ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


28/10/17

Πινελάκι Νο 2


Νομίζω το έχω ξαναδηλώσει με διάφορες ευκαιρίες, πάντως είναι γεγονός ότι δεν έχω καμμία σχέση με τις εικαστικές τέχνες. Αν και έχω κατά καιρούς γνωρίσει καλλιτέχνες αυτής της κατηγορίας και έχω και μια πολύ αγαπημένη φίλη που είναι αρκετά γνωστή εικαστικός, οι προσωπικές μου επιδόσεις π.χ. στη ζωγραφική είναι από άθλιες έως ανύπαρκτες. Θυμάμαι τη φρίκη που βίωνα στο δεύτερο έτος του Βιολογικού που μας υποχρέωναν να ζωγραφίζουμε σε ένα τετραδιάκι τα παρασκευάσματα που βλέπαμε στο μικροσκόπιο, κάτι συσσωματώσεις βακτηρίων και κάτι φυτικά κύτταρα· οι εικόνες που κατάφερνα να φτιάξω μετά από πολλή προσπάθεια αφενός δεν θύμιζαν σε τίποτα αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου στην αντικειμενοφόρο πλάκα και αφετέρου είχαν κάτι το εφιαλτικό per se. Γρήγορα κατέληξα αντί να προσπαθώ να ζωγραφίσω, να περιγράφω απλώς με λέξεις την εικόνα: τέσσερα μιτοχόνδρια και ένα λυσόσωμα, στη μέση ο πυρήνας και γύρω γύρω από τη μεμβράνη ένα χοντρό κυτταρικό τοίχωμα. Με τις λέξεις τα πήγαινα πάντα πολύ καλύτερα.

Στο τέλος του εξαμήνου ανακουφίστηκα με το σωτήριο εξαράκι (είχα ορκιστεί ότι δεν θα πέρναγα κανένα μάθημα με πέντε για να μη με κατηγορήσουν ότι κάνω χρήση του λεγόμενου «συνδικαλιστικού πέντε» και να μπορώ να βγάζω λόγους άφοβα στις συνελεύσεις), κυρίως επειδή με γλύτωνε από την υποχρέωση να ξανακάνω το εργαστήριο και να ξαναϋποστώ το μαρτύριο. Μου έμεινε η ζήλια βέβαια για εκείνους τους συμφοιτητές μου που όχι μόνο αποτύπωναν με σαδιστική ευκολία τα τέσσερα μιτοχόνδρια κλπ. – μερικοί μάλιστα με τόση λεπτομέρεια που προτιμούσες να βλέπεις τη ζωγραφιά παρά το παρασκεύασμα – αλλά επιπλέον γέμιζαν σελίδες επί σελίδων με άλλες ζωγραφιές, σκιτσάκια των προσώπων μας ή και δημιουργήματα της φαντασίας τους, μερικές μάλιστα ιδιαίτερα πολύπλοκες και απαιτητικές, χωρίς καμμία ιδιαίτερη προσπάθεια.

Ακόμα και στην παιδική μου ηλικία, που υποτίθεται ότι κάθε παιδί κρύβει μέσα του ένα δυνητικό καλλιτέχνη, οι ζωγραφιές μου υπέφεραν από την ίδια αθλιότητα. Ακόμα χειρότερα, είχα πλήρη συναίσθηση του γεγονότος, κι όταν κάποτε μου έφερε ο πατέρας μου γυρνώντας από ένα ταξίδι ένα μπλοκ ακουαρέλας και ένα σετ από εξηντατέσσερις κερομπογιές (αριθμός χρωμάτων εξωπραγματικός για τα δεδομένα της εποχής) θυμάμαι ότι όλη μου η απόλαυση ήταν να μαθαίνω τα ονόματα των χρωμάτων (λέξεις, λέξεις...), λέξεις άγνωστες και μυστηριακές, όπως ματζέντα, άκουα, σιέλ και φούξια, λέξεις που ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να αντιστοιχήσω επακριβώς με χρώματα. Χρησιμοποίησα το μπλοκ κυρίως για να γράφω λέξεις με περίεργα χρώματα, και αραιά και που έφτιαχνα κάτι απλό και εύκολο, ένα ουράνιο τόξο ας πούμε.

