ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


6/6/14

Καπνός

Ο Λούκυ το στρίβει, από εδώ. Λόγω της πολίτικαλυ κορέκτ πρόσφατης εποχής, στα νεώτερα κόμικ δεν καπνίζει, αλλά μασουλάει ένα στάχυ.

Εκείνη την εποχή ήμουν έφηβος, όχι ακριβώς στην ηλικία με τα μπιμπίκια, αλλά λίγο μετά που προσπαθείς να κάνεις διάφορα επαναστατικά (τέλος πάντων, ρηξικέλευθα για τα μέτρα του πώς έχεις μεγαλώσει) και να δείξεις ακριβώς ότι έχεις μεγαλώσει, ή ακόμα ακόμα απλώς να δείξεις κάτι, οτιδήποτε φαίνεται να σου δίνει μια αίσθηση ταυτότητας και να σε κάνει να ξεχωρίζεις. Εκείνη η εποχή ήταν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, μια περίοδος μάλλον άχαρη γενικότερα, με στενά τζην και ενδεχομένως άσπρες κάλτσες, με προσδοκίες που καθόλου μα καθόλου δεν απεικονίζονται στις τυποποιημένες βιντεοταινίες της εποχής με τον Ψάλτη και το Σταμάτη Γαρδέλη, παρότι τα κουρέματα ήταν πάνω-κάτω τα ίδια (φρίκη...) και η γλώσσα περιελάμβανε κάμποσα «δικέ μου» και «μου τη δίνει» και χαρακτηριστικούς διαλόγους που μπορεί τυχόν να εντοπίσει κανείς σήμερα στα πρώιμα βιβλία του Πέτρου Τατσόπουλου ή του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (αν κυκλοφορούν ακόμα), πριν την επέλαση της έπαρσης που χαρακτήρισε το δεύτερο μισό της δεκαετίας και επώασε τον κυνισμό και το lifestyle της δεκαετίας του ’90.

Εκείνη την εποχή ήμουν έφηβος και όπως οι περισσότεροι έφηβοι βαριόμουνα φριχτά το σπίτι και το σχολείο και τη γειτονιά και την κάπως γκρίζα ατμόσφαιρα στο κλίμα που μπορεί να δει κανείς σε μερικά πλάνα από την ταινία «Οι Απέναντι» του Πανουσόπουλου όπου ένας κάπως στραβοχυμένος μαθητής ή φοιτητής Άρης Ρέτσος μπανίζει μια εκπάγλου καλλονής δήθεν «νοικοκυρά» Μπέττυ Λιβανού (που αν και όχι στην πρώτη της νιότη το 1981 που βγήκε η ταινία, δεν την έλεγες και μέση νοικοκυρά ακριβώς). Εγώ αντιθέτως μπάνιζα μια συμμαθήτρια ασχημούλα και αλλοπαρμένη, τόσο αλλοπαρμένη που δεν πρόσεχες καν ότι ήταν ασχημούλα, που είχε την αμφίβολη τιμή να εγκαινιάσει μια εισέτι μακρά σειρά γυναικών (έως της σήμερον) που με λατρεύουν ως άτομο μεν, αλλά δεν με θέλουν ως γκόμενο δε. Δεν ξέρω αν υπάρχει χειρότερη ατάκα να σου πουν από το «σε αγαπώ πολύ αλλά σε βλέπω σα φίλο» όπως διαπίστωνε όψιμα και ο Φοίβος Δεληβοριάς σε ένα τραγουδάκι, και σήμερα φυσικά θα έφευγα τρέχοντας και βρίζοντας αν άκουγα τη συγκεκριμένη διατύπωση ή κάποια παραπλήσια.

Εκείνη την εποχή όμως, φυσικά δεν παραδεχόμουν την ήττα και ως αντίδραση της αφιέρωνα ποταμούς από παθιασμένους ερωτικούς στίχους (μοτίβο που ευτυχώς μετρίασα με τον καιρό και εγκατέλειψα οριστικά όταν κάποτε διάβασα αληθινή ποίηση), στίχους που σήμερα ελπίζω η κοπέλα - καλή της ώρα όπου βρίσκεται - να τους έχει ανακυκλώσει ή βάλει στο τζάκι για προσάναμμα διότι δε θα αντέξω το ρεζιλίκι να τους ξαναβρώ μπροστά μου, εκτός από δυο-τρεις κάπως λιγότερο παθιασμένους που ίσως θα έστεκαν σε κανένα εφήμερο σουξεδάκι καμιάς παρακμιακής μπάντας της γειτονιάς, κάτι σαν πρώιμους Φατμέ ίσως, ωστόσο τον καλύτερο στίχο «τα παλιά καλά τραγούδια μας αφήσαν, θέλει θάρρος να το λες / κι οι παλιές μου θεωρίες δεν μου φτάνουν να σ’ αγγίξω όταν κλαις» πρόλαβε και τον έγραψε ο Πορτοκάλογλου πριν τον σκεφτώ εγώ, γαμώτο.

