ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/10/13

Ἀλλοτινῶν ἤχων γόησσα (Οδυσσέας Ελύτης)


– ΙΙ –

Εὐνοϊκές ἀστροφεγγιές ἔφεραν τὴ σιωπή
Καὶ πίσω ἀπ’ τὴ σιωπή μιὰ μελῳδία παρείσαχτη
Ἐρωμένη
Ἀλλοτινῶν ἤχων γόησσα

Μένει τώρα ὁ ἴσκιος ποὺ ἀτονεῖ
Καὶ ἡ ραϊσμένη ἐμπιστοσύνη του
Καὶ ἡ ἀθεράπευτη σκοτοδίνη τοῦ – ἐκεῖ.


Οδυσσέας Ελύτης - Ἑπτὰ νυχτερινὰ ἑπτάστιχα (ΙΙ)
Προσανατολισμοί (1939)

(Σ.Σ. Το πρωτοδιάβασα σε γκράφιτι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '80).



28/10/13

Χορδιστής κλειδοκυμβάλου

Καταδρόμια έτοιμα για κούρδισμα (φωτό από ελληναράδικο μπλογκ, άνευ συνδέσμου).

Η κυρία που βοηθάει τους γονείς μου τώρα που έκλεισαν αθροιστικώς τα 171 είναι ένας άνθρωπος πολύ ευχάριστος και χαμογελαστός. Προχτές όμως που πήγα να τους δω τη βρήκα σε βαριά περίσκεψη. «Αφήστε, κύριε Βου μου, τι έπαθα...» Αναρωτήθηκα αν της είχαν σκαρώσει κανένα χουνέρι οι δικοί μου που ενδομύχως νομίζουν ότι έχουν κλείσει μόλις τα 71 (αθροιστικά πάντα) και τα υπόλοιπα εκατό τα παραλείπουν, όμως με διαβεβαίωσε ότι μια χαρά τα πάνε, άλλο είναι το πρόβλημα.

- Αχ, ο γιός μου, ξέρετε, πάει φαντάρος.
- Και πού είναι το πρόβλημα κυρία Αθηνά μου; Δε θα πήγαινε κάποτε;


Μεταξύ μας ξέρω κάμποσους που δεν πήγανε ποτέ αλλά μάλλον δεν εννοούσε αυτό η γυναίκα.

- Μα με γέλασε. Μου είπε ότι θα πάει πεζικό και τελικά δήλωσε ειδικές δυνάμεις. Και τώρα τον καλέσανε εκεί πέρα. Τι θα κάνει το παιδί στις ειδικές δυνάμεις, μικρό παιδί είναι.
- Δηλαδή σαν πόσο μικρό;
- Εικοσιτέσσερα.
- Ε, δεν είναι και δεκαοχτώ πια, μια χαρά πάνε φαντάροι στα εικοσιτέσσερα.
(άλλο εμείς που πήγαμε εικοσιεννιά παρά πέντε μέρες, βέβαια).
- Ναι, αλλά ένας Θεός ξέρει τι τραβάνε στις ειδικές δυνάμεις. Μαύρο στρατό θα περάσουμε.

Πήγα να της πώ ότι ο γιος θα περάσει στρατό, όχι εκείνη, αλλά για κάποιο λόγο σκέφτηκα ότι δε θα πειστεί. Μετά τη φαντάστηκα να κάνει ασκήσεις πυκνής τάξεως και στίβο μάχης μαζί με τα άλλα καταδρόμια, αλλα επειδή εγώ ήμουνα γιωτάς και Στρ(ΥΠ) καλύτερα να κρατάμε χαμηλό προφίλ και να μην σαρκάζουμε τις αγωνίες του κόσμου. Την παρηγόρησα πάντως ότι είναι σύντομη πια η θητεία, κάνα εννιάμηνο αν θυμάμαι καλά. Ούτε που θα το καταλάβει. Της είπα και για τον πατέρα μου με τους πολέμους. Δεν παρηγορήθηκε και πολύ πάντως, μετά από κάνα τέταρτο μου ξανάρθε με διευκρινιστικές ερωτήσεις.

- Και μήπως ξέρετε εσείς τι τους κάνουνε στις ειδικές δυνάμεις;

Αν και παραδέχτηκα αμήχανα ότι εγώ ήμουν αποθηκάριος και άοπλος άρα καμμία σχέση με το άθλημα, της είπα ότι κάνα δυο καταδρόμια που είχα γνωρίσει προς τα τέλη της θητείας μου δεν μου είχαν φανεί ιδιαιτέρως καταπονημένοι. Ούτε εμφανείς ουλές είχαν, ούτε καμμία ιδιαίτερη αφήγηση με φριχτά βασανιστήρια θυμάμαι, και μάλιστα μετά από δεκαοχτώ μήνες στην αγκαλιά της πατρίδας, όχι εννιά. Δεν ξέρω πόσο παρηγορήθηκε η γυναίκα, διότι στράφηκα τάχιστα στην οθόνη του υπολογιστή δήθεν για να δω κάτι, κυρίως όμως για να μην προδοθεί το γελάκι που ετοιμαζόμουν να βγάλω, καθώς αναθυμήθηκα τα τελειώματα της θητείας ενός από τους συγκεκριμένους συστρατιώτες μου.

Όταν τον πέτυχα στο λόχο, εγώ χρωστούσα ακόμα κάνα εφτάμηνο-οχτάμηνο θητείας. Εκείνος κανονικά έπρεπε να έχει απολυθεί ήδη, ωστόσο τελικά παρέμεινε μαζί μας κάνα εξάμηνο ακόμα. Όπως γνωρίζουν όσοι πήγαν, ο βασικός λόγος παράτασης θητείας για τους απλούς φαντάρους είναι η φυλακή. Ο άνθρωπός μας είχε μαζέψει τουλάχιστον έξι μήνες φυλακής και κατέληξε να υπηρετήσει κοντά δυο χρόνια, ίσως και παραπάνω. Οι περισσότεροι αυτής της κατηγορίας (δεν ήταν ακριβώς λίγοι) ήταν λαϊκά παιδιά με λούμπεν στοιχεία: μάζευαν τις φυλακίσεις για παραπτώματα συνήθως με ναρκωτικά ή μικροκλοπές ή τσαμπουκάδες που κατέληγαν σε επεμβάσεις της στρατονομίας και δεν είχαν κάποιον μεγαλόσχημο να σβήσει τις ποινές τους και να τους ξεμπλέξει από τα μπλεξίματα (αυτό είναι βύσμα διαφορετικής τάξης από τα βύσματα των μεταθέσεων).

Ο δικός μας όμως ήτανε άλλη πάστα, τύπος ιντελεκτουέλ και ψαγμένος, που στην πολιτική ζωή του ήτανε μουσικός. Πιανίστας, με έφεση στη τζαζ, μια ζωή μέσα στα ωδεία και γενικά καλλιτεχνική φύση. Δεν ξέρω πώς ακριβώς ταίριαξε η καλλιτεχνική του φύση με την εκπαίδευση στις ειδικές δυνάμεις και πώς βρέθηκε εκεί (δεν είμαι βέβαιος με ποια κριτήρια τους επιλέγουν τους φαντάρους για εκεί πέρα), πάντως ήταν προφανώς καλός στην εν λόγω εκπαίδευση καθότι στο τέλος της είχε φορέσει και τις δυο σαρδελίτσες του έφεδρου λοχία. Τον στείλανε σε κάτι μονάδες καταστροφών ή κάπως έτσι κάπου στα Δωδεκάνησα αν θυμάμαι καλά. Εκεί περνούσε ο καιρός με εκπαιδεύσεις και σκηνάκια και ασκήσεις σε κάτι βραχονησίδες, μέχρι να έρθει η ώρα της δεύτερης μετάθεσης που υπήρχε ακόμα τότε προς πιο χαλαρές μονάδες της ενδοχώρας.

Ωστόσο κάπου εκεί σε μια βραχονησίδα φαίνεται πως παίχτηκε κάποιο σενάριο (βγαλμένο μέσα απ’ τη ζωή που λένε) όπου όπως θρυλείται ο έφεδρος λοχίας μας συνάντησε ένα λοχαγό συνομίληκό του μεν, στρατόκαυλο μέχρι εκεί που δεν παίρνει δε, ο οποίος μάλλον δεν εκτίμησε ιδιαίτερα το κάπως μπλαζέ καλλιτεχνικό στυλάκι του υφισταμένου του και άρχισε (κατά τα θρυλούμενα) να τον τρέχει αγρίως. Αν και δεν έχω άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών, μπορώ να κατανοήσω πλήρως τον σχετικό ψυχολογικό μηχανισμό (ας τον πούμε ιδιοτελή κατάχρηση εξουσίας σε βάρος υφισταμένου που τυγχάνει πιο όμορφος ή πιο έξυπνος ή πιο καλλιεργημένος από εμάς – πολλώ δε μάλλον όταν τυγχάνει και τα τρία). Σε μια έξαρση του εν λόγω τρεξίματος, ο λοχαγός φέρεται να «ξέχασε» το λοχία ο οποίος παρέμεινε σε μια ακατοίκητη βραχονησίδα μόνος του, χωρίς φαγητό και νερό εκτός από ό,τι είχε το παγούρι του για μία εβδομάδα (αντί για το προβλεπόμενο διάστημα μιας-δυο ημερών «εκπαίδευσης» δήθεν).