Γρήγορα άφησα το κουτί με τα χρώματα (θα βρίσκονται ακόμα τα καϋμένα πουθενά...) κι έπιασα πινελάκι από όσο θυμάμαι μία και μόνη φορά που ως Σύλλογος Φοιτητών αποφασίσαμε να κάνουμε μια αισθητική παρέμβαση στο αίθριο έξω από τα αμφιθέατρα στην Πανεπιστημιούπολη. Ατυχώς η απόφαση ελήφθη από μια συγκυριακή πλειοψηφία στην οποία δεν συμμετείχε η παράταξη ενός συγκεκριμένου κόμματος (με Κ κεφαλαίο), τα μέλη της οποίας αισθάνθηκαν την ανάγκη να γεμίσουν σε ανύποπτο χρόνο το εν λόγω αίθριο με υπερμεγέθη συνθήματα με κόκκινη μπογιά που δόξαζαν το τάδε συνέδριο της νεολαίας (μιλάμε για δεκαετία του ’80 που είχαν ακόμα κάποια πέραση αυτά τα πράγματα) και μάλιστα να παρατάξουν πλήθη νεολαίων (τους) πέριξ του αιθρίου τα οποία προειδοποιούσαν με πολύ σοβαρές συνέπειες όποιον τυχόν άγγιζε τους τοίχους με βλάσφημες προθέσεις εικαστικής παρέμβασης, προς δόξαν των δημοκρατικών διαδικασιών του Συλλόγου.

Η δράση φέρνει αντίδραση και σύντομα μαζεύτηκαν ετερόκλητα πλήθη αντιφρονούντων από τη μετριοπαθή δεξιά ως την (πολύ) επαναστατική αριστερά με ολίγη αντιεξουσιαστική εσάνς και το πράγμα εξελίχθηκε σε επείδειξη δύναμης με σπρωξίδια, βρισίδια και παρολίγον μπουνίδια όταν κάποιος (όχι ιδιαίτερα εριστικός είναι η αλήθεια) σύντροφος βρέθηκε καπελωμένος με ένα κουβά αντιεξουσιαστικής μπογιάς, και τα χειρότερα απεφεύχθησαν όταν κατέβηκε ένας κοτζάμ κεντροεπίτροπος του κόμματος που τύγχανε καθηγητής σε παραδιπλανό Τμήμα και περιμάζεψε τη νεολαία, αφήνοντας το αίθριο στη διάθεση του ετερόκλητου πλήθους εκ δεξιών και αριστερών, που ξενερωμένο βέβαια μετά το μελέ που είχε προηγηθεί αντί για εικαστική παρέμβαση έκανε ο καθένας ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι, όχι πάντα και φοβερής αισθητικής. Πήγα κι εγώ για συμβολικούς λόγους κι έφτιαξα ένα στραβό πεντάγραμμο με δυο νότες και το κλειδί του σολ, και εγκατέλειψα τα πινέλα μια για πάντα.

Αφοσιώθηκα λοιπόν στην επιστήμη ούτως ειπείν για καμιά εικοσαετία εδώ κι εκεί, και κάποτε πήρα των ομματιών μου και κατέβηκα στην Κρήτη για να ξεκινήσω ένα καινούργιο πρότζεκτ εντομολογικού περιεχομένου. Η καινούργια μου επιβλέπουσα με ξενάγησε στο εργαστήριο, μου έδειξε το γραφείο μου, τον πάγκο εργασίας, και ύστερα με κατέβασε στο υπόγειο και με έβαλε σε ένα δωμάτιο όπου γύρω γύρω από τον κεντρικό πάγκο υπήρχαν διάφορα στερεοσκόπια όπου έμπειροι και μαθητευόμενοι επιστήμονες αντάμα κοιτούσαν κάτι κουκιδίτσες πάνω σε κάτι πλατώ που ενώνονταν με ένα σωλήνα από τον οποίο έβγαινε κάποιο αέριο κάνοντας μπουρμπουλήθρες σε μια κωνική φιάλη.

