ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


27/9/15

Ρεπορτάζ

Πρόσφυγες ενώ επιβιβάζονται σε λεωφορεία με προορισμό τον Ελαιώνα (© EUROKINISSI/ Γιώργος Κονταρίνης, από την Εφημερίδα των Συντακτών).

Δεν πολυπηγαίνω πια στην Αθήνα, αλλά ως συνεπής ετεροδημότης βρέθηκα την περασμένη εβδομάδα για τις εκλογές. Κατέβηκα Σάββατο μεσημέρι στο κέντρο να κάνω κάτι δουλίτσες και κάτι μικροψώνια που λόγω της γνωστής ικαριακής νωχέλειας δεν έχω ασχοληθεί τόσα χρόνια να βρω πώς μπορώ να τα κάνω στο Ηράκλειο. Εκεί που κατηφόριζα την Πανεπιστημίου για να εντοπίσω ένα λουράκι ωρολογίου χειρός, βλέπω στο πεζοδρόμιο, λίγο πριν τη Χαριλάου Τρικούπη, να κάθονται κατάχαμα καμιά τριανταριά πρόσφυγες.

Δεν μπορούσες να τους πάρεις για τίποτα άλλο, άντρες και γυναικόπαιδα αντάμα, με ένα σακκιδιάκι ο καθένας, κάτι περίμεναν. Σταμάτησα και τους περιεργάστηκα λίγο. Δε μου φάνηκαν εξαθλιωμένοι ή κάτι τέτοιο· καθαροί, σχετικά καλοντυμένοι, μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, μερικοί γελούσαν. Δεν είχαν εκείνο τον τρόμο στο βλέμμα που έχω δει σε άλλους απόκληρους. Αν δεν υπήρχαν οι απαραίτητες μαντήλες και τα κάπως λεβαντίνικα χαρακτηριστικά μπορεί και να τους έπαιρνες για ένα μεγάλο γκρουπ εκδρομέων που περιμένουν να περάσει το λεωφορείο τους.

Πάνω στην ώρα κατέφθασε ένα μεγάλο λευκό πούλμαν, από αυτά τα πολυτελή, με μαύρα φιμέ τζάμια. Οι πόρτες άνοιξαν και κατέβηκε ο οδηγός κι ένας άλλος τύπος, εμφανώς Έλληνες. Ο τύπος είχε από ένα κινητό σε κάθε τσέπη, με τα καλώδια του hands free να κατευθύνονται σε διαφορετικό αυτί ανά τηλέφωνο. Μιλούσε σε κάποιον στο ένα τηλέφωνο ενώ ταυτόχρονα άνοιγε το πορτάκι της μπαγκαζιέρας. Το πλήθος σηκώθηκε από το πεζοδρόμιο με εμφανή χαρά. Έκανε ουρά για να αφήσει ο καθένας τη μοναδική αποσκευή του και στη συνέχεια έμπαιναν από τη μεσαία πόρτα στο πούλμαν και καθόντουσαν στη θέση τους. Σε λίγο το πεζοδρόμιο είχε αδειάσει, αλλά το πούλμαν που δεν είχε γεμίσει ακόμα εντελώς περίμενε με ανοιχτές πόρτες. Ο οδηγός κάπνιζε στη μπροστινή πόρτα, ενώ ο καλωδιωμένος τύπος φρουρούσε τη μεσαία και την ανοιχτή μπαγκαζιέρα μιλώντας συνεχώς στο τηλέφωνο.

Πρόσεξα ένα μεσήλικα με άσπρο μπλουζάκι πόλο που πλησίασε, χαιρέτησε τον οδηγό ελληνιστί και μπήκε από τη μπροστινή. Ο κόσμος μέσα στο πούλμαν τον υποδέχτηκε με επιφωνήματα χαράς. Ο τύπος έπιασε το μικρόφωνο και άρχισε να τους μιλάει, μάλλον στα αραβικά. Δεν άκουγα καλά και πλησίασα κάπως από το σημείο που στεκόμουν. Ο οδηγός με κοίταξε ερωτηματικά.

- Τρέχει τίποτα;
- Ειδομενή;
ρώτησα.

Αντί άλλης απάντησης πέταξε εκνευρισμένος το τσιγάρο.