Δε θέλει πολύ ο άνθρωπος για να σαλτάρει. Μόλις κάποτε ήρθε το φουσκωτό και τον πήρε, ο δικός μας αφού ήπιε λίγο νεράκι και στάνιαρε άρχισε να τραγουδάει κάτι σαν “Sometimes I feel like a feather in the air” και δεν επικοινωνούσε πολύ με το περιβάλλον. Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο όμως, έβαλε την ξιφολόγχη στο όπλο και πήρε στο κυνήγι (με εφ’ όπλου λόγχη και φωνάζωντας «αέρα» σαν πολεμιστής του ’40) τον έντρομο λοχαγό, ο οποίος ετράπη εις άτακτον φυγήν και αναζήτησε καταφύγιο πάνω σε ένα δέντρο κλαίγοντας και εκλιπαρώντας για τη ζωή του ενώ από κάτω ο μαινόμενος έφεδρος λοχίας τον σημάδευε με το (άδειο, εν τέλει) όπλο τραγουδώντας πριν τον μαζέψουν οι στρατονόμοι δια τα περαιτέρω.

Δεν ξέρω πώς ακριβώς τα σουρουμπέλιασε στο στρατοδικείο· εικάζω ότι η ηλίθια συμπεριφορά του αξιωματικού θα μέτρησε ως ελαφρυντικό και τελικά αντί να βρεθεί στη σχολή φωτομοντέλων (Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας, επισήμως), βρέθηκε με ξηλωμένες σαρδελίτσες, απλός στρατιώτης με ένα εξάμηνο επιπλέον θητείας στο λόχο μας. Ωστόσο ουδείς του εμπιστεύθηκε όπλο ξανά, και ουδείς σκέφτηκε ποτέ να τον πιέσει για το οτιδήποτε. Απλώς περίμενε να περάσουν οι μέρες, περιφερόμενος με τα ερείπια της στολής του βαθμοφόρου (από όπου κρεμόντουσαν ακόμα οι κλωστές που συγκρατούσαν τις σαρδέλες) και πίνοντας χαρούμενους μπάφους εν μέση οδώ. Όταν βαριόταν ερχόταν στο ιατρείο να ζητήσει να πάει στο 401 για εξετάσεις.

- Τι εξετάσεις να κάνω σήμερα; ρωτούσε το γιατρό, που φυσικά ήταν μιλημένος για την περίπτωση.
- Αίματος; Ούρων; Σπιρομέτρηση; Σπινθηρογράφημα; Αλλεργία;
- Μπα, τις έχω κάνει όλες πρόσφατα, άλλο τίποτα δεν έχει;
- Σπέρματος έχεις κάνει;
- Κι αυτές. Μα πόση μαλακία μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
- Ακουόγραμμα; Προκλητά δυναμικά έχεις κάνει;
έριξα την ιδέα εμπνεόμενος από τις δικές μου γιωτάδικες εμπειρίες.
- Μπράβο αγόρι μου, αυτό είναι, το βρήκαμε. Να έρχεσαι να μας ρίχνεις ιδέες, είπε ο γιατρός ετοιμάζοντας το παραπεμπτικό.
- Σκέψου και τίποτα για αύριο που θα ξανάρθω, έλεγε ο πρώην λοχίας αποχαιρετώντας μας.

Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε να πίνει καφέδες στη Λέσχη Αξιωματικών. Τον ρώτησαν τι κάνει εκεί τους είπε «υπηρεσία, με έβαλε ο στρατηγός», πράγμα που παραδόξως αλήθευε. Τον είχε πετύχει ο (υπο-)στρατηγός που έπαιζε το διοικητή της μονάδας μια μέρα που είχε ντυθεί με πλήρη καταδρομική στολή με ενεργά σειρήτια (άγνωστο πώς την είχε διασώσει από το ξήλωμα) και για κάποιο λόγο που μάλλον είχε να κάνει με την εκτίμηση που είχε στις ειδικές δυνάμεις του έπιασε την κουβέντα. Αναφέρθηκε ο δικός μας (ως λοχίας, ψευδώς πλέον), τον ρώτησε ο μεγάλος τι δουλειά έκανε ως πολίτης και του απαντάει ο δικός μας «χορδιστής κλειδοκυμβάλων, στρατηγέ». Βάζει τα γέλια ο στρατηγός («από χορδιστής καταδρομέας;»), βάζει τα γέλια και ο ημιμαστουρωμένος δικός μας («και από καταδρομέας πάλι χορδιστής, στρατηγέ μου») και μες στο κέφι και τη χαρά τον στέλνει να κουρδίσει το πιάνο (με ουρά!) της Λέσχης.

Από τότε έκοψε τις επισκέψεις στο 401 και πήγαινε και κούρδιζε ακριβώς μια νότα την ημέρα, ούτε μισή παραπάνω. Ώρες ατελείωτες χτύπαγε το ίδιο πλήκτρο, πότε με κάποιο πεντάλ και πότε χωρίς, τέντωνε λίγο τη μία χορδή ή την άλλη (μέχρι τρεις είναι ανά πλήκτρο) κι όταν πολλές ώρες μετά βαριότανε, έφευγε και γύριζε στο λόχο. «Τέλειωσα με το σι ύφεση», έλεγε, «αύριο θα πιάσω το λα». Οι καραβανάδες θαμώνες δυσανασχετούσαν κάπως με τη μονοτονία του θορύβου, έλα όμως που η διαταγή του στρατηγού ήταν διαταγή και δε μπορούσαν να κουνηθούν και πολύ...

Κάποτε τέλειωσαν τα πλήκτρα ή η υπομονή του. Κούρδισε ό,τι ήταν να κουρδίσει κι έκατσε κι έπαιξε ένα ολόκληρο κονσέρτο για πιάνο, λέει ο μύθος (ο ίδιος μετά μου είπε ότι έπαιξε μόνο το αλλέγκρο του πρώτου μέρους και όχι, δεν ήταν του Μπετόβεν όπως θρυλείται). Ύστερα σηκώθηκε, πήγε στο διοικητή του λόχου και είπε «Φεύγω, βαρέθηκα.» Ο διοικητής είπε κάτι σαν «μα χρωστάς ακόμα σχεδόν δυο βδομάδες θητεία» κι ο δικός μας είπε «κι εσείς μου χρωστάτε δυο χρόνια, οπότε θα έρθω σε δυο βδομάδες για το απολυτήριο και είμαστε πάτσι». Δεν του έφεραν αντίρρηση.

Τον είδα όταν ήρθε, ένα κάπως βροχερό απόγευμα. Δεν απολυόταν καμμία σειρά εκείνη την ημέρα ή έστω εκεί γύρω, είχε έρθει η ώρα του να φύγει μόνος. Είχα έξοδο· βγήκαμε μαζί από την πύλη. Τον άκουσα που σιγοσφύριζε κάτι σαν το Take Five ενώ περιμέναμε το λεωφορείο που θα μας κατέβαζε στην πόλη. Εκεί τον ρώτησα για το κονσέρτο και διευκρίνισε ότι δεν ήταν κανένα δύσκολο κομμάτι, μια σχετικά απλή παρτιτούρα ήταν. Τον ρώτησα αν ήξερε τι θα έκανε τώρα, με ρώτησε αν πίστευα ότι ήξερε τι έκανε ίσαμε τώρα. Του είπα ότι δεν ξέρω τι να πω. Μου είπε ότι ούτε εκείνος ξέρει.

Μετά με ρώτησε αν θα έπαιρνα το λεωφορείο προς Πειραιά που πλησίαζε. Του είπα ότι θα έπαιρνα το λεωφορείο προς Αθήνα. Μου είπε ότι εκείνος θα έπαιρνε αυτό προς Πειραιά. Μπήκε μέσα κάνοντάς μου ένα νεύμα που υπό κανονικές συνθήκες σημαίνει «έτσι κι έτσι» αλλά εδώ θα μπορούσε να είναι «άντε γεια».

Σκέφτηκα ότι ήθελε μάλλον να με αποφύγει. Τώρα πια ξέρω ότι δεν ήταν τίποτα προσωπικό με εμένα, απλά στα μάτια του ήμουν ένας ακόμα εξοδούχος φαντάρος. Μ’ άλλα λόγια κάτι που ανήκε σε ένα παρελθόν από το οποίο είχε ξεμπλέξει οριστικά και άφηνε πίσω του, μαζί με στρατόκαυλους λοχαγούς, έρημες βραχονησίδες, κακό σταφ και έναν μονότονο ήχο της ίδιας νότας, με το ίδιο πλήκτρο στο πιάνο για ώρες.

Καιρός να αλλάξουμε σκοπό, οπωσδήποτε.


Μια κατά Λούις Άρμστρογκ εκδροχή του παλιού spiritual Sometimes I feel like a motheless child.


21/10/13

Επιχειρηματίας, part 2

Πλήθη συνωθούμενα προς το επιχειρείν (φωτό από το enet.gr)

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Αυτή τη φορά ήμουν οργανωμένος, να μην την ξαναπατήσω. Εμφανίστηκα στον ΟΑΕΕ με το σύνολο των χαρτιών συμπληρωμένων μέχρι κεραίας και με μια γαλήνια σιγουριά ότι θα φύγω με όλες τις απαραίτητες βεβαιώσεις πολύ πριν τις κρίσιμες δωδεκάμισι που έκλεινε. Πρώτη του μηνός κιόλας, ώστε να μην πάνε τζάμπα τα ασφάλιστρα. Έφτασα μπροστά στο ταμείο στα γρήγορα, καθώς μπροστά μου ήταν μόνο μια άλλη «επιχειρηματίας» της δικής μου κατηγορίας μισθωτού με μπλοκάκι που η υπάλληλος την ξαπόστειλε σε δευτερόλεπτα να πάει να φέρει κάμποση χαρτούρα και να επανέλθει. Ακούμπησα το φάκελο με τη δική μου χαρτούρα στο περβάζι του γκισέ. Η υπάλληλος με κοίταξε μέσα από το παράθυρο με μια ορισμένη καχυποψία.