- Και εδώ, είπε η επιβλέπουσα με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, είναι το φλάιρουμ.
- Το φλάιρουμ, επανέλαβα διστακτικά, προσπαθώντας να καταλάβω το κρυμμένο νόημα της φράσης.
- Εδώ δουλεύουμε με τις μύγες, συμπλήρωσε.

Αντελήφθην ότι οι μύγες (flies, άρα flyroom) ήταν οι κουκιδίτσες πάνω στα πλατώ. Το αέριο ήταν διοξείδιο του άνθρακα που τις αναισθητοποιούσε. Έριξα μια ματιά σε ένα στερεοσκόπιο. Τώρα τις έβλεπα καθαρά· μυγάκια του είδους Drosophila melanogaster, το πιο κλασικό πειραματόζωο γενετικής. Δεν το είχα δουλέψει ποτέ ως τότε.

- Και πώς τις χειρίζεστε; είπα αθώα.
- Σωστά, είπε η επιβλέπουσα. Καλή ερώτηση.

Έβγαλε από ένα συρτάρι μια σχολική κασετίνα, παιδική, με αρκουδάκια. Σκέφτηκα ότι θα ήταν της κόρης της (είχε παιδιά που πήγαιναν σχολείο τότε). Την άνοιξε, την ψαχούλεψε, κι έβγαλε από μέσα μια αρμαθιά λεπτά πινελάκια. Τράβηξε το ένα με προσοχή και μου το έτεινε.

- Ορίστε. Το καλύτερο σου δίνω.

Προς στιγμήν με έπιασε ένας αταβιστικός διανοητικός τρόμος. «Έχει γούστο» σκέφτηκα «να με βάλει να ζωγραφίζω τις μύγες με το πινελάκι.» Αλλά συνήλθα γρήγορα μόλις είδα κάποιον να μπαλαμουτιάζει με γρήγορες κινήσεις τις μύγες από το πλατώ του στερεοσκοπίου και να τις εναποθέτει σε ένα σωληνάκι με τροφή με ένα αντίστοιχο πινελάκι για εργαλείο. Άπλωσα το χέρι και ξανάπιασα πινέλο μετά είκοσι έτη.

- Πινελάκι νούμερο δύο, μαλακό. Πιο μικρό δεν κάνεις δουλειά, πιο μεγάλο μπορεί να τις λιώσεις. Δε θες.
- Δε θέλω.
- Θες αυτό.
- Θέλω αυτό,
είπα και χαμογέλασα.

Δέκα χρόνια μετά, στο ίδιο φλάιρουμ, οι φοιτητές μου που την εποχή εκείνη είχαν κασετίνες με αρκουδάκια, γκρινιάζουν για τα πινέλα.

- Αίσχος, χάλι, τι πινέλο είναι αυτό; Είτε το πινέλο διαλύεται είτε η μύγα. Δε μπορείς να δουλέψεις.
- Νούμερο δύο μαλακό να πάρετε
, τους λέω ως σοφός επιβλέπων. Δηλαδή άλλος είναι ο επιβλέπων, εγώ είμαι ο ανταυτού, αλλά σοφός έτσι κι αλλιώς· έτσι νομίζουν δηλαδή.
- Μα έχουμε γυρίσει όλα τα μαγαζιά και δεν έχουν, γκρινιάζει η μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Δεν έχει γυρίσει τίποτα, αλλά ξέρει ότι ο μπαμπάς θα το φροντίσει.
- Καλά, θα κοιτάξω κι εγώ, τους λέω.