- Είμαστε νόμιμοι, είπε. Τη δουλειά μας κάνουμε.

Δεν αμφέβαλλα· αν ήταν παράνομοι δε θα έδιναν ραντεβού στη μέση της Πανεπιστημίου μέρα μεσημέρι, υπάρχουν ένα σωρό άλλα σημεία να κάνεις τη δουλειά σου. Για λίγη ώρα δεν συνέβη τίποτα, έσβησα κι εγώ το δικό μου τσιγάρο και πήγα να πάρω ένα λουράκι ωρολογίου χειρός. Ξαναπέρασα από το σημείο κάνα δεκάλεπτο αργότερα με το ρολόι με φρέσκο λουράκι στο χέρι. Το πούλμαν ήταν ακόμα εκεί, αλλά η σκηνή είχε ελαφρώς αλλάξει. Ένα δεύτερο πλήθος είχε μαζευτεί και πάσχιζε να χωρέσει τις αποσκευές του στη μπαγκαζιέρα και να μπει στο πούλμαν, αυτή τη φορά από τη μπροστινή πόρτα. Ο καλωδιωμένος έδινε οδηγίες, τις οποίες μετέφραζε ο τυπάκος με το άσπρο μπλουζάκι. Παραπέρα είχαν μαζευτεί πεντέξι περίεργοι και έκαναν χάζι. Πήγα κι εγώ δίπλα τους.

Πρόσεξα μια κοπέλα χωρίς μαντήλα που κρατούσε δυο σημαίες χιαστί στο τέλος της ουράς. Η μία σημαία ήταν ελληνική, η άλλη φαντάζομαι συριακή – πράσινη και μαύρη λωρίδα πάνω και κάτω, και στη μέση λευκή με τρία αστέρια. Δεν ήμουν εντελώς σίγουρος όμως καθότι οι σημαίες μερικών αραβικών κρατών μοιάζουν πολύ, και διαφοροποιούνται λίγο στο αριθμό των αστεριών και στο ακριβές χρώμα της κάθε λωρίδας.

- Τι είναι τούτοι; Τζιχαντιστές; ρώτησε ένας δίπλα μου.

Γύρισα και τον κοίταξα· καμμιά εβδομηνταριά χρονών, εμφάνιση συνταξιούχου.

- Δε νομίζω, είπα.
- Μα για κοίτα τους: φοράνε μαύρα και έχουν μούσια, επέμεινε, δείχνοντάς μου δυο νεαρούς γενειοφόρους με μαύρα t-shirt.

Σκέφτηκα ότι ξέρω στην Κρήτη πάρα πολλούς γενειοφόρους με μαύρα που δεν τους λες και τζιχαντιστές, αλλά περιορίστηκα να παρατηρήσω ότι τα μπλουζάκια γράφανε κάτι στα γαλλικά μάλλον που πρέπει να έλεγε κάτι σαν «βοηθήστε τους πρόσφυγες» και τα αρχικά μιας οργάνωσης, πιθανώς κάποιας MKO.

- Κι εγώ σου λέω ότι είναι τζιχαντιστές, επανέλαβε ο άλλος εμφατικά.
- Αν ήταν τζιχαντιστές, επέμεινα κι εγώ με τη σειρά μου, η κοπέλα δε θα ήταν ξεσκέπαστη, και δε νομίζω να κράταγε ελληνική σημαία.
- Ρε μας δουλεύουνε ρε. Αυτοί ήρθαν εδώ για να...
- Δεν ήρθαν
, τον έκοψα. Φεύγουν. Πάνε αλλού. Αυτό δε θέλετε;

Ο τύπος με κοίταξε με ένα ύφος που έλεγε «είσαι βλάκας». Προσπάθησα να του το επιστρέψω αναλλοίωτο, νομίζω με αρκετή επιτυχία. Απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας. Οι επιβάτες μπήκαν στριμωχτά στο πούλμαν, τελευταία η κοπέλα με τις δύο σημαίες. Ο μεσήλικας με το άσπρο πόλο έμεινε απέξω· τους αποχαιρέτησε καθώς το πούλμαν άναβε φλας για να βγει στη ροή της κυκλοφορίας. Το πεζοδρόμιο ήταν πια εντελώς άδειο.