- Τι θα θέλατε;
- Μια βεβαίωση για έναρξη επαγγέλματος,
είπα χαρούμενα.
- Να δω τι χαρτιά έχετε εκεί πέρα.

Της ενεχείρισα βεβαίωση για την έδρα, φωτοτυπία ταυτότητας, αίτηση, απογραφικό, Ε9, ΑΜΚΑ, εκκαθαριστικό της εφορίας για το ΑΦΜ, φωτοτυπία καρτέλας ενσήμων ΙΚΑ και υπεύθυνη δήλωση ότι όλα τα παραπάνω είναι ακριβή.

- Τι επιχείρηση θα ανοίξετε;
- Δε θα ανοίξω επιχείρηση. Μισθωτός με μπλοκάκι θα είμαι.


Έκανε κάτι σαν «αχά» και μετά «μμμ...» και μετά ρώτησε πολύ σοβαρά:

- Σύμβαση έχετε;
- Έχω, αλλά τι σημασία έχει;
- Πώς δεν έχει... Δε μου τη δίνετε κι αυτήν καλού κακού;
- Μα αυτό είναι ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ τρίτων, δεν αφορά τον ΟΑΕΕ.
- Πώς, πώς... Εμάς μας έχουν πει να βάζουμε και τις συμβάσεις, αλλιώς πρέπει να κάνετε ατομική επιχείρηση, όχι παροχή υπηρεσιών.
- Δεν κατάλαβα.
- Δεν πειράζει. Δώστε μου τη σύμβαση και 111,15 ευρώ.


Της τα έδωσα. Διευκρίνισα και την έναρξη της ασφάλισής μου προ του 1993 που δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τα ένσημα του ΙΚΑ. Μου έδωσε ένα χαρτάκι συμπληρωμένο.

- Τελειώσαμε; Το πάω στην εφορία;
- Όχι, το πάτε στον κύριο στο διπλανό γκισέ για υπογραφή. Μετά το πάτε στην προϊσταμένη στον 1ο όροφο. Μετά το πάτε στο πρωτόκολλο. Μετά το πάτε ξανά στην προϊσταμένη για υπογραφή. Μετά το ξαναφέρνετε σ’ εμένα.


Ολοκλήρωσα τη διαδικασία σε λιγότερο από μισή ώρα, αφού έκανα λίγο παρέα στην προϊσταμένη που κάπνιζε το τσιγαράκι της σε μια βεραντούλα («δε μπαίνω μέσα, απαγορεύεται το κάπνισμα και πρέπει να δίνω το καλό παράδειγμα»). Κατέφθασα πάλι στο ταμείο, χαρτιά πήγαν και ήρθαν. Μου έδωσε μια προσωρινή ενημερότητα για την έναρξη στην εφορία. Ρώτησα για βιβλιάριο υγείας.

- Τι, από τώρα;
- Μα τώρα ασφαλίστηκα σε εσάς.
- Όχι ακόμα, σε τέσσερις μήνες. Πρέπει να μας πληρώσετε δύο δίμηνα.
- Ε, να σας πληρώσω προκαταβολικά.
- Δε γίνεται, δεν εισπράττουμε λεφτά εμείς. Μόνο στην τράπεζα ή το ταχυδρομείο. Θα σας έρθει στο σπίτι η ειδοποίηση. Θα πρέπει να περιμένετε. Μόλις κάνετε την έναρξη θα μας φέρετε τη βεβαίωση που θα σας δώσουν, εντάξει;
- Και μετά;
- Μετά θα σας δώσουμε μια άλλη βεβαίωση για να πάτε ξανά στην εφορία να θεωρήσετε βιβλία και στοιχεία.


Πήγα στην εφορία το άλλο πρωί, κάμποση ώρα πριν τις οχτώ που ήταν να ανοίξει· το είχα δει το έργο με τους κλειδάριθμους. Με κόπους και βάσανα πήρα το νούμερο 33 στο Μητρώο. Μέχρι τις εννιάμιση είχαν εξυπηρετήσει βία μέχρι το είκοσι, ενώ τα νούμερα είχαν φτάσει γύρω στο 250. Ύστερα ένας κυριούλης φώναξε «όσοι είναι ΜΟΝΟ για κλειδάριθμο μπορούν να πάνε και στο πρωτόκολλο». Μέγα σφάλμα· κάμποσοι πήγαν εκεί ίσα για να ανακαλύψουν ότι έπρεπε να κάνουν και αλλαγή στοιχείων παράλληλα, με αποτέλεσμα να γίνουν οι αριθμοί κουλουβάχατα και να αρχίσουν να μαλλιοτραβιούνται με τους υπαλλήλους. Για πρώτη φορά λυπήθηκα τους υπαλλήλους, καθώς κάμποσοι από τους αναμένοντες δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν τι τους έλεγαν, απλά φώναζαν. Δημιουργήθηκε ένα πανδαιμόνιο, μέσα στο οποίο μου φάνηκε πως άκουσα τον αριθμό μου.

Χώθηκα στην πόρτα του Μητρώου. Πίσω μου χώθηκε μια στρογγυλή μεσόκοπη ξανθιά. Μια εξίσου στρογγυλή μεσόκοπη μελαχροινή μας κοιτούσε βλοσυρά πίσω από το γκισέ. Αλλά πολύ βλοσυρά.

- Τι θες;
- Έναρξη επαγγέλματος
, είπα όσο πιο σταθερά μπορούσα.
- Κλειντάριθμο, ακούστηκε η ξανθιά. Μιλούσε με έκδηλα ξενική προφορά.
- Να πας στο πρωτόκολλο εσύ. Εσείς κύριε ελάτε.
- Μα εκεί είπανε έρτω εντώ. Άλλη ταυτότητα, λέει, έρτω εντώ.
- ΝΑ ΠΑΣ ΕΞΩ
, ύψωσε τους τόνους η μελαχροινή. Σειρά έχει ο κύριος.

Ο κύριος δεν ήταν πολύ βέβαιος ότι όντως έχει σειρά, οπότε καλού κακού είπε «έχω το τριαντατρία». Η ξανθιά είχε κάτι σε σαραντακάμποσο, οπότε ησύχασα. Εκείνη δεν ησύχαζε όμως.

- Μα κυρία πρωτόκολλο είπε έρτω εντώ.
- ΕΞΩ ΣΟΥ ΛΕΩ, ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;


Βγήκε χτυπώντας την πόρτα. Η μελαχροινή μουρμούρισε κάτι σαν «έχουνε μαζευτεί όλες οι Λάουρες από τη Βουλγαρία...» κι ύστερα γύρισε και με κοίταξε όλο γλύκα και χαμόγελο. Ήθελα να της διευκρινίσω ότι οι Λάουρες είναι από την Αλβανία μάλλον και επιπλέον ότι η ξανθιά κράδαινε ένα ελληνικότατο δελτίο ταυτότητας οπότε θα μπορούσε να είναι Ρωσοπόντια ή οτιδήποτε, αλλά σκέφτηκα ότι μάλλον δεν ήταν της παρούσης.

- Λοιπόν, πρέπει να συμπληρώσετε ένα Μ2...
- Εδώ το έχω.
- ...και θέλω και μια βεβαίωση για την έδρα σας...
- Ορίστε, νάτη.
- ...και μια φωτοτυπία ταυτότητας – α, την έχετε, έκτακτα, έκτακτα!
- Κι εδώ βεβαίωση από το επιμελητήριο και τον ΟΑΕΕ. Και η σύμβαση με το Ινστιτούτο για...
- Αχ, τι ωραία, μπράβο σας κύριε, όλα τακτοποιημένα. Λοιπόν, για να δω το ΑΦΜ σας... α, ναι, μόλις μας ήρθατε από την κατοίκων εξωτερικού. Ήσασταν έξω;
- Ναι εργαζόμουν στο εξωτερικό. Στην Ολλανδία.
- Αχ, ωραία θα ήταν εκεί. Τι λένε για μας εκεί τώρα με την κρίση;
- Τα χειρότερα,
τη διαβεβαίωσα. Ότι τους τρώμε τα λεφτά.
- Τι να πεις...
είπε κουνώντας το κεφάλι. Λοιπόν, αυτό το χαρτί θα το πάτε στον ελεγκτή. Μετά στο πρωτόκολλο. Μετά στον προϊστάμενο. Μετά πάλι εδώ. Εντάξει, κύριε;
- Ποιος είναι ο ελεγκτής;
- Ο κύριος που κάνει τον τροχονόμο και φωνάζει τα νούμερα.


Βρήκα τον τροχονόμο σε μια διασταύρωση να στέλνει πεζούς στο πρωτόκολλο. Του είπα τι θέλω, μου είπε να πάω στο γραφείο του και να περιμένω. Περίμενα κάνα τέταρτο μέχρι που εμφανίστηκε. Περιεργάστηκε το χαρτί.

- Τι παροχή υπηρεσιών;
- Βιολόγος ερευνητής
, είπα. Γράφει τον Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας.
- Βλέπω έχετε και για μαθήματα.
- Άμα κάτσει κανένα...
- Και θα κόβετε και αποδείξεις;
- Έτσι δεν είναι το σωστό;


Χάρηκε που θα έκανα το σωστό. Έγραψε ότι δεν απαιτείται επιθεώρηση της έδρας και διάφορα άλλα που δεν έβγαζα. Δεν του έφτανε ο χώρος και συνέχιζε στα πριθώρια. Στο τέλος κόντεψε να μουτζουρώσει το σύμπαν. Έμεινε λίγος χώρος από πάνω, έβαλε υπογραφή και σφραγιδάκι.