Κι έτσι ένα πρωί που περιφέρομαι στο κέντρο με μια λίστα δουλειές προς διεκπεραίωση, παίρνει το μάτι μου ένα μεγάλο χαρτοπωλείο που στην ταμπέλα γράφει μεταξύ άλλων «είδη ζωγραφικής». Βρίσκω το σταντ με τα πινέλα δίπλα στο ταμείο· μπροστά τους στέκεται και τα περιεργάζεται ένας νεαρός παπάς. Βγάζει πινελάκια και τα δοκιμάζει στην παλάμη του, τα αφήνει πίσω και βγάζει άλλα και τα ξαναδοκιμάζει. Ο υπάλληλος τον περιεργάζεται επίσης, εγώ περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου, η ώρα περνάει. Κάποια στιγμή ο παπάς βρίσκει ένα που του κάνει και στρέφεται στον υπάλληλο για να το πληρώσει.

- Κάνετε αγιογραφία πάτερ μου; ρωτάει χαμογελαστός ο υπάλληλος.
- Αγιογραφία; κάνει απορημένος ο παπάς. Όχι.
- Ζωγραφική τότε;
- Όχι, όχι. Για το ευχέλαιο το θέλω.

Ο υπάλληλος μένει αποσβολωμένος καθώς ο παπάς εξηγεί ότι τη Μεγάλη Τετάρτη που κάνουν ευχέλαιο κάνουν με το πινελάκι σταυρούς με λάδι στο μέτωπο των πιστών.

- Α, μάλιστα, κάνει ο υπάλληλος. Ευχέλαιο, μάλιστα, μουρμουράει καθώς ο παπάς απομακρύνεται.

Ύστερα στρέφεται σε εμένα που στο μεσοδιάστημα έχω σηκώσει όλα τα πινελάκια νούμερο δύο μαλακά του στοκ, και με κοιτάει με ευχαρίστηση.

- Εσείς ζωγραφίζετε;
- Όχι, χειρίζομαι μυγάκια
, του λέω με πάρα πολύ σοβαρό ύφος.

Νιώθω το αμήχανο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου καθώς βγαίνω στην Έβανς και συγκρατώ το χαμόγελο όσο μπορώ ενώ τον φαντάζομαι να σκέφτεται «όλοι οι τρελοί εδώ μαζεύτηκαν σήμερα» ή κάτι ανάλογο. Ύστερα δεν κρατιέμαι και στρέφω να τον κοιτάξω πίσω από τη βιτρίνα· κρατάει το κεφάλι του με τα δυο χέρια κι ύστερα τα υψώνει αργά, τελετουργικά προς τον ουρανό. Μάλλον θα χρειαστεί κάνα ευχέλαιο σε λίγο όπως τον κόβω· δυστυχώς το Πάσχα αργεί ακόμα.

20/10/17

Λέξεις της Νικαριάς (στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου)

Το κείμενο αυτό το έγραψα για το γλωσσολογικό κατά βάση ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, που δεν τον γνωρίζω προσωπικά ούτε συμφωνούμε σε όλα, αλλά εκτιμώ την (ιστολογική) δουλειά του, ειδικά τη συμβολή του στην αντιμετώπιση γλωσσικών μύθων. Τον τελευταίο καιρό στο ιστολόγιό του φιλοξενούνται και κείμενα άλλων που αφορούν λέξεις από διάφορες ντοπιολαλιές. Του πρότεινα μεταξύ αστείου και σοβαρού να γράψω για κάποιες χαρακτηριστικές λέξεις της Ικαρίας και δέχτηκε με χαρά. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 18/10/2017, με κάποια σχόλια του «Νικοκύρη» όπως τον λέμε, που εδώ παρουσιάζω με κόκκινο χρώμα. Προσθέτω μερικές επιπλέον πληροφορίες που προέρχονται κατά κανόνα από τα σχόλια διαφόρων σχολιαστών κάτω από την αρχική δημοσίευση, με μπλε.

