αλλά σε σχέση με τους άλλους πεθαμένους, ο Διγενής είναι κάπως μπλαζέ: Και σα να μην τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι / ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη. Και μάλιστα, στην επόμενη στροφή του ρίχνει και μια ξήγα τρισχιλιετούς ελληνισμού:

«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;
Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».


Ατυχώς όμως, καίτοι εθνικόφρων εν γένει, ο Παλαμάς έκανε ένα σοβαρό λάθος: δεν συμβουλεύτηκε προηγουμένως το λάλον ύδωρ της πηγής του ελληνικού εθνικισμού (δηλαδή το βουλευτή Παναγιώταρο της Χρυσής Αυγής) πριν βάλει στο στόμα του Διγενή αυτές τις κουβέντες. Θα μου πείτε τώρα, υπήρχε Παναγιώταρος το 19ο αιώνα; Θα σας απαντήσω ότι και Παναγιώταρος να μην υπήρχε, ένα σωρό φάροι του εθνικισμού υπήρχαν και τότε (ο ίδιος ο Παλαμάς αναφέρει μερικούς εδώ), χώρια που ο λόγος της Χρυσής Αυγής δεν είναι του 19ου αιώνος αλλά πολύ προγενέστερος (πιθανώς της παλαιολιθικής εποχής ή και του καιρού που ζούσαν οι Νεάντερνταλ και οι Ντενισόβαν). Ευτυχώς τώρα υπάρχει Παναγιώταρος και ξέρουμε ότι με βάση τον ορισμό της Χρυσής Αυγής, ο σωστός ο Έλλην πρέπει να είναι Έλλην και από τους δύο γονείς και μάλιστα της ευρωπαϊκής φυλής.

Με αυτό τον τρόπο βέβαια απαιτούνται ορισμένες ιστορικές αναθεωρήσεις. Έτσι, μαζί με το Σοφοκλη Σχορτσιανίτη (που δεν του κάνει του Παναγιώταρου) και το Γιωργάκη Α. Παπανδρέου που είναι κατά Κασιδιάρη μόνο 25% Έλληνας (εικάζω λόγω Αμερικανίδας μητέρας και Πολωνικής καταγωγής γιαγιάς), θα πρέπει να ξεφορτωθούμε και το Διγενή Ακρίτα (που ο πατέρας του όχι μόνο Έλληνας δεν ήταν αλλά ούτε καν της «ευρωπαϊκής φυλής»), τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (κι αυτός του 25%, με μητέρα Σέρβα και εκ πατρός προγιαγιάδες από τη Σαβοΐα και τη Βουλγαρία όπως εξηγεί στον παραπάνω σύνδεσμο ο Ν. Σαραντάκος), το Θεμιστοκλή (το γνωστό, αυτόν της Σαλαμίνας, που η μάνα του ήταν «ξένη») κι ένα σωρό άλλους αμφισβητούμενης καθαρότητας τύπους που μπερδεύουν την ελληνική ιστορία με αχρείαστες επιμειξίες.

Στη θέση τους μπορούμε να βάλουμε κάποιες 100% ελληνικής καταγωγής αλλά παραγνωρισμένες προσωπικότητες, όπως ο Ιμπραήμ Πασά Παργαλί, μεγάλος βεζύρης του σουλτάνου Σουλεϊμαν του Μεγαλοπρεπή (του οποίου ο πατέρας ήταν επίσης 75% Έλληνας αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας), ο Τουργκούτ Ρεΐς, διάσημος κουρσάρος της Μπαρμπαριάς και μπεϋλέρ-μπεης της Μεσογείου την ίδια εποχή, και ο στρατηγός του Ιμπραήμ και γνωστός ήρωας της κ. Ρέας Γαλανάκη, Μανόλης ή Γιάννης Παπαδάκης, πιο γνωστός ως Ισμαήλ Φερίκ Πασάς. Ατυχώς κάποιες μικρές επιμειξίες μας αποτρέπουν από το να προσθέσουμε στην ίδια λίστα το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα και τον ίδιο τον Ιμπραήμ, αλλά μπορούμε να τσοντάρουμε με τον Αθηναίο τύρρανο Ιππία (100% Έλλην) που στα γεράματα έκανε το σύμβουλο του Δαρείου πριν τη μάχη του Μαραθώνα, κι αν οι Αθηναίοι δεν είναι του γούστου των Χρυσαυγιτών βάζουμε ένα βασιλιά της αρχαίας Σπάρτης, το Δημάρατο, παραβλέποντας τη λεπτομέρεια ότι υπήρξε σύμβουλος του Ξέρξη. Στην ίδια ρότα, μπορούμε να επαινέσουμε την 100% ελληνικότητα του Εφιάλτη του Ευρυδήμου, όπως και πλήθους αγνώστων (μα γιατί άραγε;) κουκουλοφόρων συνεργατών των Ναζί στην κατοχή.