- Λοιπόν, πρωτόκολλο, προϊστάμενο, ξανά σε εμένα, ξανά μητρώο, κατάλαβες;
- Κατάλαβα, αλλά στο πρωτόκολλο γίνεται χαμός.
- Μόνο για κλειδάριθμους. Εσύ θα πας μπροστά και θα πεις ότι θες αριθμό πρωτοκόλλου.


Έκανα όπως μου είπε, συγκεντρώνοντας τις κατάρες της ουράς. Είδα ότι η ουρά είχε φτάσει μέχρι το πενητακάμποσο, οπότε ανέμισα το 33 μου να φαίνεται. Δεν καταλάγιασε και πολύ το πράγμα, πάντως η υπάλληλος μου έδωσε αριθμό παραμερίζοντας έναν παππού.

- Μα σας είπα κύριε, πρέπει να πάτε στο Μητρώο, αφού έχετε άλλα στοιχεία στο τάξις θα πάρετε κλειδάριθμο από κει.
- Κι αυτός γιατί μου πήρε τη σειρά;
ακούστηκε κάποιος από πίσω.
- Έναν αριθμό πρωτοκόλλου ήθελα, είπα βγαίνοντας.

«Κι εμείς» ακούστηκε κάποιος, «έναν αριθμό θέλουμε που κλειδώνει». Μετά ακούστηκαν χάχανα αλλά εγώ χώθηκα στον προϊστάμενο. Σκόνταψα στον ίδιο παππού που διαμαρτυρόταν ότι είναι ογδονταπέντε χρονών και δεν καταλαβαίνει τίποτα με τους αριθμούς και τα τάξις. Δεν είχε και πολύ άδικο, εδώ που τα λέμε. Πάνω στη σύγχιση εμφανίστηκε ο ελεγκτής-τροχονόμος. Ο προϊστάμενος με έδειξε με τα μάτια. Ο ελεγκτής ένευσε κάτι σαν «οκ, δικός μου». Ο προϊστάμενος είπε χαμηλόφωνα στον ελεγκτή να πάρει τον παππού και να τον πάει στο μητρώο να τον τακτοποιήσουν, χωρίς να μας πάρει είδηση όλος ο όροφος. Με κοίταξε. Σήκωσα τους ώμους. Ο ελεγκτής πήρε τον παππού και μου έκλεισε το μάτι. Ο προϊστάμενος πήρε το χαρτί και του έριξε μια ματιά.

- Τι γράφει ο μαλάκας τώρα, ούτε ο ίδιος ξέρει... Πού υπογράφω εγώ τώρα πού δεν έχει αφήσει χώρο;
- Από πάνω...
είπα διακριτικά.

Έβαλε υπογραφή και ατομικό σφραγιδάκι. Ευχαρίστησα και βγήκα πάλι στο μαινόμενο πλήθος. Με λίγη προσπάθεια εντόπισα τον ελεγκτή να προσπαθεί να ξεσφηνώσει τον παππού από την πόρτα του Μητρώου, την οποία πολιορκούσαν κάμποσοι. Χώθηκα δίπλα τους και πέρασα μέσα.

- ΔΕ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΤΕΙΣ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ; ούρλιαξε στα μούτρα μου η μελαχροινή.

Προς στιγμήν τα έχασα, αλλά αντελήφθην ότι πίσω μου είχε σφηνωθεί πάλι η στρογγυλή ξανθιά .

- Μα είναι σειρά μου, είπε.
- ΟΧΙ, ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟ 33. ΑΝΤΕ ΠΟΥ ΣΑΣ ΜΑΖΕΨΑΜΕ ΕΔΩ ΠΕΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟ ΜΟΥΡΗ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΤΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ.


Η ξανθιά είπε κάτι σαν «Βρε άντε από δω που θα μας βάλεις και τις φωνές» πράγμα που οδήγησε τη μελαχροινή σε κρεσέντο απίστευτης έντασης που περιέλαβε όλα τα Βαλκάνια (και τις Βαλκάνιες, κυρίως), τους μετανάστες εν γένει και ειδικά τις Λάουρες. Με τα πολλά ο ελεγκτής παρενέβη και έβγαλε έξω την ξανθιά (που πιθανώς δεν είχε αντιληφθεί ότι ο όρος Λάουρα την αφορούσε) λέγοντας «έλα, ησύχασε, θα σε φωνάξω εγώ, εντάξει; Τώρα μόλις βγει ο κύριος...». Στο μεταξύ ο κύριος είχε μείνει άφωνος στη μέση του δωματίου, έτοιμος να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, με χρωματάκι από κόκκινο μέχρι βαθύ μελτζανί.

- Μα ελάτε, γιατί δεν έρχεστε; είπε προσηνέστατα η μελαχροινή από το γκισέ.
- Ε, ξέρετε, η ένταση αυτή...
- Σας σύγχισε και εσάς η βλαμμένη, ε; Έννοια σου, τώρα που θα έρθει θα τη σιγυρίσω. Σιγά μην την εξυπηρετήσω, άκου να βγάλει και γλώσσα... Τώρα θα δει τι θα της κάνω...
- Μην εξάπτεσθε... Άλλωστε κι εγώ μετανάστης ήμουν μέχρι χτες
, είπα δίνοντας τα χαρτιά.

Με κοίταξε με μάτι γυάλινο.

- Και τι σχέση έχει αυτό;
- Ε, πώς δεν έχει... Κι αυτοί μετανάστες είναι.
- Μα ίσα κι όμοια είστε εσείς που είστε Έλληνας με όλους αυτούς που έχουνε μαζευτεί εδώ πέρα; Λοιπόν, ιδού η έναρξή σας. Δώστε ένα αντίγραφο στον ΟΑΕΕ κι ένα στο Επιμελητήριο, και με τις βεβαιώσεις θα πάτε μετά στον Κώδικα για θεώρηση. Από εμάς εδώ τέλος.


Τσέπωσα το μαγικό χαρτάκι ανακουφισμένος. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω τον ιεραπόστολο χωρίς μεγάλο κόστος, ίσως.

- Α, ευχαριστώ. Ναι, κοιτάξτε, όπως σας είπα, και στην Ολλανδία που ήμουνα κάποιοι Ολλανδοί σκεφτόντουσαν έτσι για τους Έλληνες...
- Πώς έτσι;
- Έτσι. Ότι μας έχουν μαζέψει εκεί πέρα και τους βγάζουμε και γλώσσα.
- Ε, όχι δα. Σιγά μην είναι οι Έλληνες σαν αυτούς τους βάρβαρους. Λοιπόν, ο επόμενος.


Βγήκα έξω ενώ η ξανθιά έμπαινε μέσα αγριεμένη. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά για να μην ακούσω τι άλλο θα παιχτεί. Πήγα σφαίρα και αγόρασα μπλοκ τιμολογίων και αποδείξεων, βιβλίο εσόδων-εξόδων και παρήγγειλα σφραγιδάκι με τα επαγγελματικά μου στοιχεία. Έβγαλα τρεις φωτοτυπίες την έναρξη. Ήταν ακόμα εντεκάμισι· έτρεξα μέχρι τον ΟΑΕΕ και έδωσα τη μία. Η γνωστή υπάλληλος αυτή τη φορά χαμογέλασε. Μου έδωσε την κανονική ενημερότητα για τον κώδικα σε πέντε λεπτά. Έτρεξα καπάκι στο Επιμελητήριο να δώσω άλλη μια φωτοτυπία. Η όμορφη και η όχι και τόσο όμορφη ήταν μόνες στο γραφείο. Έριξαν μια ματιά στους ΚΑΔ και μου επέστρεψαν τη φωτοτυπία μαζί με ένα αντίγραφο του νόμου που βεβαίωνε ότι δεν χρειάζομαι τίποτα από αυτές. Δε μου έριξαν δεύτερη ματιά.

Πέρασα το απόγευμα αριθμώντας και σφραγίζοντας φύλλα τιμολογίων και αποδείξεων. Την άλλη μέρα ξαναπήγα στην εφορία, αργούτσικα αυτή τη φορά. Στο γραφείο που έγραφε ΚΒΣ δεν υπήρχε ψυχή. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μια υπάλληλος από κάπου.

- Συγγνώμη, είπε, αλλά τρέχω και βοηθάω στο Μητρώο, δεν ξέρετε τι χαμός γίνεται...
- Ξέρω, είπα, πώς δεν ξέρω...

Της έδωσα την τρίτη φωτοτυπία, τη βεβαίωση και το νόμο, μαζί με το βιβλίο για θεώρηση.

- Δε χρειάζεται, δε θεωρούνται πια. Μπορείτε και σε ένα αρχείο στον υπολογιστή σας.

Της έδωσα το μπλοκ με τα τιμολόγια.

- Ούτε αυτά θεωρούνται. Μόνο οι αποδείξεις σε ιδιώτες πελάτες, αν έχετε.

Τελευταίο έδωσα το μπλοκάκι των αποδείξεων να το τρυπήσει.

- Το δουλειά θα κάνετε; ρώτησε καθώς χειριζόταν το διατρητικό μηχάνημα.
- Συγγραφέας, είπα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.
- Και δίνετε και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ως συγγραφέας; ρώτησε μάλλον ειρωνικά.
- Γράφω και στη λιανική, όχι μόνο χονδρική, απάντησα σοβαρότατα.
- Πρέπει να ξαναπάω στο Μητρώο είπε με ύφος «κοίτα σε τι ψωνάρα πέσαμε».
- Καλή δύναμη, ευχήθηκα. Το εννοούσα.