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ίντερνετ και κινητά τηλέφωνα, κι όταν στις αρχές του καλοκαιριού το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου πήγε οικογενειακώς να επισκεφτεί κάτι συγγενείς στη Γερμανία, έμεινα να περιφέρομαι περίλυπος στους δρόμους ασκόπως παρέα με κάτι συμμαθητές που με είχαν πάρει μυρωδιά και με δούλευαν με όλη την άνεση και τη σκληράδα της εφηβείας.

- Τι έγινε ρε, σε άφησε αυτή με τα πατομπούκαλα και πήγε να βρει κάνα γκόμενο στη Γερμανία;
- Κοίτα το μαλάκα που από τόσες γκόμενες που κυκλοφορούνε πήγε και καρφώθηκε στην Πίπη τη φακιδομύτη.


Εκείνη την εποχή ασκούσα την υπομονή μου και απέφευγα να απαντήσω στις προσβολές, παρότι και χοντρά γυαλιά φορούσε ο έρωτάς μου και φακίδες είχε άφθονες, και μουρμούραγα απλώς «δε με χέζετε, μαλάκες, σας είδαμε κι εσάς» και περίμενα να περάσουν οι μέρες παίρνοντας που και που κανένα τηλέφωνο στο πατρικό της μήπως είχε γυρίσει, κι άφηνα εις μάτην να χτυπάει δέκα και δεκαπέντε φορές μπας και το σηκώσει κάποιος που θα σήμαινε ότι γύρισαν επιτέλους. Αλλά μια μέρα χτύπησε το δικό μας τηλέφωνο και άκουσα τη φωνή της να μου λέει ότι ναι, γύρισαν, και μου είχε φέρει κάτι από τη Γερμανία, ένα δώρο, και ήθελε να μου το δώσει. Κι εμένα βέβαια η καρδιά μου σκίρτησε (ξέρετε τώρα, εφηβικά πράγματα) και κλείσαμε ραντεβού να πάμε το βράδυ σινεμά σε ένα θερινό που έπαιζε κάποια εμπορική αηδία που δε θυμάμαι τώρα (καθότι το ποθούμενον ούτε απέξω δεν πέρναγε από τα κουλτουριάρικα που πήγαινα εγώ), όπου αφού απέκρουσε αποφασιστικά για πολλοστή φορά τις απόπειρές μου να εκφράσω τα μεγαλειώδη μου αισθήματα, μου ενεχείρισε ένα πακετάκι καπνό Σάμσον.

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καπνός στο εμπόριο, ούτε χαρτάκια επιτρεπόταν να κυκλοφορούν (για να μη στρίβουν τσιγαριλίκια οι χασικλήδες, δήθεν, αλλά μάλλον για να προστατεύονται οι εθνικές καπνοβιομηχανίες). Οι κοινότατες σήμερα εικόνες στριψίματος τσιγάρων, μπορούσαν τότε να ειδωθούν μόνο σε μερικά καρεδάκια Λούκυ Λουκ ή σε κάνα παλιό γουέστερν. Σε παλιά λογοτεχνικά κείμενα είχα διαβάσει τη λέξη «καπνοσακούλα» που παρέπεμπε σε μια εποχή προϊστορική, πριν ανακαλυφθούν τα περίπτερα και τα περιεχόμενά τους. Τώρα είχα ό,τι πλησιέστερο σε αυτό ακριβώς μπροστά μου. Μου φάνηκε αρχαϊκό, σχεδόν απίστευτο.

- Τι είναι αυτό; ρώτησα με απορία.
- Καπνός, μου απάντησε με απροσποίητη υπερηφάνεια. Τον πήρα για σένα από το ντιούτι-φρη.
- Για μένα;
- Ναι, αφού καπνίζεις.


Εκείνη την εποχή η μαύρη αλήθεια ήταν ότι δεν κάπνιζα εν γένει, αν και σε κάνα πάρτι έκανα καμμιά τράκα κάνα Μαλμποράκι (όχι πολύ συχνά ώστε να μη με αποφεύγουν ως τρακαδόρο, εννοείται) και η κοπέλα με είχε δει μερικές φορές να ανάβω τσιγάρο ώστε να μετριάσω την αμηχανία ή την απογοήτευση από τη διαρκή χυλόπιτα. Της είπα «ευχαριστώ» με μισό στόμα κι εκείνη έφυγε τρέχοντας διότι την περίμεναν σπίτι νωρίς, λέει. Γύρισα κι εγώ στο δικό μου, όπου οι γονείς μου σιγά σιγά ετοίμαζαν την καλοκαιρινή εκστρατεία στην Ικαρία (Ιούλιος ήτανε) κι έκρυψα το πακετάκι με τον καπνό, σφιχτά τυλιγμένο στην κίτρινη σακούλα του ντιούτι φρη για να μη μυρίζει (φυσικά μύριζε), σε ένα συρτάρι ενός γραφείου που κανείς ποτέ δεν άνοιγε, καθώς αν με τσάκωναν οι δικοί μου με τσιγάρα θα είχαμε πολύ κακά ξεμπερδέματα.