Ανηφόρισα προς το μετρό· έκανα ένα μικρό κύκλο για να αποφύγω τον εβδομηντάρη με τους «τζιχαντιστές» που στεκόταν και χάζευε τους τίτλους των εφημερίδων σε ένα κιόσκι. Δεν πιστεύω ότι η βλακεία είναι κολλητική, αλλά δε βλάφτει να παίρνεις και μερικά στοιχειώδη μέτρα.

Κοίταξα την ώρα· ίσα που προλάβαινα να χρησιμοποιήσω το ίδιο εισιτήριο του μετρό με το οποίο είχα έρθει.



Σ.Σ. Όπως βρήκα μετά σε σχετικό άρθρο στη wikipedia, η σημαία που κράταγε η κοπέλα δεν ήταν η «επίσημη» σημαία του συριακού κράτους που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση Άσαντ, αλλά η «παλιά» σημαία που κατήργησε το Μπαάθ και έχουν τώρα επαναφέρει σε χρήση οι δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης (εκτός βέβαια από την Αλ-Κάιντα και το Ισλαμικό Χαλιφάτο / ISIS που έχουν δικές τους).

6/9/15

Ένας γέρος στο παγκάκι

Ο κύριος Γιάννης, στο παγκάκι έξω από το Φαρμακείο στο Κεραμέ. Φωτό Ροβυθέ, Αύγουστος 2015.

Καθόταν στο παγκάκι έξω από την είσοδο του φαρμακείου. Μπαίνοντας τον χαιρέτησα· κούνησε το κεφάλι. Βγαίνοντας με σταμάτησε.

- Εσύ με χαιρέτησες γιατί ξέρεις ποιος είμαι, αλλά εγώ δεν ξέρω εσύ ποιος είσαι.


Του είπα, κατά το ικαριακό έθος, τα ονόματα των γονιών μου. Με θυμήθηκε· ίσως να θυμήθηκε και ότι είχα βρεθεί στο σπίτι του μια-δυο φορές πριν λίγα χρόνια.

- Τι κάνουν οι γονείς σου; ρώτησε.

Του είπα την αλήθεια, ότι περνάνε τα χρόνια και το γήρας ου γαρ έρχεται μόνον. Συμφώνησε. Κι αυτός αυτής της γενιάς είναι, άλλωστε. Τον επαίνεσα πάντως που κρατιέται μια χαρά. Μου είπε ότι σε μερικούς, όπως στους δικούς μου, τα προβλήματα ξεκινούν από το κεφάλι, σε άλλους, όπως εκείνος, από τα πόδια. Πού κουράγια τώρα πια.

Ρώτησα αν πηγαίνει ακόμα στα χωράφια. Μου είπε ότι έχει φέρει τα χωράφια κοντά, γύρω από το σπίτι. Ό,τι είναι μακρύτερα το έχει δώσει αλλού, ώστε να μπορεί ο ίδιος να πηγαίνει στα κοντινά. Ρώτησα αν δεν πηγαίνει ούτε στο Δρούτσουλα.

- Όχι, με 350 ευρώ σύνταξη τι να πρωτοκάμεις; Άμα θες αμάξι για να ανέβεις στο Δρούτσουλα και να ξανακατέβεις, θες και μεροκάματο να πληρώσεις εργάτη, πάει η σύνταξη. Τα έδωσα κι εκείνα.
- Τίποτα ζώα δεν έχετε κρατήσει;
- Έχω, έχω κότες, έχω δυο κατσικούλες. Εδώ, στο σπίτι.


Ρώτησα για τη γυναίκα του, για τα παιδιά, τα εγγόνια (αν και μισοήξερα τις απαντήσεις). Του έδωσα συγχαρητήρια για το καινούργιο βιβλίο που εξέδωσε ο γιος του· μια λεπτομερή καταγραφή της ικαριακής εξωτερικής μετανάστευσης τον 20ο αιώνα. Δουλειά μυρμηγκιού, πολλών χρόνων. Το μάτι του έλαμψε· καμάρωνε μέσα του.