Βγήκα στο δρόμο ως ελεύθερος επαγγελματίας πλέον. Πήρα τηλέφωνο στην Κρήτη και τους ανακοίνωσα ότι με κόπους και βάσανα ήμουν πλέον εις θέσιν να ξεκινήσω δουλειά.

- Επιτέλους, ακούστηκε η παιχνιδιάρικη φωνή της Β. στην άλλη άκρη, αναρωτιέμαι τι έκανες τόσον καιρό.
- Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι, τη διαβεβαίωσα.

Ύστερα έριξα στο αμάξι το φάκελο με τα έγγραφα που ξεχείλιζε στο χέρι μου και πήγα σπίτι να πακετάρω.



Σ.Σ. Αν και από τεχνικής απόψεως πάντοτε υπήρξα μισθωτός, ποτέ στην Ελλάδα δε μου αναγνωρίστηκε αυτό το καθεστώς. Όχι μόνο σε εμένα, εννοείται, αλλά σε όλους τους εργαζόμενους στα πέριξ της επιστημονικής έρευνας. Όλων μας οι συμβάσεις υπέκρυπταν μεν σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά με διάφορες πατέντες μπορούσαν να λέγονται συμβάσεις επί έργω ή υποτροφίες ή σχέσεις μαθητείας και αποζημίωναν με ένα λιγότερο ή περισσότερο συμβολικό χαρτζιλίκι τη συνεισφορά ενός εκάστου στην επιστήμη. Οι πιο τυχεροί είχαμε ασφάλιση στο ΙΚΑ, οι πιο άτυχοι μπορεί και να μην είχαν καμμία.

Για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου βρέθηκα να παίρνω κάτι που λεγόταν στ' αλήθεια «μισθός» όταν πήγα στην Ολλανδία, με πατημένα τα σαράντα, και μάλιστα τότε για πρώτη φορά πήρα και κάτι που λεγόταν επίδομα αδείας ή δώρο Χριστουγέννων ή επίδομα ανεργίας στο 70% του μισθού. Απίστευτα πράγματα, που οι μέχρι τότε εργοδότες μου (δηλαδή με την ευρεία έννοια το ελληνικό κράτος) δεν είχε ποτέ σκεφτεί να παράσχει στην «προνομιούχο» (από πλευράς σπουδών και εξειδίκευσης) επιστημονική μας κάστα. Εννοείται ότι δεν υφίσταται σε αυτή τη χώρα σοβαρή απασχόληση στον (μεταπρατικό ως επί το πλείστον) ιδιωτικό τομέα της οικονομίας για καμμία κατηγορία επιστημόνων: η λέξη «ερευνητής» σημαίνει μάλλον αυτούς που συμπληρώνουν ερωτηματολόγια στις δημοσκοπήσεις.

Γυρνώντας στην Ελλάδα μου εξήγησαν ότι θα πρέπει να γίνω δήθεν «ελεύθερος επαγγελματίας - παροχέας ανεξάρτητων υπηρεσιών», αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω ούτε μισό ευρώ. Φυσικά θα πρέπει ως τέτοιος να αποδίδω ΦΠΑ, να πληρώνω τέλος επιτηδεύματος και να ασφαλίζομαι στον ΟΑΕΕ με κλιμακωτή ασφάλιση που αυξάνεται συν τω χρόνω. Η πρόσφατη νομοθεσία επιτρέπει ένα μπάσταρδο φορολογικό καθεστώς για τους «μπλοκάκηδες» για τα τρία πρώτα χρόνια του βίου τους ως «επιχειρηματιών». Μετά από αυτό είτε είσαι μεγαλοεπιχειρηματίας είτε είσαι ο τελευταίος πιτσαδόρος, ένα και το αυτό.

Καμμιά φορά προσπαθώ να εξηγήσω αυτή την κατάσταση σε φίλους στο εξωτερικό· μάλλον δυσκολεύονται να καταλάβουν το καθεστώς και τη χρησιμότητά του. Δεν τους αδικώ· κι εγώ λίγα σχετικά πράγματα καταλαβαίνω. Από μια άποψη βέβαια δεν πρέπει να έχω παράπονο: κατ' αρχήν έχω κάποιο εισόδημα και κάποια ασφάλιση σε μια εποχή που άλλοι γύρω μας μπορεί να μην έχουν τίποτα από τα δύο και να ζουν (όχι με δική τους ευθύνη) από την καλωσύνη της οικογένειας ή των ξένων. Έχω υπάρξει άνεργος για κάμποσο καιρό (αν και σε κάπως πιο ήπιες εποχές) και έχω δει τη γλύκα.

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι τώρα και να μείνω χωρίς δουλειά (κούφια η ώρα...), δε θα λογίζομαι άνεργος, αφού τυπικά θα είμαι ακόμα επιχειρηματίας. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον. Πώς το έλεγε εκείνο το τραγουδάκι; Α, ναι, κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα, χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα.




18/10/13

Εισεχόμενη κλήση

Με τα μαλλιά σηκωμένα να φαίνεται η πεταλούδα.

Όταν γνωριστήκαμε, ήμουν σαρανταδύο ετών. Εκείνη ήταν δεκατεσσάρων. Μηνών. Άρχιζε μόλις να περπατάει δειλά. Πώς λέμε έρωτας με την πρώτη ματιά; Ε, το αντίθετο ακριβώς· μόλις με έβλεπε έβαζε τα κλάματα. Και με έβλεπε αρκετά συχνά εκείνα τα σαββατιάτικα απογεύματα στο Άμστερνταμ ώστε να σηκώνει τον κόσμο με τις τσιρίδες και να κάνει τα νεύρα των γονιών της τσατάλια (της μαμάς κυρίως) και να κάνει κι εμένα να αισθάνομαι κάπως άβολα τις πρώτες, μάλλον δύσκολες, μέρες στην ξένη χώρα. Με τον καιρό βέβαια τα πράγματα έφτιαξαν, τόσο που τα πρωινά του Σαββάτου που ο μεγάλος αδελφός πήγαινε με τη μαμά στο τζούντο, εκείνη υποχρέωνε το μπαμπά να με πάρει τηλέφωνο να με ρωτήσει αν θα έρθω το απόγευμα.

Πήγαινα. Θυμάμαι τις εικόνες της διαδρομής με το τραίνο διάφορες εποχές του χρόνου, από τα εντυπωσιακά ανθισμένα τουλιποχώραφα τέλη Απριλίου μέχρι το ίδιο τοπίο χιονισμένο το Δεκέμβρη. Την καλόπιανα με σοκολατίτσες και μετά τη σήκωνα ψηλά, την πέταγα στον αέρα και την ξανάπιανα σκασμένη στα γέλια πια. Με τον καιρό βάρυνε κάπως. Τα παιδιά μεγαλώνουν. Πολύ καιρό αργότερα, όταν τα μάζευα πια από το Λέιντεν θυμάμαι που είχα καταγράψει τι θα μου έλειπε από την Ολλανδία. Last but not least, που λένε, ήταν αυτό:

- Τα παιδιά των φίλων μου που μεγαλώνουν και τα σκαστά φιλάκια πριν πέσουν να κοιμηθούν.

Εκείνη είχε στραβώσει κάπως με την αναχώρησή μου. Έχοντας μια αμυδρή εικόνα για το τι είναι «εξωτερικό» (παράδοξο βέβαια, ένα παιδί μεταναστών γεννημένο ακριβώς «έξω», αλλά ποιο είναι το σύστημα αναφοράς, το «μέσα» των παιδιών αυτών;) πίστευε ότι η Λισσαβώνα είναι μια γειτονιά του Άμστερνταμ ή κάτι λίγο πιο έξω σαν το Λέιντεν, από όπου θα μπορούσε κανείς να έρθει τα Σαββατοκύριακα οπωσδήποτε. Αν όχι αυτό, το επόμενο ίσως;

Πέρασα μια βόλτα, είναι η αλήθεια, που την περιέγραψα κάποτε εδώ. Κύλησε κι άλλο νερό στ’ αυλάκι, έκανα άλλες δυο μετακομίσεις έκτοτε. Συναντηθήκαμε φευγαλέα σε μια ταβέρνα της ευρύτερης περιοχής Μαγκουφάνας τον περσινό χειμώνα, και ξανά το καλοκαίρι που μας πέρασε στα νερά του Λιβυκού. Τώρα πια δε μπορώ να τη σηκώσω και πολύ ψηλά· χρειάστηκε να είμαστε και οι δύο στο νερό για να παίξουμε κανονικά δεδομένης και μιας δισκοκήλης που με ταλαιπωρεί εσχάτως. Βέβαια πηγαίνει πλέον «σχολείο» τώρα, υπό την περίεργη για τις δικές μου εμπειρίες αντίληψη ότι το σχολείο αρχίζει στο προνήπιο. Χειρίζεται άνετα και τα ελληνικά και τα ολλανδικά πλέον, στην κρίσιμη ηλικία των πέντε. Άλλες παρέες πια, άλλες εμπειρίες. Μέχρι και τζούντο ξεκίνησε πρόσφατα, για να μη μένει πίσω τα πρωινά του Σαββάτου. Ένα τέτοιο πρωινό Σαββάτου με πήρε στο σκάιπ ο μπαμπάς της και τη φώναξε να μου μιλήσει. Δεν ήθελε, είχε άλλες προτεραιότητες.

- Εδώ τελειώνει ένα έρωτας μεγάλος, θυμοσόφησα.
- Έτσι είναι οι γυναίκες, τι να πεις, με ψευτοπαρηγόρησε ο μπαμπάς.