Θα χρειαστεί βέβαια ένα μικρό ξαναγράψιμο της ιστορίας, και μιας ορισμένης λογοτεχνίας ενδεχομένως, αλλά άμα έχεις τέτοιες κορυφές σαν τους Παναγιώταρους, τους Κασιδιάρηδες και τους Μιχαλολιάκους, τι να τους κάνεις τους Ακρίτες και τους Παλαιολόγους και τους Παλαμάδες ακόμα;

Βέβαια απο μπάσκετ δεν ξέρω τι ψάρια πιάνει ο εθνοπατέρας, αλλά σάμπως έπαιζε μπάσκετ ο Διγενής Ακρίτας δηλαδή;


Σ.Σ. Άντλησα πολλές πληροφορίες από κάποια σχόλια στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου. Τα ακριτικά τραγούδια τα τσίμπησα από εδώ, εκτός από το ικαριακό που διάβασα βέβαια στον βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού «Λαϊκά τραγούδια της Ικαρίας» (1964), αλλά το άκουσα πρώτη φορά σε απαγγελία (συνοδεία μουσικής «καριώτικου») σε ένα δίσκο βινυλίου του Σίμωνα Καρά με τραγούδια της Ικαρίας και της Σάμου.

24/10/12

Βήχουμε ελεύθερα

Καραβόσταμο, στο γιαλό (φωτό από το ιστολόγιο Τηρίματα).

Τις τελευταίες μέρες βήχω τρισάθλια και προβληματίζομαι κάπως· όχι γιατί κινδυνεύει η υγεία μου ή κάτι τέτοιο αλλά επειδή διάβασα στις ειδήσεις ότι μια βουλευτής αναφέρθηκε σε αυτούς τους ξένους, τους μετανάστες (υπάνθρωποι και τρισάθλιοι, λέει), που κουβαλάνε ποιος ξέρει τι αρρώστιες. Επειδή τυχαίνει να είμαι κι εγώ μετανάστης (έστω και στην Ολλανδία ή στην Πορτογαλία) και έχω εσχάτως και το βηχαλάκι μόνιμο, φοβάμαι ότι εμπίπτω κάπως στην εν λόγω κατηγορία των υπανθρώπων με τις ασθένειες. Ευτυχώς στη Λισσαβώνα δεν φαίνεται να κινδυνεύω από κάτι, αλλά άμα κατέβω στην Αθήνα πρέπει να έχω το νου μου μην τυχόν σκάσουν από καμμιά γωνία τίποτα σφίχτες μαυροντυμένοι, διότι έτσι και πέσουμε μπάτσα φάτσα, άντε να βγάλουμε άκρη τι εθνικότητας είναι τα μικρόβια που μου προκαλούν το βήχα.

Και εκεί που βήχω όλο και χειρότερα, άξαφνα αναθυμάμαι μια σχετική καριώτικη ιστορία που είχα διαβάσει στα σχόλια του ιστολογίου πριν δυο-τρια χρόνια, και είναι τόσο καλή που είναι κρίμα να μένει ξεχασμένη εκεί πέρα. Ψάχνω λοιπόν στο ιστολόγιο και την εντοπίζω:

[...] Ανεβαίνω ένα σοκάκι στο γιαλό στο Καραβόσταμο προχτές το απόγευμα. Ένας κύριος κατεβαίνει βήχοντας κάπως έντονα.

- Βήχεις πάλι, Δημήτρη; τον ρωτάει μια γυναίκα από το μπαλκονάκι της.
- Ναι, κυρία μου, βήχω, απαντά με ...περηφάνια. Βήχω διότι έχω καλή γυναίκα! της λέει και συνεχίζει το δρόμο του.

Περνώντας από δίπλα μου - εγώ έκείνη την ώρα θα πρέπει να είχα ύφος ηλιθίας, το λιγότερο - γυρνά και μου λέει συνομωτικά, αν και δε γνωριζόμαστε καθόλου.

- Ε ναι, λοιπόν, κοπέλα μου, έχω καλή γυναίκα, που λες. Διότι εάν είχα κακή γυναίκα, ‘α μου τον είχε «κόψει το βήχα» μαθές! [...]


Ηθικόν δίδαγμα: βήχουμε ελεύθερα... Διότι εφόσον δε μας τον κόβει το βήχα η καλή γυναίκα, σιγά μη μασήσουμε από τις κάθε λογής τρισαθλιότητες...


Σ.Σ. Δημοσιεύτηκε (με μικροπαραλλαγές) στο ikariamag στις 22/10/2012. Την αυθεντική ιστορία την είχε γράψει κάποτε στα σχόλια του παρόντος ιστολογίου ανώνυμη πλην γνωστή και μη εξαιρετέα σχολιογράφος.