- Να ‘ξερες πόση δουλειά είχε αυτό το βιβλίο… Ό,τι δούλευε τα καλοκαίρια το ξόδευε για να πάει το χειμώνα στην Αμερική, την Αυστραλία, να μαζέψει το υλικό. Κι έγραφε μέρες, βδομάδες, μήνες… Είναι η τρέλα του.

Του είπα ότι οι τρελοί πάνε τον κόσμο μπροστά, οι γνωστικοί κάθονται στα αυγά τους και αν δεν υπήρχε μερικών η τρέλα ο κόσμος θα έμενε απαράλλαχτος. Φάνηκε να συμφωνεί. Παίνεψα και τη γραφή της κόρης του, ανέφερα τα διαδικτυακά της κείμενα κάμποσα από τα οποία δημοσιεύτηκαν επίσης πρόσφατα σε ένα συλλογικό τόμο.

- Ναι, κι εκείνη καλή είναι… είπε και χαμογέλασε.

Το είπε με έναν τόνο μεγάλης τρυφερότητας και με το ίδιο καμάρι, αλλά δε μίλησε παραπάνω· ίσως να σκεφτόταν ότι δεν είναι πρέπον να παινεύει πάρα πολύ τα παιδιά του συνομιλώντας με έναν περίπου άγνωστο. Γνωρίζω βέβαια ότι ο ίδιος έχει συμβάλει κατά πολύ στις ιστορίες της κόρης, με τις αφηγήσεις του για την Ικαρία μιας άλλης εποχής, πολύ συχνά ως πρωταγωνιστής τους. Γνωρίζω ακόμα πόσος πλούτος κρύβεται σε αυτές τις αφηγήσεις, όχι μόνο «λαογραφικά» ή γλωσσικά (μιλάει όμορφα παλιά καριώτικα που δεν μπορώ να αποδώσω στο γραπτό λόγο) αλλά και σαν πηγή αληθινής λογοτεχνίας που μόνο η ίδια η ζωή μπορεί να γράψει, καλύτερα από τη φαντασία του οποιουδήποτε συγγραφέα.

Μιλήσαμε ακόμα λίγο για κάτι παλιά πράγματα, για το αν ήταν συμμαθητές με ένα θείο μου (θυμόταν πεντακάθαρα την εποχή που πήγαινε σχολείο και μου διευκρίνισε ότι ο θείος, γεννηθείς το 1927, πήγαινε σε μεγαλύτερη τάξη από τον ίδιο που είναι του ’28). Στο τέλος ζήτησα να τον βγάλω μια φωτογραφία στο παγκάκι· απόρησε λίγο αλλά δεν αρνήθηκε. Η φωτογραφία δεν αποδίδει ακριβώς την εικόνα που έβλεπα ως τότε, κάπως σα να σφίχτηκε λίγο, να «πόζαρε». Δεν επέμεινα πολύ πάντως, άλλωστε τον έχω σε παλιότερες φωτογραφίες με την εγγονή του, πολύ πιο χαλαρό και γελαστό.

Τον αποχαιρέτησα για να επιστρέψω με τα φάρμακα στους δικούς μου· του είπα ειλικρινά πως χάρηκα που τον συνάντησα και πως ελπίζω να ξανασυναντηθούμε. Με χαιρέτησε ευγενικά κι έμεινε στο παγκάκι έξω από το φαρμακείο, δίπλα στο ακουμπισμένο ψαθάκι και στο καλάμι που χρησιμοποιεί ενίοτε αντί για μπαστούνι. Σε μερικούς το γήρας ξεκινάει από τα πόδια, είχε πει.

Μπήκα στο αμάξι σκεπτόμενος ότι σε ένα εναλλακτικό μέλλον ίσως θα παίζαμε κάποτε τάβλι στην αυλή του, κι ίσως τον άφηνα επίτηδες καμιά φορά να κερδίζει ώστε να χαίρεται λίγο περισσότερο και να χαμογελά. Είναι, θυμάμαι, μια από κείνες τις ωραίες καριώτικες αυλές, με δέντρα και λουλούδια. Σκέφτομαι ότι τα πρωινά θα βγαίνει να πιει τον καφέ του κοιτάζοντας τη θάλασσα κι ακούγοντας τις φωνές των παιδιών του Νηπιαγωγείου. Θα σκέφτεται όσα του έφερε η ζωή, καλά και κακά (και τις πίκρες που καθόλου δεν τις στερήθηκε, το ξέρω) κι ύστερα θα πιάνει το καλαμένιο μπαστουνάκι του και θα πηγαίνει στις κότες, στις κατσίκες, στο αμπελάκι του λίγο παραπέρα.