Πριν δυο-τρία βράδυα δούλευα στο υπόγειο του Ινστιτούτου χαζεύοντας μυγάκια στο μικροσκόπιο. Είχα δίπλα μου το λάπτοπ ανοιχτό και στο προσκήνιο ένα αρχείο όπου κατέγραφα τις μετρήσεις μου· από πίσω έτρεχαν μερικά άλλα εντόνως επιστημονικά πράγματα όπως κάτι ποστ στο φέισμπουκ και η Εθνική Ελλάδος εναντίον του Λιχτενστάιν. Κάποια στιγμή άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο εισερχόμενης κλήσης στο σκάιπ και είδα ότι με καλούσε η μαμά της, προφανώς από το μακρινό Άμστερνταμ. Απάντησα στη βιντεοκλήση και με μια ορισμένη έκπληξη είδα το μουτράκι της. Γελούσε.

- Γεια σου.
- Πού είναι η μαμά; ρώτησα αυστηρά, δήθεν.
- Στη δουλειά.
- Κι ο μπαμπάς;
- Κι αυτός στη δουλειά.


Δε ρώτησα για τον αδελφό της· ήταν ορατός στο βάθος του δωματίου όπου κλωτσούσε ένα μπαλόνι στον τοίχο. Ακούστηκε η φωνή της νταντάς από κάπου μακριά· πρέπει να έκανε δουλειές σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Η μικρή απάντησε κάτι στη γυναίκα στα ολλανδικά. Ύστερα γύρισε σ’ εμένα.

- Κοίτα τι φοράω!

Φορούσε ένα φουστανάκι με πιετούλες πάνω από ένα κολάν. Ανέβηκε στην καρέκλα για να μου το δείξει.

- Ωραίο είναι, ομολόγησα. Κατέβα κάτω τώρα.
- Θα ‘ρθεις να παίξουμε;
- Δεν είμαι εκεί κοντά για να έρθω.
- Πού είσαι;
- Στη δουλειά κι εγώ.
- Στην Ελλάδα;
- Ναι.

Συν τω χρόνω μάλλον έχει εμπεδώσει ότι η Ελλάδα είναι κάπου «έξω».

- Εντάξει, θα παίξουμε από κει. Θέλεις να σου δείξω ένα παιχνίδι που έμαθα;
- Εγώ λέω να μην πατάς κουμπάκια στο κομπιούτερ της μαμάς στην τύχη.
- Δε θες να παίξουμε;
- Είμαι στη δουλειά, δε μπορώ τώρα. Άλλη φορά.
- Καλά, τότε θα πάρω άλλον.


Έκλεισα και έστειλα καπάκι μήνυμα σε μαμά και μπαμπά ότι η κόρη τους διαφεύγει της προσοχής της νταντάς και κάνει τυχαίες βιντεοκλήσεις όπου λάχει. Συμπλήρωσα ότι με έκλεισε για να πάρει αλλού. «Γιατί, δεν της αρέσεις πια;» μου ήρθε η απάντηση του μπαμπά καμιά ώρα αργότερα. Σκέφτηκα τη φάση να σκάσει, λέει, ο νέος διευθυντής του Ινστιτούτου από καμιά γωνία και να με πετύχει να έχω παρατήσει τις μύγες τεζαρισμένες στο μικροσκόπιο και να χαζολογάω στα σκάιπ με ένα πεντάχρονο ενώ από πίσω παίζει μπάλα η Εθνική Ελλάδος. Σκηνή για Μόντυ Πάιθονς.

Το αναθυμόμουνα σήμερα το απόγευμα που πάλι είχα ξεμείνει μόνος στο υπόγειο να μετράω μύγες, με το λάπτοπ πάλι ανοιχτό για τις καταγραφές. Χωρίς μπάλα, μην το χέσουμε και τελείως. Κάποια στιγμή ακούστηκε πάλι ο ήχος εισερχόμενης κλήσης. Έριξα μια φευγαλέα ματιά· πάλι το όνομα της μαμάς. «Ωχ», σκέφτηκα, «λες;». Καλού κακού το άφησα να χτυπάει και περιορίστηκα να γράψω στη θέση του άμεσου μηνύματος «Μάλλον με παίρνει η κόρη σου συστηματικά τηλέφωνο;». Υπέθεσα ότι δε θα ήξερε να διαβάζει ελληνικά αν ήταν η μικρή.

Ύστερα από λίγο ξανάρχισε να χτυπάει. Δεν κρατήθηκα και απάντησα. Την είδα με ένα σκανταλιάρικο χαμογελάκι στη γνωστή καρέκλα. Είχε ζωγραφίσει στο πρόσωπό της μια πεταλούδα. Δηλαδή προφανώς η νταντά της την είχε ζωγραφίσει.

- Γεια σου.
- Ωραία φατσούλα
, της είπα.
- Σ’ αρέσει;
- Αμέ.
- Μπορείς να παίξουμε αυτή τη φορά;
- Αχ, ματάκια μου, πάλι στη δουλειά με πέτυχες.
- Γιατί, τι ώρα είναι εκεί; Δεν είναι αργά;
- Αργά είναι, αλλά εγώ πάλι στη δουλειά είμαι. Η μαμά δεν είναι εκεί;
- Όχι.
- Ούτε ο μπαμπάς;
- Ούτε. Έχουνε πάει κάπου. Θα έρθουν αφού κοιμηθούμε εμείς.


Μια φορά το χρόνο περίπου καταφέρνουν και βγαίνουν σα ζευγάρι. Από την άλλη βέβαια, λείπει η γάτα και χορεύουν τα ποντίκια.

- Πού είναι η κοπέλα;
- Μέσα.
- Κι εσύ βρήκες ευκαιρία πάλι να παίζεις με τα κουμπάκια;
- Ποια κουμπάκια;
- Στο κομπιούτερ της μαμάς.
- Δεν παίζω με τα κουμπάκια. Σε πήρα τηλέφωνο.
- Πώς με πήρες;
- Έβαλα το βελάκι εδώ που λέει το όνομά σου.
- Και διάβασες το όνομά μου;


Μου το απήγγειλε· με τη δέουσα ξενική προφορά αφού προφανώς το διάβαζε από λατινικό αλφάβητο.

- Δηλαδή επίτηδες με πήρες;
- Μα δε μου είπες ότι δεν μπορούσες να παίξουμε και να σε πάρω άλλη φορά;
- Έτσι σου είπα;
(Ναι, το είπα...)
- Ε, σε πήρα. Δε μπορείς ούτε τώρα;
- Όχι, ούτε τώρα μπορώ, δυστυχώς.
- Καλά, τότε θα πάρω τον παππού και τη γιαγιά
, είπε με μια απογοήτευση στο πεταλουδισμένο της πρόσωπο.
- Εντάξει, καλή ιδέα. Κάτσε πρώτα να σε πάρω φωτογραφία.

Ποζάρισε μερικές φορές στην κάμερα. Ανφάς, προφίλ, με σηκωμένα τα μαλλιά ώστε να φαίνεται πιο καλά η πεταλούδα. Με το σπασμένο δοντάκι (θυμάμαι τη μέρα που το έσπασε, αλλά παρηγορήθηκε όταν της είπαν ότι τα δόντια των παιδιών ξαναβγαίνουν αν τα περιμένεις).

Έκλεισα εγώ πρώτος καλού κακού. Έστειλα αμέσως μήνυμα στους γονείς της ότι πάλι με πήρε τηλέφωνο, μαζί με μερικές φωτογραφίες για του λόγου το ασφαλές. Μετά από ώρα βρήκα μια απάντηση τύπου «Είμαστε έξω για ταϊλανδέζικο οι δυο μας». Ετοιμάστηκα να απαντήσω κάτι σαν «Το ξέρω, μου το κάρφωσε», εξαιρουμένου ίσως του έθνικ στοιχείου, αλλά μάλλον θα ήμουν υπερβολικός. Προφανώς δεν έπαιρνε στην τύχη, ήξερε να πατάει το πράσινο ετικετάκι δίπλα στο όνομά μου. Τα σημερινά παιδιά ξέρουν πολλά πράγματα.

Έφυγα από το Ινστιτούτο αργά το βράδυ, υπό καταρρακτώδη βροχή. Χώθηκα στο αμάξι κι έβαλα μπρος· σκέφτηκα ότι την επόμενη φορά θα πρέπει να βρω οπωσδήποτε χρόνο για να παίξουμε.

Στο φως των προβολέων η βροχή έφτιαχνε ιπτάμενες, χαμογελαστές πεταλούδες.

6/10/13

Κάθαρση


Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης σε ένα εμβληματικό τραγουδάκι γραμμένο με αφορμή τα γεγονότα της εποχής. Προφανώς ο Χατζηπετρής του τραγουδιού έχει φαινότυπο Τάμπυ.

Τις προάλλες επέστρεφα στην πόλη παρέα μαζί με ένα φοιτητή που κάνει την πτυχιακή του εργασία στο εργαστήριο που εργάζομαι. Μιλάγαμε μεταξύ άλλων ζωτικής σημασίας θεμάτων για πειραματόζωα, και ειδικά για εργαστηριακές μύγες (Δροσόφιλες). Κάπως πάνω στην κουβέντα αναφέθηκε ένα στέλεχος που είχε μια μεταλλαγή με το όνομα «Τάμπυ». Είπα χαριτολογώντας στο νεαρό συνταξιδιώτη μου ότι προφανώς το όνομα βγήκε επειδή οι συγκεκριμένες μύγες είναι κοντόχοντρες.