14/10/12

Βεράντα στον ωκεανό

Η θέα από το μπαλκόνι. Ericeira, Οκτώβριος 2012.

Παίρνουμε τα ποτήρια μας και το κρασί που περίσσεψε από το δείπνο και βγαίνουμε στη βεράντα του ξενοδοχείου. Τα κύματα του ωκεανού έρχονται και σβήνουν στην παραλία, ακριβώς από κάτω. Παρέες-παρέες, λίγο ανάκατα ανά εθνότητα και εργαστήριο, άλλοι παλιοί, άλλοι καινούργιοι, άλλοι (όπως εγώ) κάτι ενδιάμεσο, συνάδελφοι «μεταδιδάκτορες» επιστήμονες σε ένα τριήμερο που στην επαγγελματική αργκό λέγεται retreat: μαζεύονται όλοι μαζί κάπου εκτός χώρου εργασίας και συζητούν χαλαρά και ελεύθερα (δηλαδή χωρίς τους περιορισμούς της ιεραρχίας) τα ζητήματα της δουλειάς ή της ευρύτερης κοινότητας. Στα ελληνικά παρότι θα μου άρεσε ο όρος «αναχώρηση» (με την κάπως εκκλησιαστική-μοναστική έννοια του «μακριά από τον κόσμο») πιο πολύ από το «αναδίπλωση» ας πούμε, κατά βάση η λέξη δεν αποδίδεται επαρκώς· ίσως το «αναστοχασμός» που μου είχαν πει πριν από κάποια χρόνια να ταιριάζει κάπως περισσότερο.

Όχι ότι στοχαστήκαμε και τίποτε φοβερό βέβαια, τρεις μέρες μακριά αλλά όχι και τόσο μακριά από το ινστιτούτο, σε αυτό το καλοκαιρινό θέρετρο της Ερισέιρα στην ακτή του Ατλαντικού, λίγο βορειότερα από τη Σίντρα, σαρανταπέντε λεπτά οδήγημα από το κέντρο της Λισσαβώνας. Πιο πολύ ένα τριήμερο επαγγελματικού προσανατολισμού (ή ίσως αναπροσανατολισμού) για postdocs, μια ασαφή αλλά ολοένα διευρυνόμενη κατηγορία ερευνητικού προσωπικού με διδακτορικό αλλά όχι με καρέκλα. Πολλοί μεν οι κλητοί, λίγοι δε οι εκλεκτοί που θα βρουν κάπου να κάτσουν. Και για τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, θα κάθονται στα καρφιά.

Αλλά τούτο το βράδι στην Ερισέιρα καθόμαστε όλοι στις καρεκλίτσες της βεράντας, πάνω από την έρημη πισίνα του ξενοδοχείου και χαζεύουμε τον Ατλαντικό και τα κύματα που έρχονται από τη Δύση και σκάνε στην παραλία, με τα ποτήρια του κρασιού στο χέρι και κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων. Παρατηρώ ότι ο Μεξικάνος συνάδελφος κουβαλάει σε μια θήκη το μικροσκοπικό του γιουκαλίλι, που όταν τον πρωτοείδα να το σέρνει μαζί του νόμισα ότι ήταν παιδικό παιχνίδι, της πεντάχρονης κόρης του ίσως. Μου είχε τότε εξηγήσει σοβαρά-σοβαρά ότι αν και κανονικά παίζει ηλεκτρικό μπάσο, κάποτε κόλλησε με το γιουκαλίλι και έκτοτε το κουβαλάει μαζί του συστηματικά. Προσπαθούσε να ψήσει κι άλλους να μπουν στο τριπάκι, αν και στους περισσότερους φέρνει στο μυαλό κυρίως μια χαβανέζικη διασκευή κάποιων παλιότερων τραγουδιών που είχε γίνει σουξέ πριν χρόνια (και φυσικά μου είχε διαφύγει). Εμένα πάλι μου θύμιζε πρώιμο Σεφέρη, αλλά μάλλον οι συνάδελφοι δεν θα το έχουν ακουστά.

Παίρνω το οργανάκι και προσπαθώ να παίξω κάτι – ανακαλύπτω ότι το κούρδισμα στο συγκεκριμένο όργανο (υπάρχουν κάμποσοι διαφορετικοί τύποι) είναι όπως στις τέσσερις κάτω χορδές της κιθάρας, μόνο που η ρε είναι μια οκτάβα ψηλότερα. Βέβαια αυτό συνεπάγεται ότι τα ακκόρντα είναι τα ίδια, οπότε μετά από λίγο αρχίζει να βγαίνει ένα σχετικό νόημα από τις χορδές, μόνο που δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου. Δίνω το όργανο πίσω στο Μεξικάνο ενώ ο ψιλομεθυσμένος Γιαπωνέζος αριστερά ρωτάει αν μπορούμε να παίξουμε κάτι χορευτικό.