Νικαριά είναι βεβαίως η Ικαρία. Στη λαϊκή γλώσσα, που μιλιέται και ακούγεται αντί να γράφεται και να διαβάζεται, οι χασμωδίες ενοχλούν κι έτσι η Ικαρία γίνεται Νικαριά (την Ικαρία – τη Νικαρία) αλλά και οι Ικαριώτες γίνονται και Καριώτες.

Ωστόσο, δεν είναι αυτό το θέμα του άρθρου, που άλλωστε δεν το γράφω εγώ. Σήμερα συνεχίζουμε τις δημοσιεύσεις άρθρων με διαλεκτικό λεξιλογικό υλικό από περιοχές της Ελλάδας, που έχουν πυκνώσει τώρα τελευταία ακριβώς επειδή κι άλλοι φίλοι παρακινούνται να γράψουν άρθρα για την ιδιαίτερη πατρίδα τους ή κάποια περιοχή που τη γνωρίζουν καλά. Θυμίζω πως το προηγούμενο ανάλογο άρθρο ήταν τα Πλωμαρίτικα, του Γιάννη Μαλλιαρού (στο άρθρο υπάρχουν σύνδεσμοι προς τα παλιότερα σχετικά άρθρα). Ανανεώνω την πρόσκληση σε όποιον φίλο ενδιαφέρεται να γράψει παρόμοιο άρθρο για το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Το άρθρο είναι συνεργασία του φίλου που έχει το ιστολόγιο Ροβυθέ (ροβυθέ είναι η ρεβυθιά). Του δίνω αμέσως τον λόγο. Σχολιάζω με πλάγια και μέσα σε αγκύλες.




Λέξεις της Νικαριάς

Ειδικός στα γλωσσολογικά δεν είμαι, ωστόσο είμαι καριώτης και από τους δύο γονείς και άκουγα από παιδί τη ντοπιολαλιά. Παρά το ότι μεγάλωσα στην Αθήνα και μιλάω τα ελληνικά του σχολείου (και της τηλεόρασης…) χωρίς καθόλου την προφορά του νησιού, όποτε βρίσκομαι σε καριώτικη παρέα (δηλαδή αρκετά συχνά) κάπως μου βγαίνουν αδιόρατα και κάποια στοιχεία της προφοράς και κάμποσες ιδιωματικές λέξεις, που βέβαια άργησα αρκετά να καταλάβω ότι δεν είναι πανελλήνιες. Για την καριώτικη προφορά, όσοι δεν την έχετε ακούσει, μπορείτε να διαβάσετε δυο λόγια από τον παλιό ιστότοπο του Νικοκύρη, στην παρουσίαση ενός βιβλίου με ποιήματα της συμπατριώτισσας Χρύσας Καζάλα.

Να πω ότι για την επιλογή των λέξεων συμβουλεύτηκα επιπλέον μερικούς φίλους που έχουν μεγαλώσει στη Νικαριά, καθώς και δύο βιβλία, το «Λαογραφικά Ικαρίας» του Αλέξη Πουλιανού (τρίτομη αυτοέκδοση από τα μέσα της δεκαετίας του ’70) και το «Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς» του Δημήτρη Λεσσέ (2η έκδοση, Εύδηλος, 2013). Προσπάθησα με τη βοήθεια και του διαδικτύου να επιλέξω λέξεις χαρακτηριστικά (και κατά προτίμηση αποκλειστικά) καριώτικες, πράγμα αρκετά δύσκολο βέβαια γιατί ανακάλυψα, συχνά με έκπληξη, ότι υπάρχουν (ή τέλος πάντων υπήρχαν) και αλλού οι ίδιες ή παρόμοιες λέξεις, ιδίως στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη, οπότε χάσαμε ας πούμε τη σκλούπα (κουκουβάγια) ή το φαούδι (μτφ. το γκρινιάρικο παιδί). Επέλεξα ακόμα λέξεις που τις έχω συναντήσει (έστω και κάπως σπάνια) στην καθημερινή ομιλία και όχι μόνο στα βιβλία, πράγμα που μας στέρησε ατυχώς την ωραιότατη λέξη Κυρασολένη (ουράνιο τόξο), που έδωσε τον τίτλο σε ένα πρόσφατο βιβλίο με ικαριακά παραμύθια, και το χαριτωμένο ρήμα σπαρουγγώνω (μαζεύομαι, ζαρώνω και μτφ. φοβάμαι). Κράτησα ωστόσο ορισμένες λέξεις που υπάρχουν και σε άλλα μέρη αλλά κατά κανόνα με διαφορετική σημασία. Φυσικά η συλλογική σοφία του σαραντάκειου ιστολογίου μπορεί να κάνει διορθώσεις ή προσθήκες.