- Δηλαδή; με ρώτησε.
- Δηλαδή φαντάζομαι επειδή μοιάζουν με τον Τάμπυ, το φίλο της μικρής Λουλούς, είπα ψευδοαθώα.
- Ποιος είναι ο Τάμπυ; ρώτησε με ειλικρινή απορία.
- Ένα κόμικ είναι, αλλά ήταν και το παρατσούκλι του Κοσκωτά. Τον έχεις υπόψιν;

Ο νέος προβληματίστηκε, αλλά απάντησε ότι αν και ενδεχομένως κάπου να είχε ξανακούσει το όνομα, δεν είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Ήταν φυσικό. Όπως γνωρίζουν οι παλαιοί πιστοί του ιστολογίου (δηλαδή ο Θανάσης, μέσες άκρες), οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που ξέρουν τον Κοσκωτά και σε αυτούς που δεν τον ξέρουν. Σε όσους είναι σήμερα από τριαντακάμποσα και άνω (ας τους πούμε «εμείς»), η λέξη «Κοσκωτάς» είναι οικεία. Σε όσους είναι από μηδέν μέχρι τριανταλίγο (ας τους πούμε «οι άλλοι»), η λέξη μπορεί και να είναι άγνωστη. Το θέμα κάποτε θα μου δημιουργούσε μια ορισμένη αναστάτωση αλλά σήμερα πια το αντιμετωπίζω στωικά. Ο συνοδοιπόρος μου είναι απ' τους άλλους καθώς έχει γεννηθεί το ‘92· δεν οφείλει να ξέρει τίποτα σχετικό.

Του περιέγραψα εν τάχει την ιστορική συγκυρία· παραδόξως δεν χρειάστηκα πάνω από πέντε λεπτά για να χωρέσω περιοδικά κι εφημερίδες, τράπεζες, κασέτες, κουτσονόμους, πάμπερς, λίαρ τζετ του Σαλιαρέλη, απανωτές εκλογές και δικαστές με γουνάκια στην ίδια αφήγηση που μου φάνηκε κάπως βαρετή. Και του νεαρού μάλλον βαρετή του φάνηκε (όπως ίσως θα μου φαινόταν εμένα αντίστοιχα μια εκτενής περιγραφή της Αποστασίας, που συνέβη 2-3 χρόνια πριν γεννηθώ). Κάποια στιγμή μόνο με ρώτησε:

- Ποια χρονιά έγιναν αυτά;
- Το ‘89. Το λεγόμενο «βρώμικο» ‘89.
- Και γιατί βρώμικο;


Έλα ντε. Δεν πρόλαβα να απαντήσω, καθότι φτάναμε σε μια διασταύρωση όπου τον άφησα και συνέχισα για το σπίτι. Αργότερα σκέφτηκα ότι το είπαν «βρώμικο» σύμφωνα με μια αφήγηση για να κάνει αντίθεση στην «Κάθαρση» της αντίπαλης αφήγησης. Αν θυμάμαι καλά ο όρος λανσαρίστηκε από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ένα πρόσωπο που οφείλω να πω ότι δεν ανήκει στις συμπάθειές μου (ούτε καν στιχουργικώς, πολλώ δε μάλλον ως αρθρογράφος). Με τη ύστερη γνώση των όσων μεσολάβησαν έκτοτε, φοβούμαι ότι τα βρώμικα και οι βρωμιές παίζονται σχεδόν κάθε χρόνο, από τον ίδιο πάνω-κάτω θίασο, και μόλις λες ότι, εντάξει, ξεμπλέξαμε από μερικές γραφικότητες να ‘σου κάτι γίνεται και ξαναμηδενίζουμε και πάλι η κόπρος του Αυγείου μαζεύεται (ή μάλλον αποκαλύπτεται, διότι πάντα εκεί ήτανε, κάτω απ’ το χαλάκι) και βρωμεί, οπότε τι ‘89 και τι ‘99 και τι ‘09, όλα ψιλοβρώμικα τα κόβω, και δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ενόψει ’19 εδώ που τα λέμε.

Αλλά εκεί που τα αναχώνευα όλα αυτά της εποχής (είναι και εικοσιτέσσερα χρόνια πίσω, δεν είναι και λίγα) κάπου ξεθάφτηκε και μια προσωπική ιστορία, σχετικά ασήμαντη οπωσδήποτε, αλλά που ωστόσο μου έχει κληροδοτήσει ένα ορισμένο, ας το πούμε «τικ», κάτι σαν ανασήκωμα του φρυδιού ανάμικτο με μια έξαρση δυσπιστίας που με πιάνει ακόμα και σήμερα όταν ακούω ορισμένα πράγματα από μερικούς ανθρώπους (όλως τυχαίως του αντιθέτου φύλου). Φυσικά δεν είναι σωστό να γενικεύει κανείς αδιακρίτως (χώρια που ορισμένοι αγαπημένοι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι το σήκωμα του φρυδιού και τις κρίσεις δυσπιστίας τις είχα ανέκαθεν και χωρίς να χρειάζομαι άλλες αφορμές), ωστόσο μέχρι εκείνη την αποφράδα ημέρα (ή μάλλον νύχτα) του καλοκαιριού του ’89 δεν με είχε προβληματίσει ποτέ η «αξιοπιστία» των φίλων, ή, καλύτερα, των φιλενάδων.

Αλλα εκείνο το Σάββατο δεν ήταν σαν όλα τα Σάββατα, καθότι είχα κανονίσει να βγω με την Κ., μια κοπέλα που μου προκαλούσε μια ακαταμάχητη έλξη αν και αυτά που μας χώριζαν ήταν οπωσδήποτε πολλά περισσότερα από όσα μας ένωναν. Ειδικά εκείνη την εποχή των πολιτικών παθών, με δεδομένο ότι η Κ. ήταν οπαδός (φανατίλα κιόλας) του Προέδρου Αντρέα (έτσι τον έλεγε: ο Πρόεδρος) ενώ εγώ τον αντιπαθούσα έκπαλαι τον πρόεδρα από το μακρινό ’81 που είχε τάξει ότι θα καταργήσει τις Πανελλήνιες εξετάσεις (ή καλύτερα από το ’85 που έδωσα, αφότου τις μετονόμασε σε Πανελλαδικές). Οπότε κάνα δυο έξοδοι που είχαμε επιχειρήσει σε ουζερί και μπαράκια είχαν κάπως καταλήξει σε ξενέρωτες πολιτικές συζητήσεις, θέμα που οπωσδήποτε έκανε τα αίματα να βράζουν και τα πάθη να ανάβουν, αλλά για εντελώς λάθος λόγους. Έτσι, αντί να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα για άλλου τύπου εξομολογήσεις, καταλήγαμε σε απαριθμήσεις σκανδάλων και κριτική υπουργικών αποφάσεων· άντε να πραγματώσεις την έλξη σου μετά από αυτό.

Όμως εκείνο το Σάββατο ήμουν αποφασισμένος να μην παρασυρθώ σε αψιμαχίες της κακιάς ώρας. Είχα συγκεντρώσει (με αιματηρές οικονομίες) ένα ποσό που θα μου επέτρεπε με σοφή διαχείριση να κεράσω όχι μόνο σινεμά στη Σταδίου, αλλά αφού προτείνω δήθεν αδιάφορα «να πάμε για ένα ποτήρι κρασί εδώ παραδίπλα» να τρυπώσω στη Στροφιλιά όπου θα ζητούσα ένα μπουκάλι (ναι, ολόκληρο μπουκάλι) Ρομπόλα Κεφαλλονιάς συνοδευόμενο από ποικιλία τυριών με μπρι και καμαμπέρ και γραβιέρα συν ένα πιατάκι καρδιές αγκινάρας με σάλτσα ροκφόρ. Έτσι θα εντυπωσίαζα τη συνοδό μου τόσο με τη χουβαρντοσύνη μου όσο και με το class, καθότι το μαζαγί ήταν στέκι μεγαλοδημοσιογράφων (την εποχή εκείνη οι πιο πολλές εφημερίδες είχαν γραφεία εκεί γύρω) και εν γένει κουλτούρας. Φυσικά είχα διαλέξει το συνδυασμό κρασιών και μεζέδων με απόλυτο κριτήριο την τιμή. Θα ξεπαραδιαζόμουνα βέβαια, αλλά άμα όλα πήγαιναν καλά δε θα χρειαζόταν ταξί για να γυρίσω σπίτι· γιατί να γυρίσω άλλωστε; Θα μπορούσαμε να καβαλήσουμε το μηχανάκι της Κ. και να περιπλανηθούμε για ώρα πριν καταλήξουμε σπίτι της. Θα την κράταγα από τη μέση απαλά ενώ θα οδηγούσε το μηχανάκι. Θα μπορούσα ενδεχομένως και να την κρατήσω απαλά και χωρίς μηχανάκι. Θα μπορούσα ακόμα να...

Χτύπησε το τηλέφωνο και μου διέκοψε την ονειροπόληση. Ήταν εκείνη. Κοίταξα μηχανικά το ρολόι· κόντευε οχτώμισι. Το ραντεβού μας ήταν στις εννιάμιση. Μου μίλησε με ένα ύφος κάτι ανάμεσα σε θρηνητικό και απαρηγόρητο. Δυστυχώς πονούσε πολύ και δεν μπορούσε να βγει απόψε.

- Τι έκανε λέει;
- Πο-νά-ω.