Στο βάθος είδα το πλοίο που έμπαινε στο λιμάνι. Βιάστηκα για να προλάβω να ετοιμαστώ· έφευγα σε λίγες ώρες.

2/9/15

Almost egg stories 2015

Λίγο πριν συμβεί το μοιραίο, με τοστάκι σήμα κατατεθέν και ασορτί λεμονάδα Ικαρίας, στον τόπο που λαμβάνουν χώρα οι περισσότερες από τις ιστορίες.


Πριν πολλά πολλά χρόνια όταν στον Εύδηλο υπήρχαν ακόμα πολλά ζητήματα υποδομών (που ακόμα υφίστανται, αλλά σε κάπως μικρότερο βαθμό), είχε συσταθεί μια τριμελής επιτροπή από πεντέξι άτομα (δηλαδή ήταν πεντέξι αρχικά, αλλά εν τέλει έμειναν οι τρεις) για να διευθετήσει το ζήτημα της παροχής νερού στον οικισμό από την πηγή της Αλάμας στην Ακαμάτρα. Οι νόμιμοι κάτοχοι της πηγής (δηλαδή οι Ακαματριώτες) αντιδρούσαν στην ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για νερό των Ευδηλιωτών εις βάρος των δικών τους υδρευτικών και αρδευτικών συμφερόντων και συνεχώς υπήρχαν προστριβές, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες που η ζήτηση νερού στον Εύδηλο αυξανόταν κατακόρυφα λόγω των παραθεριστών. Μέλη της επιτροπής ήταν ο κύριος Γιάννης, σεβάσμιος καθηγητής του Γυμνασίου Ευδήλου, ο καπεταν-Ξένος, εισέτι επιφανές μέλος της Ευδηλιώτικης κοινωνίας, και ο μαστρο-Λίας, επίσης ναυτικός, που αν και προσωρινός κάτοικος Ευδήλου, ως καταγόμενος από την Ακαμάτρα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του χωριού στην επιτροπή. Κάποια στιγμή υπήρξε μια κατ’ αρχήν συμφωνία για παροχή 120 κυβικών ημερησίως και η τριμελής επιτροπή μας είχε ανέβει στην πηγή για να εξασφαλίσει ότι τα συμφωνηθέντα θα τηρηθούν από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Ο μαστρο-Λίας, ως ειδικότερος επί της μηχανικής των ρευστών (λέμε τώρα...) είχε πατεντάρει ένα σύστημα διανομής με σωλήνες διαφορετικής διατομής που έστελνε διαφορετικές ποσότητες νερού στα δύο δίκτυα ύδρευσης, και με ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση εξασφάλιζε, κατά τα λεγόμενά του, την ακριβοδίκαιη μοιρασιά ανάμεσα στα δύο χωριά. Οι δύο βεριτάμπλ Ευδηλιώτες ωστόσο δυσπιστούσαν, και ήθελαν πειραματική επιβεβαίωση, οπότε επιτόπου σκαρφίστηκαν έναν αυτοσχέδιο τρόπο μέτρησης όπου η απόδοση του συστήματος διανομής μετριόταν σε αριθμό κουβάδων νερού που οι σωλήνες θα έβγαζαν σε καθορισμένο χρόνο. Αρχίζουν να λοιπόν να μετράνε κουβάδες, τόσοι από δω, τόσοι από κει, αλλά κάποια στιγμή ο καπετάνιος επιχειρεί να αποσπάσει την προσοχή του μηχανικού διηγούμενος ιστορίες από βαπόρια που είχαν κάνει μαζί τύπου «Θυμάσαι μαστρο-Λία, τότε στο Πορτ-Σάιντ που μας είχε πιάσει μια φουρτούνα δέκα μποφώρ», ενώ ταυτόχρονα ο πονηρός καθηγητής δράττεται της ευκαιρίας να βουτήξει δυο κουβάδες από το νερό που αναλογούσε στο ένα χωριό και να τους μεταφέρει στο άλλο με σκοπό να επωφεληθεί κατά τι η γενέτειρά του. Ωστόσο, ο μηχανικός πιάνει την κίνηση με την άκρη του ματιού του (έβλεπε καλά ακόμα τότε) και στρεφόμενος αφήνει κατά μέρος το Πορτ-Σάιντ και τσακώνει τον καθηγητή στα πράσα.