(Προσθήκες: στη Λέσβο το ουράνιο τόξο «Κερατζού«, στη Σίφνο «Αγιαλένη»).

ανάγκασμα: η αιφνίδια (μέχρι σκασμού) ανάγκη για αφόδευση. Αν και η λέξη είναι ενδεχομένως πανελλήνια, είναι συστατικό της πιο χαρακτηριστικής καιριώτικης κατάρας: «π’ ανάγκασμά σε» που θα πει «που να σε πιάσει ανάγκασμα». Αντίστοιχα χαρακτηριστική είναι η έκφραση «άμε θαλάσσωσε» που σημαίνει «φύγε από μπροστά μου, εξαφανίσου» και προέρχεται κατά μία εκδοχή από την καταδίκη σε «θαλάσσωμα» δηλαδή εξορία χωρίς δικαίωμα επιστροφής που υποτίθεται ότι επιβαλλόταν ως εσχάτη των ποινών σε όσους πρόδιδαν στους πειρατές την παρουσία κατοίκων στο νησί τον καιρό της αφάνειας (16ος αιώνας, μετά την αναχώρηση των Γενοβέζων και πριν την άφιξη των Τούρκων, όπου υποτίθεται ότι οι Καριώτες είχαν υιοθετήσει μια στρατηγική επιβίωσης που στηριζόταν στην αυτάρκεια και την απόκρυψη).

(Το «ανάγκασμά σε» χρησιμοποιείται και στα Μαστιχοχώρια της Χίου).

μπουγκέφαλα: μπρούμυτα. Κάποιος που πέφτει κωλοτουμπηδόν πάει «ανάσκελα-μπουγκέφαλα». Το ρήμα «μπουγκεφαλίζω» μπορεί να σημαίνει π.χ. αναποδογυρίζω, αδειάζω το περιεχόμενο μιας τσάντας.

παραματσιράω: καθυστερώ, κωλυσιεργώ ασχολούμενος με ένα σωρό άλλα πράγματα εκτός από το επείγον (αντίστοιχο του αγγλικού procrastinate). Δεν ξέρω αν τυχόν σχετίζεται με το μάτσι, ένα χειροποίητο ζυμαρικό κάπως σα λαζάνια που το ψιλοκόβουν, πάντως από τούτο βγαίνει η ματσόβεργα, δηλαδή ο πλάστης της κουζίνας.

(Μάτσι υπήρχε στην Κύθνο, μάτσι και ματσόβεργες υπάρχουν στη Χίο, το παραματσιράω μάλλον είναι εντελώς δικό μας).

ζάλλω: περιφέρομαι, κινούμαι (λογικά πρέπει να σχετίζεται με το «ζαλεύγω» δηλ. σαλεύω).

(Προτάθηκε κάποια σχέση με το κρητικό ζάλο (=βήμα), το οποίο ετυμολογικά φαίνεται να προέρχεται από το αρχαίο σάλος. Δεν το αποκλείω, αλλά ούτε στα κρητικά υπάρχει ρήμα, ούτε στα καριώτικα ουσιαστικό).