Αν και είναι πλέον ή βέβαιον ότι δεν θα χορέψει, η επιμονή του ψήνει και κάνα-δυο Πορτογαλίδες και μια Ισπανίδα από απέναντι που λένε στο Μεξικάνο να παίξει το La Bamba που είναι και της πατρίδας του. Αυτός αντιστέκεται λέγοντας ότι το οργανάκι που παίζουν οι τύποι εκεί δεν είναι γιουκαλίλι, αλλά κάτι άλλο μεξικάνικο και καθώς αυτές επιμένουν βγάζει δεύτερη γραμμή άμυνας ότι το γκρουπ χρειάζεται τον τραγουδιστή του (που είναι ένας ανατολικός Γερμανός που ακόμα μπεκρουλιάζει στην τραπεζαρία) αλλά με συνοπτικές διαδικασίες πάμε και μαζεύουμε το Γερμανό ο οποίος ζητάει να του πούμε στίχους. Εκεί επιστρατεύονται κάτι 3G τηλέφωνα που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και βρίσκουμε και τους στίχους, και λίγη ώρα μετά το πηγαδάκι έχει μαζέψει κάμποσους που παλεύουν να ακούσουν τις νότες από το γιουκαλίλι ανάμεσα στις κουβέντες και τον ήχο των κυμάτων.

Πέφτουν διάφορες προτάσεις για αυτό ή εκείνο το τραγούδι, αρκεί βέβαια να το ξέρει ο Μεξικάνος και να μπορούμε να βρούμε τους στίχους για το Γερμανό ή όποιον άλλο ενδιαφέρεται να τραγουδήσει. Είμαι κρυωμένος και δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα, αλλά με τη βοήθεια της 3G τεχνολογίας βρίσκουμε ταμπλατούρες για γιουκαλίλι (και όμως...) και στίχους για ένα ευρύτατο μουσικό φάσμα, από ξεχασμένα σουξεδάκια των ‘80ς (οι μεταδιδάκτορες είμαστε και κάποιας ηλικίας) μέχρι ψαγμένα υποτίθεται ακούσματα, κι από διαχρονικούς Μπήτλς (με το αναπόφευκτο Let it be) μέχρι Στιγκ, όπου ο Γερμανός με απαράμιλλο οξφορδιανό αξάν τραγουδάει (αλλά πάντα μέσα από το 3G) το Englishman in New York, εξηγώντας στη συνέχεια ότι χρειάζεται οπωσδήποτε τους στίχους διότι περιέχουν πολλές περίεργες λέξεις. Ας πούμε, modesty, propriety can lead to notoriety. Έτσι δεν είναι, my dear?

Ομολογώ ότι δεν έχω στ’ αλήθεια ποτέ προσέξει τους στίχους επακριβώς, αλλά τώρα που τους βλέπω έχουν κάποιο ενδιαφέρον: It takes a man to suffer ignorance and smile – ομολογουμένως. Takes more than combat gear to make a man, takes more than a license for a gun. Πράγματι. Τώρα πρέπει να το εξηγήσουμε και σε πολλούς βέβαια που νομίζουν το αντίθετο, να τους πούμε ότι ο άντρας ο σωστός δεν είναι υποχρεωτικά αυτός που ζώνεται τα φυσεκλίκια αλλά αυτός που υπομένει την άγνοια (και ενίοτε τη βία) των άλλων, ειδικά σε κάτι δύσκολους καιρούς σαν τους δικούς μας.

Ο Μεξικάνος μου σπρώχνει το γιουκαλίλι στα χέρια αλλά του το δίνω πίσω αβλεπί, επικαλούμενος το κρύωμα και την κούρασή μου. Έχει πάει αργά, οι πιο πολλοί έχουν φύγει για ύπνο, η χαρακτηριστική πορτογαλική υγρασία έχει γεμίσει τον τόπο κι εγώ με τη σειρά μου καληνυχτίζω τους κατά συνθήκη συναδέλφους και βαδίζω αργά προς το δωμάτιο μουρμουρίζοντας κάτι σαν “I’m an alien, I’m a legal alien”.

Που εν προκειμένω alien μπορεί και να σημαίνει εξωγήινος, δεν το αποκλείω και τελείως.



Gentleness, sobriety are rare in this society, at night a candle's brighter than the sun που λέει και το τραγούδι. Για την ιστορία, η «γηραιά κυρία» στο κλιπάκι είναι ο Quentin Crisp, ο αληθινός Englishman in New York. Σοπράνο σαξόφωνο παίζει ο Branford Marsalis.