Εκείνη την εποχή στην Ικαρία κατεβαίναμε με το «Ίκαρος», που πήγαινε Εύδηλο Τετάρτη-Παρασκευή και εκτάκτως Κυριακή. Την παραμονή της αναχώρησης έχωσα το κίτρινο σακουλάκι στη θήκη της κιθάρας κι έβγαλα όλο το ταξίδι κρατώντας την κιθάρα σφιχτά στο χέρι κι όταν φτάσαμε κάτω έκρυψα το πολύτιμο αντικείμενο σε ένα αποθηκάκι έξω από το σπίτι και το χώρο ευθύνης της μάνας μου. Ένα-δυο βράδια αργότερα το ξετρύπωσα και το έχωσα στην εσωτερική τσέπη του τζην μπουφάν (άλλο χαρακτηριστικό ένδυμα της εποχής) και κατηφόρισα για την πλατεία με έναν ανάλαφρο ίλιγγο.

Εκείνη την εποχή υπήρχε ακόμα θερινό σινεμά στην κάτω πλατεία του Ευδήλου, και πήγαμε με το φίλο μου το Ν. να δούμε κάτι σαν το «Τρεις ημέρες του Κόνδορα» ή ίσως το «Ο σταθμός 13 δέχεται επίθεση» αλλά ως συνήθως ο σινεματζής είχε μερικά προβλήματα με τη μηχανή προβολής και η ταινία κοβόταν συνεχώς (πράγμα που του είχε στοιχίσει στο παρελθόν την ατάκα «Σινεματζή, άσε το πουλί σου και πιάσ’ τη μηχανή σου» από κάτι αγαναχτισμένους κινηματογραφόφιλους στη γαλαρία), οπότε είχαμε κάμποσα μακρά διαλείμματα που τα φώτα άναβαν κι εμείς κοιτάγαμε γύρω γύρω για γνωστούς (εύκολο, όλοι γνωστοί ήταν) και πιάναμε κουβέντα, κι όταν εγώ βεβαιώθηκα ότι οι γύρω ήταν μεν γνωστοί αλλά όχι τόσο γνωστοί που να κινδυνεύω σοβαρά με άμεση διάχυση πληροφορίας προς την οικογένεια έκανα τη μαγική κίνηση και έβγαλα από την εσωτερική τσέπη το εξωτικό της περιεχόμενο. Ακούστηκε ένα «πω πω» από αριστερά μου που ήταν ο Ν. κι ένα «όπα ρε» από δεξιά που ήταν ένας γνωστός μας, αυτόχθων καριώτης βέβαια και όχι «Αθηναίος» σαν εμάς και μετά ταυτόχρονα και από τις δύο κατευθύνσεις ένα «Μαλάκα, θα μου στρίψεις ένα;»

Εκείνη την εποχή δεν ήξερα ακόμα να στρίβω τσιγάρα. Είχα δει τα τρία καρεδάκια στο Λούκυ Λουκ που λέγαμε και σκέφτηκα ότι θα ήταν εύκολο. Έβγαλα ένα χαρτάκι από το συνοδευτικό πακετάκι με τα τσιγαρόχαρτα, άνοιξα και το σακουλάκι (ο καπνός μοσχομύρισε γύρω και η περιέργεια ή ίσως η ζήλια χτύπησαν κόκκινο), πήρα ύφος βαθιάς γνώσης, έπιασα μια μπόλικη δόση καπνού, την τοποθέτησα στο χαρτάκι και δοκίμασα να το περιστρέψω. Τζίφος· η γενναία μου δόση έπεσε ανάμεσα στα χαλίκια που αποτελούσαν το δάπεδο του σινεμά. Ξαναδοκίμασα (με λιγότερο υφάκι) προσέχοντας να μη μου πέσει. Καμμία τύχη· δεν ξέρω πώς το έκανε ο Λούκυ Λουκ, πάντως εμένα από τη μία έκλεινε κι από την άλλη άνοιγε, ίνες καπνού πεταγόντουσαν δεξιά κι αριστερά, σάλιωνα και ξεσάλιωνα ματαίως. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα γελάκι, και πάνω που ετοιμαζόμουνα να πάρω χρώμα μελιτζανί ο εκ δεξιών παρακαθήμενος μου βούτηξε καπνό και χαρτάκια και σε περίπου τέσσερα δευτερόλεπτα είχε στρίψει ένα ωραιότατο και ολοστρόγγυλο άφιλτρο τσιγαράκι. Σε άλλα τέσσερα δευτερόλεπτα έστριψε ένα δεύτερο και το έδωσε στο Ν. Ύστερα με ρώτησε με εμφανή ειρωνεία:

- Να σου στρίψω κι εσένα;

Εκείνη την εποχή η αίσθηση του χιούμορ που είχα ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη από ό,τι αργότερα κι απόμεινα να τραυλίζω κάτι ακατάληπτα (ενώ πνιχτά γελάκια ακούγονταν εδώ κι εκεί) μέχρι που ο σινεματζής επισκεύασε όπως όπως τη μηχανή του αφήνοντας ενδεχομένως ό,τι άλλο κράταγε και τα φώτα έσβησαν πάλι και η ταινία συνεχίστηκε. Αλλά δεν την έβλεπα πια. Έβλεπα μόνο τις καύτρες, δεξιά και αριστερά μου, και τολύπες καπνού που υψώνονταν αργά και μου θόλωναν το οπτικό πεδίο, και διαλύονταν αργά στο νυχτερινό αέρα παρασύροντας μαζί τους θραύσματα συντετριμμένης υπερηφάνειας, καθώς και μια ξέθωρη ανάμνηση γυναίκας αγαπημένης (λέμε τώρα...) που διαλυόταν επίσης. Το υπέμεινα στωικά, όσο γίνεται να τα υπομένει κανείς στωικά αυτά τα πράγματα.

Κοντά τριάντα χρόνια μετά, θυμάμαι αυτό το πρώτο μου πακετάκι καπνού καθώς έχω μόλις ξετρυπώσει από ένα συρτάρι το «τελευταίο»: τον καπνό που αγόρασα πριν έντεκα χρόνια περίπου, μια-δυο μέρες πριν κόψω το τσιγάρο «για λίγο, μέχρι να καθαρίσει ο λαιμός μου κάπως» και το κράτησα καβάτζα άμα μου έρθει άξαφνα η επιθυμία, ώστε να μην τρέχω μες στη νύχτα να ψάχνω περίπτερο στην άδεια πόλη και γίνω ρεζίλι. Έχει πια ξεραθεί τελείως μετά από τόσον καιρό, και φυσικά είναι εντελώς άχρηστος για οποιαδήποτε μη συμβολική χρήση, αλλά μυρίζει ακόμα αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά. Τέσσερα ευρώ και ενενηνταεννέα λεπτά για μια συσκευασία πενήντα γραμμαρίων (σήμερα η συσκευασία των τριάντα γραμμαρίων κάνει περίπου έξι και εξήντα, από ό,τι βλέπω, δηλαδή αναλογικά τα διπλά και κάτι ακόμα.

Ο καιρός περνάει βέβαια, πώς να το κάνουμε.



Κι οι αλήτες γυροφέρνουνε στα πάρκα και στα τρίστρατα, άντε να δούμε τι θα ξανάβρουν.

1 σχόλιο:

Idom είπε...


Γειααα!

Επίσης επικίνδυνη ατάκα (να τρέχεις μακριά όταν την ακούς!) είναι το:
"είμαι μπερδεμένη..."
:-)

Κατά τα άλλα νομίζω ότι μαστιγώνεις τον θρύλο σου περισσότερο από όσο πρέπει. Μπορεί να κατάλαβαν ότι δεν σκάμπαζες από στρίψιμο τα φιλαράκια, αλλά θα παρέμεινες άστρο λαμπρό, αφού εσύ είχες φέρει τον καπνό.
Οι κακεντρεχείς ίσως σκέφτηκαν "κοίτα ρε, σε ποιους πέφτουν τα καλύτερα καπνά", αλλά αυτούς δεν τους θέλουμε.

Με έναν λίγο καλύτερο χειρισμό από την αρχή, θα είχες γίνει ο βασιλιάς τής νύχτας και όλα τα θηλυκά θα έκαναν ουρά για να σού δείξουν πόσο πολύ δεν σε βλέπουν σαν φίλο!
:-)


Στο αναμεταξύ, όπως συνηθίζεις, πάλι ξεκίνησες από την πόλη και μετά στην κορφύ κανέλα!
ΤΙ απέγινε με την Πίπη;
Εδώ που τα λέμε, ήταν αρκετά "τολμηρό" το δώρο της. (Για μαθήτρια από σπίτι...)

Ανέβασε μερικούς από τους στίχους σου!

Idom