Μου είχε ξαναμιλήσει γι’ αυτό, είχε ένα όνομα που θα μπορούσε να είναι σύνδρομο ευερέθιστου κάτι ή σπαστική κάτι άλλο. Την έπιανε από καιρού εις καιρόν και όταν την έπιανε δεν την άφηνε, μπορούσε να κρατήσει μέρες. Ήταν χάλια. Έτσι ακουγόταν κιόλας. Χάλια απερίγραπτα. Λυπόταν πολύ που μου χάλασε τη βραδιά. Θα βγαίναμε οπωσδήποτε όταν θα αισθανόταν καλύτερα. Αλλά μάλλον θα έπρεπε να μείνει μέσα, ίσως για μέρες. Είχε πάρει παυσίπονα και χαλαρωτικά αλλά δεν την έπιανε. Της ξέφυγαν κάτι λυγμοί. Αλλά σκεφτόταν εμένα μέσα στην πόνο της. Τι θα νόμιζα γι’ αυτήν.

- Μα όχι, τι λες τώρα. Αν χρειάζεσαι τίποτα, πες μου να έρθω.
- Όχι, δεν είναι ανάγκη. Δε μπορείς να κάνεις κάτι. Ούτε εγώ άλλωστε. Θα πρέπει να περιμένουμε.
- Ε, να περιμένουμε τότε...
είπα βλέποντας τη Ρομπόλα και τις καρδιές αγκινάρας να εξατμίζονται. Όχι μόνο αγκινάρας.
- Θα σε περιμένω, μου είπε με παράξενη θέρμη. Μην ανησυχείς. Αλλά τώρα πονάω.

Η φωνή της ήταν σπασμένη, φαινόταν ότι στ’ αλήθεια υπέφερε. Αλλά ήταν πολύ αναγνωρίσιμη φωνή ακόμα κι έτσι. Έκλεισε· έμεινα να κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη με το τηλέφωνο στο αυτί. Ύστερα αποφάσισα να μην ξοδέψω το υστέρημά μου σε αηδίες και να το φυλάξω για την ώρα που «θα με περιμένει». Αρχικά έλεγα να κάτσω μέσα και να διαβάσω (πλησίαζε και η εξεταστική άλλωστε) όμως μετά τις δέκα με έπιασε ένα πλάκωμα αφόρητο. Βγήκα στο δρόμο καπνίζοντας· αποφάσισα να εκστρατεύσω στην Αθήνα με το λεωφορείο των έντεκα. Θα κατέβαινα στην Ομόνοια να πάρω τις κυριακάτικες εφημερίδες. Αν δεν προλάβαινα να γυρίσω με το τελευταίο των δώδεκα, είχα την επιλογή του νυχτερινού λεωφορείου των δωδεκάμιση που πήγαινε από μια άλλη διαδρομή. Στη χειρότερη περίπτωση θα ήμουν σπίτι λίγο πριν τη μία. Θα είχα τσιγάρα και εφημερίδες, και θα είχα ξοδέψει πολύ λίγα. Θα έβγαινε το Σαββατόβραδο, η μισή Κυριακή και βάλε. Το απόγευμα θα έκανα ένα τηλεφωνάκι να δοκιμάσω την τύχη μου. Δεν ξέρεις ποτέ.

Η Ομόνοια μάζευε τη συνήθη πελατεία της εποχής. Θαμώνες των τσοντοσινεμά, πρεζόνια που ζητιάνευαν κάνα κατοστάρικο, αργόσχολους που χάζευαν τις φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες που δημοσίευαν σε συνέχειες κασέτες με υποκλαπείσες συνομιλίες. Μύριζε παρακμή και πτώση, τέλος εποχής. Επιθεώρησα τους τίτλους και ψώνισα Καθημερινή, Βήμα, Ελευθεροτυπία και την Αυγή. Ο βαριεστημένος εφημεριδοπώλης μου τις έβαλε σε μια σακούλα. Κοίταξα την ώρα· ήταν αδύνατον να προλάβω το λεωφορείο των δώδεκα, άρα θα πήγαινα για το νυχτερινό. Η αφετηρία ήταν στην Ακαδημίας. Άρχισα να ανηφορίζω νωχελικά την Πανεπιστημίου. Στο ύψος της Ιπποκράτους έστριψα αριστερά. Σταμάτησα σε ένα παγκάκι, άναψα τσιγάρο και τράβηξα το Βήμα από τη σακκούλα. Άρχισα να διαβάζω τα παραπολιτικά του Βηματοδότη. Κάποια στιγμή κοίταξα το ρολόι· κόντευε δώδεκα και είκοσι. Είπα να πάω εγγύτερα στην αφετηρία καλού κακού, κι άρχισα να βηματίζω κρατώντας ανοιχτή την εφημερίδα μπροστά μου. Διέσχισα την Ασκληπιού διαβάζοντας. Εκεί την άκουσα. Γελούσε, αλλά η φωνή της ήταν πολύ αναγνωρίσιμη ακόμα κι έτσι.

Κατέβασα σιγά σιγά την εφημερίδα. Πίσω από το Βήμα, ένα-δυο μέτρα, ξεπρόβαλε η πλάτη της Κ. Τρανταζόταν από τα γέλια. Φορούσε ένα εφαρμοστό καλοκαιρινό φουστανάκι με λουλούδια. Πολύ εφαρμοστό και πολύ καλοκαιρινό, όλο ανοίγματα. Το σώμα της ξεχείλιζε ανάμεσα στα λουλούδια. Πίσω ακριβώς από τα λουλούδια γελούσε ένα ψηλός τριαντάρης με άσπρο πουκάμισο. Το βλέμμα του ήταν εμφανώς στα ανοίγματα του φουστανιού. Της είπε κάτι που δεν άκουσα κι ύστερα με κοίταξε φευγαλέα. Ανασήκωσα πάλι τη εφημερίδα ώστε να καλύπτει το πρόσωπό μου και προσγειώθηκα σε ένα παγκάκι μπροστά στην αφετηρία. Πέρασαν από μπροστά μου βαδίζοντας προς τη Σίνα. Κοντοστάθηκαν λίγα μέτρα δεξιά και κοιτάχτηκαν. Ο ψηλός άπλωσε το χέρι του κι έκανε μια κίνηση σα να της χάιδευε το μάγουλο ή τα μαλλιά ή το αυτί ή κάτι στα δεξιά του προσώπου. Εκείνη έγειρε κάπως προς τα εκεί και του χαμογέλασε.

Ήρθε το λεωφορείο· η πόρτα του άνοιξε μπροστά μου και με κατάπιε μαζί με την εφημερίδα. Με ξέρασε στο σπίτι κατά τη μία. Έκατσα και διάβασα όλες τις εφημερίδες μέχρι που άρχισε να ξημερώνει κι ύστερα παραδόθηκα σε έναν ανήσυχο ύπνο ως το απόγευμα της Κυριακής. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να σηκώσω το τηλέφωνο. Τη Δευτέρα το μεσημέρι την πέτυχα στο κυλικείο της σχολής.

- Πώς είσαι; ρώτησα όλο ευγένεια. Πονάς ακόμα;
- Άστα, μαύρο Σαββατοκύριακο πέρασα, χάλια.


Κούνησα το κεφάλι με κατανόηση.

- Έλεγα να σε πάρω τηλέφωνο χτες μήπως ήθελες να βγούμε αλλά σκέφτηκα να μη σε ταλαιπωρήσω άμα δεν είσαι καλά.
- Και πολύ καλά έκανες,
είπε εμφατικά. Ούτε χτες μπορούσα να κουνηθώ ούτε προχτές.
- Να υποθέσω δηλαδή ότι δε βγήκες καθόλου το σ/κ...
- Αστειεύεσαι; Πού να πάω; Στιγμή δεν βγήκα από το σπίτι. Μιλάμε, ήμουνα κομμάτια.


Συνέχισα να κουνάω το κεφάλι με κατανόηση, αλλά για κάποιο λόγο το αριστερό μου φρύδι είχε υψωθεί απροσδόκητα και δεν κατέβαινε με τίποτα.

- Εσύ τι έκανες τελικά;
- Μπα, τίποτα, διάβαζα εφημερίδες.
- Κρίμα μωρέ, λυπάμαι που σου χάλασα τη βραδιά.
- Μα δε μου τη χάλασες. Ξέρεις πόσα πράγματα μπορεί να μάθει κανείς ενώ διαβάζει το Βηματοδότη, ας πούμε;
- Καλά, μην αρχίσεις να μου λες για τον Κοσκωτά πάλι...


Δεν της είπα. Της ευχήθηκα απλώς περαστικά. Με ευχαρίστησε και μου υπενθύμισε (με τη θερμή, αναγνωρίσιμη φωνή της) ότι θα με περιμένει. Να κανονίσουμε εντός των ημερών. Τη διαβεβαίωσα ότι θα της τηλεφωνήσω το ταχύτερο.

Ύστερα πήγα στο Music Corner και στο Θεμέλιο και αντάλλαξα το υστέρημά μου με δίσκους (βινυλίου...) και βιβλία. Μου περίσσεψαν κάτι ψιλά· ίσα ίσα για τσιγάρα κι εφημερίδες.


Σ.Σ. Αν υπάρχει ένα πράγμα που θυμάμαι με μια ορισμένη οιονεί νοσταλγία από τα τέλη της δεκαετίας του '80 είναι τα νυχτερινά λεωφορεία και η χαρακτηριστική τους ανθρωποπανίδα. Άντε και η προσμονή της φρεσκοτυπωμένης εφημερίδας (χωρίς δώρα και προσφορές, μόνο για το περιεχόμενο) αργά το βράδυ του Σαββάτου.

Α, ναι, και το wine bar Στροφιλιά στη Χρήστου Λαδά, τις λίγες φορές που είχα αρκετά λεφτά για να μπω.