- Πού τους πας κουμπάρε τους κουβάδες;

Κι ο ετοιμόλογος καθηγητής απαντά:

- Για σένα τους παίρνω, κουμπάρε, μια και είσαι Ακαματριώτης αλλά το σπίτι σου είναι στον Εύδηλο, να παίρνεις λίγο νεράκι ακόμα από το χωριό σου να δροσίζεσαι.

(Σ.Σ. ...αλλά δεν τον τουμπάρανε.)

- . - . -

Πολλά χρόνια αργότερα, ο εν λόγω μαστρο-Λίας έχει αγοράσει ένα τραπέζι και έξι καρέκλες από την Αθήνα για το σπίτι του στον Εύδηλο, και αναθέτει λόγω εντοπιότητας τη μεταφορά τους σε γνωστή οικογένεια καλόβολων μεταφορέων από τις Ράχες, αντιπαρερχόμενος τη φήμη ότι ενίοτε χάνουν πράγματα κατά τη μεταφορά λόγω υπερβολικής καριωτίλας. Λίγες μέρες αργότερα, οι μεταφορείς καταφθάνουν στον Εύδηλο με τις έξι καρέκλες και το σώμα του τραπεζιού, τα αποθέτουν στο σπίτι του μαστρο-Λία, ο οποίος κοιτάζει και ξανακοιτάζει, μετράει και ξαναμετράει, και στο τέλος ρωτάει:

- Και πού είναι τα πόδια;
- Ποια πόδια;
- Τα πόδια του τραπεζιού.
- Μα ‘εν μού ‘δωκες πόδια.
- Βρε παλαβός είσαι; Πώς δε σου έδωσα πόδια; Κατάχαμα θα ακουμπάει το τραπέζι;
- ‘εν ξέρω είντα λες, πάντως πόδια ‘εν μού ‘δωκες. Ό,τι μού ‘δωκες το ήφερα.


Περίλυπος ο μαστρο-Λίας αφήνει την επιφάνεια του τραπεζιού κατάχαμα και καταριέται την ώρα και τη στιγμή που εμπιστεύτηκε τους εν λόγω συμπατριώτες, ωστόσο την επόμενη μέρα που ξυπνάει να πιει καφέ βρίσκει τα ελλείποντα πόδια αφημένα στην εξώπορτα. Περιχαρής μοντάρει το τραπέζι, ακουμπάει και τον καφέ απάνω, και παίρνει τηλέφωνο το μεταφορέα.

- Τα βρήκες τα πόδια τελικά, ε;
- Βρε είντα πόδια; Σού ‘πα και χτες πως πόδια ‘εν μού ‘δωκες.
- Πάψε βρε παραβάτη, και πώς βρέθηκαν σήμερα όξω αφ’ την πόρτα;
- Ε, πόδια είναι, πορπατούνε, πήραν το δρόμο κι ήρκουνταν μόνα τους. Πάντως εμένα πόδια ‘εν μού ‘δωκες.


- . - . -

Μια καριωτοπαρέα κάθεται στο καφενείο του Αυγά και διηγείται σκυλοϊστορίες με αφορμή το σκύλο ενός από τα μέλη που λαγοκοιμάται στα πόδια του αφεντικού του. Στο διπλανό τραπέζι ατενίζει το υπερπέραν ένας μοναχικός τύπος που πίνει μια μπύρα με ύφος και εμφάνιση εντελώς τελειωμένο από τα πιώματα και τις καταχρήσεις, πλήρως αδιάφορος για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του. Κάποια στιγμή η διήγηση δίπλα φτάνει σε ένα περιστατικό όπου ο σκύλος έχει εντοπίσει μικροσκοπική σκυλίτσα σε οίστρο εν μέσῃ πλατεία, της κάνει ωμή σεξουαλική επίθεση σηκώνοντας τον κόσμο στο πόδι, και τα σκυλιά καταλήγουν να έχουν κατά το κοινώς λεγόμενο «κολλήσει» εν μέσω γενικού χαμού, οπότε για να τα ξεκολλήσουν οι παρευρισκόμενοι αναγκάζονται να τα καταβρέξουν με έναν κουβά νερό.