παρασυνείκασα: σάστισα, έχασα την αίσθηση του πού βρίσκομαι, και μτφ. νομίζω πράγματα που δεν υπάρχουν, τρελαίνομαι. (Υποθέτω σύνθετο από παρα+συν+εικάζω). Παρόμοια είναι η λέξη ηκουτούρδισα και φαντάζομαι το αντίστοιχο ρήμα (κουτουρδίζω) ενδεχομένως να σχετίζεται ετυμολογικά με το «κουτουρού» (προς τα εκεί που πάει αυτός που σάστισε).

[Σχόλιο Ν.Σ.: το κουτουρδίζω πρέπει να είναι το γνωστό σε άλλες περιοχές κουτουρντίζω ή κουντουρντίζω, που σημαίνει «τρελαίνομαι, λυσσάω, αφηνιάζω, ξεσαλώνω» και είναι δάνειο από το τκ. kudurdim, αόριστο του kudurmak «λυσσάω». «Αμάν, κουτουρντίσατε πια! έλεγαν παλιά οι μανάδες στα παιδιά που γύριζαν σπίτι καταϊδρωμένα από το παιχνίδι. Δεν έχει σχέση με το ‘κουτουρού’, που όμως είναι κι αυτό τούρκικο δάνειο]

(Στα Χιώτικα «παρασουνούκιασα». Το «κουτούρντισα« σχεδόν πανελλήνιο, ίσαμε τη Νιγρίτα...).

παράχραντος ή αξελέστατος: ατημέλητος, άπλυτος μτφ. ανισόρροπος (το αξελέστατος πρέπει να προέρχεται από το λόγιο «εξωλέστατος»).

(Το αξελέστατος και στη Χίο από παλιά, το αναφέρει ο Κοραής).

καφαρτέ: πρόγευμα (αν και κάποιοι το λένε γενικότερα για οποιοδήποτε γεύμα). Νομίζω πρέπει να βγαίνει από καφέ+άρτο ή άρτηση.

[Σχόλιο Ν.Σ. Το καφαρτέ πρέπει να είναι το γνωστότερο από άλλες περιοχές ‘καφαλτί’ = το πρωινό ή το κολατσιό, με την καθιερωμένη τροπή του λ σε ρ. Είναι τουρκικό δάνειο, kahvaltι, που θα μπορούσε κατά λέξη να αποδοθεί «το πάρσιμο του καφέ». Έχει δηλαδή οντως σχέση με τον καφέ].

(Κάτι καινούργιο μάθαμε σήμερα...).

λίλλυρο (ή λίλιρο ή λίλυρο): κυριολεκτικά η οπτική διαταραχή που προκαλείται στον ορίζοντα από τη μεγάλη ζέστη, μεταφορικά η κάψα, η πολλή ζέστη. Παρόμοιες λέξεις υπάρχουν και αλλού, π.χ. ο λάλλαρος στην Κύπρο το λάλαρο στη Σύρο, η λίλιρη σε άλλα νησιά όπου σημαίνει (και) την ιλαρά. Ωστόσο σε αντίθεση με το Νικοκύρη δεν νομίζω ότι προέρχεται από την ιλαρά, που στα καριώτικα είναι μπέμπελη ή κατσίφερη. Καλού κακού πάντως να εμβολιάζεστε.

[Εδώ διαφωνούμε. Όπως είχαμε συζητήσει πρόσφατα, για μένα είναι βέβαιο ότι η αρχική σημασία είναι λίλιρη = η ιλαρά, που επεκτάθηκε σε κάμποσα μέρη στη σημασία ‘μεγάλη ζέστη’ και ειδικά στην Ικαρία πήρε και τη σημασία της οπτικής διαταραχής του ορίζοντα λόγω της μεγάλης ζέστης].