Και τότε άξαφνα βγαίνει από τη νιρβάνα του ο τελειωμένος και ακούγεται να λέει χαμηλόφωνα αλλά ευκρινώς:

- Πω, πωωω ρε φίλε... Ας μου τύχαινε κι εμένα κι ας με μπουγελώνανε, δεν πειράζει...

- . - . -

Στο ίδιο καφενείο, κάποια στιγμή αρκετά προχωρημένης νύχτας, μια πελάτισσα μπαίνει βιαστική στον προθάλαμο των αποχωρητηρίων και εντοπίζοντας (πράγμα αρκούντως σπάνιο για τα δεδομένα του μαγαζιού) την πόρτα της τουαλέτας των γυναικών όχι μόνο ξεκλείδωτη αλλά και μισάνοιχτη μπουκάρει με φόρα μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσει έκπληκτη το παγωμένο βλέμμα μιας άλλης πελάτισσας που έχει ήδη καταλάβει το χώρο καθήμενη ήδη στη λεκάνη (και ενδεχομένως έχει αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη λόγω προβληματικού φωτισμού). Οι δυο γυναίκες κοιτάζονται αμήχανα για κάτι ανθυποκλάσματα του δευτερολέπτου και τότε το παγωμένο βλέμμα λέει στο έκπληκτο με μια φωνή σταθερή μεν αλλά πιο ψυχρή κι από κατάψυξη:

- Ξέρετε, θα προτιμούσα να μείνω μόνη.

- . - . -

Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν (αν και μόνο ένας Θεός ξέρει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα) ότι πριν πολλά χρόνια στον ίδιο περίπου χώρο, ο (συχωρεμένος πια) ιδιοκτήτης του καφενείου κάθεται ένα απογευματάκι την ώρα που έχει πέσει πια η κίνηση και δεν υπάρχει πελατεία, να παίξει μια παρτίδα τάβλι με ένα φίλο. Κάποια στιγμή στη διάρκεια ενός μάλλον αμφίρροπου παιχνιδιού «φεύγα», εισβάλλει ένας βιαστικός πελάτης κι αρχίζει να παραγγέλνει σε επιτακτικό τόνο έναν καφέ και ναι και όχι αλλά όχι με πολλή ζάχαρη και γρήγορα-γρήγορα. Χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια από το τάβλι ο καφετζής βγάζει από την τσέπη ένα πενηντάρικο (σε δραχμές, τότε), το προτείνει στον πελάτη και του λέει:

- Ε, άμα βιάζεσαι, δεν πα να τον πιεις στο Μπουνία απέναντι; Και κράτα και τα ρέστα.

(Σ.Σ. Το καφενείο του «Μπουνία», νυν Ευθύμη, ήταν το οιονεί ανταγωνιστικό κατάστημα στον Αυγά για πολλά πολλά χρόνια, μέχρι που ξανάνοιξε η Κολοκασού και άνοιξαν και μερικά ακόμα και γίναμε καμπόσοι).

- . - . -

Δυο αρκούντως νεαρές και τρισχαριτωμένες (οπωσδήποτε) κοπέλες που παραθερίζουν για πρώτη φορά στην Ικαρία λίγο πριν το τέλος των διακοπών τους ξανασυναντιούνται με τον Καριώτη φίλο τους που τους έχει δώσει σε ανύποπτο χρόνο κατευθυντήριες γραμμές πού να πάνε και τι να κάνουνε, και κάνουν απολογισμό της εμπειρίας:

- Καλά ε, περάσαμε καταπληκτικά. Μιλάμε πήγαμε παντού. Μέναμε στο Να, αλλά πήγαμε σε ένα σωρό παραλίες, Μεσαχτή, Λιβάδι, Σεϋχέλλες, Φάρο... Βρήκαμε κάτι τύπους στην παραλία και πήγαμε «για λίγο» στο πανηγύρι στο Πλατάνι και βρεθήκαμε να χορεύουμε με τα μαγιώ μέχρι το πρωί. Πήγαμε Ακαμάτρα σε ένα γλέντι, κατεβήκαμε στο Σταύλο σε ένα άλλο γλέντι με κάτι πιτσιρικάδες, γνωρίσαμε κάτι άλλες παρέες και πήγαμε Ράχες μπαρότσαρκα μέχρι το πρωί, μιλάμε ξεχάσαμε τον ύπνο τελείως. Ξενύχτι, γλέντι, και κρασί, και μετά παραλία κι άγιος ο θεός. Τα είδαμε όλα. Το μόνο που δεν είδαμε ήτανε αυτοί οι περίεργοι τύποι που μας είπες ότι υπάρχουν, πώς τους είπες; Ρούβαλοι; Κουρούβαλοι;
- Γκρούβαλοι
, απαντάει ο Kαριώτης. Δεν τους είδατε;
- Όχι, πουθενά.


Και τότε σκύβει ο τύπος προς το μέρος τους και λέει δήθεν συνωμοτικά:

- Κορίτσια, εσείς είστε οι γκρούβαλοι, αλλά εντάξει, μην το πείτε παραπέρα.

- . - . -

Στη συνέχεια της συζήτησης η παρέα παραγγέλνει από ένα (διάσημο πλέον) τοστάκι – σήμα κατατεθέν του μαγαζιού, μόνο που ο Καριώτης, γνωστός κάπως ευτραφής μπλόγκερ διευκρινίζει επιτακτικά ότι το δικό του δεν πρέπει να περιέχει ντομάτα με κανέναν τρόπο. Όντως έρχονται τα τρία τοστ, το ένα χωρίς ντομάτα, και οι νεαρές υπάρξεις ρίχνονται με βουλιμία στο αντικείμενο του πόθου, ωστόσο σε μια αποφασιστική δαγκωματιά η μία πιέζει κάπως υπερβολικά το τοστ της έτσι ώστε ένα ικανού μεγέθους τεμάχιο ντομάτας εκσφενδονίζεται και προσγειώνεται αποφασιστικά πάνω στην (επίσης ικανού μεγέθους) κοιλιά του ιστολόγου. Η κοπέλα σπεύδει να ζητήσει κάτι συγγνώμες, αλλά ο ψύχραιμος Καριώτης απλώς αναστενάζει ελαφρά και στη συνέχεια τσιμπάει το σκαλωμένο τεμάχιο και το καταβροχθίζει με συνοπτικές διαδικασίες. Ελαφρώς σοκαρισμένη η νεαρά καλλονή ψελλίζει:

- Μα νόμιζα πως δε σου αρέσει η ντομάτα.

Και ο ιστολόγος ατάραχος:

- Ε, ήρθε που ήρθε στην κοιλιά μου, ας τη βάλουμε τουλάχιστον στη σωστή πλευρά.

(Σ.Σ. Για τους γνωρίζοντες, ήμπε που 'μπε...)


(Η φετινή χρονιά δεν ήταν και φοβερά κεφάτη οπότε η ετήσια συλλογή ιστοριών ήταν κάπως φτωχή. Εκτός από τις δύο πρώτες που είναι οικογενειακό φολκλόρ, οι υπόλοιπες διαδραματίζονται (ή θα μπορούσαν να είχαν όντως διαδραματιστεί, αν ήταν αληθινές) στο καφενείο του Αυγά στην πλατεία του Ευδήλου, πράγμα που σχεδόν δικαιολογεί τον τίτλο της ανάρτησης. Ο φιλομαθής αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σε παλιότερες ανάλογες ιστορίες που έχουν δημοσιευτεί στο ιστολόγιο,
το 2009 εδώ,
το 2010
εδώ κι εδώ,
το 2011
εδώ
το 2012 εδώ
το 2013 εδώ και
το 2014 εδώ.

Εννοείται ότι φέτος δεν κάνουμε κριτική καλλιτεχνικών εκδηλώσεων μη βρούμε κάνα μπελά πάλι.)