(Ελπίζω να μη διαφωνούμε στους εμβολιασμούς πάντως... Κατά τα λοιπά λίλιρη=ιλαρά μόνο στη Σίφνο, ενώ λίλυρο/λάλαρο/λάλλαρος = ζέστη σε πάρα πολλά μέρη, εμένα μου φαίνεται πιο πιθανό να πηγαίνουμε από τη ζέστη στην ιλαρά και όχι το ανάποδο. Στη Χίο λιλλυρί η σταγόνα και υπάρχει ρήμα λιλλυρίζω με έννοια παρόμοια με την «κυριολεκτική» κατά Λεσσέ ικαριακή εκδοχή).

βαϊλίζω: νταντεύω παιδιά (όχι μόνο κάνω μπεϊμπι-σίτιγκ, μπορεί γενικότερα να σημαίνει είμαι σε φάση ζωής που ανατρέφω μικρά παιδιά).

[Κατά σύμπτωση το είχαμε συζητήσει το καλοκαίρι, στο άρθρο για τη θερμιώτικη ντοπιολαλιά]

(Τελικά με κάποιες παραλλαγές μάλλον πανελλήνια λέξη).

σκαρτάρω: αναπηδώ από τον τρόμο (πιο συχνό στον αόριστο: ησκάρταρα). Να σημειωθεί ότι σε άλλα μέρη της Ελλάδας το ίδιο ρήμα σημαίνει «ξεσκαρτάρω», βγάζω τα σκάρτα (π.χ. τα χαρτιά που δεν χρειάζομαι στην τράπουλα).

(Με κάπως παραπλήσια σημασία «αιφνίδιου» στην Κάλυμνο).

γκρούβαλος: εντελώς πρόσφατη λέξη άγνωστης ετυμολογίας που δηλώνει τον καλοκαιρινό επισκέπτη-κατασκηνωτή με εμφάνιση «φρικιού» (συνήθως με αρνητική σημασιοδότηση: οι γκρούβαλοι κατηγορούνται – όχι πάντα άδικα – ότι εισβάλλουν μαζικά στα πανηγύρια, πίνουν μπάφους, ενίοτε κλέβουν το φαγητό των ντόπιων και χοροπηδάνε στην πίστα με αυτοσχέδια βήματα που δεν έχουν σχέση με τον παραδοσιακό καριώτικο χορό. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο το είδος είναι σε υποχώρηση καθώς αντικαθίστανται τάχιστα από χίπστερ που καταλαμβάνουν την πίστα τραβώντας σέλφι· παρόλα αυτά η λέξη γκρούβαλος έχει διαδοθεί ευρύτερα, έχει περάσει σε ιντερνετικά λεξικά, και τείνει να γίνει πανελλήνια).

(Μετά τη δημοσίευση του κειμένου, μια Φαηδόνα μου σφύριξε μια εξαιρετικά αληθοφανή εκδοχή για την προέλευση της λέξης «γκρούβαλος» που δεν την αποκαλύπτω ακόμα για να το κάνει εκείνη όποτε κρίνει σκόπιμο).

ρασκό: άγριο κατσικάκι ελευθέρας βοσκής από τα ορεινά του νησιού. (Έχω ακούσει να χρησιμοποιείται μεταφορικά και για νεαρά κορίτσια ελευθέρας βοσκής, επίσης άγρια, αλλά αυτή η χρήση δεν έχει περάσει στα λεξικά.)

(Προτάθηκε η ετυμολογία «ορεσκώο» - του βουνού).

πηδαυλίζω: τρώω ή για την ακρίβεια ξεκοκκαλίζω (συνήθως το ρασκό) μέχρι να μην έχει πια καθόλου κρέας και να απομείνουν και τα κόκκαλα κενά σα να μπορείς με αυτά να παίξεις πηδαύλι (φλογέρα). Π.χ. «Ήρταν οι γκρούβαλοι την ώρα που χορεύαμε κι ίσαμε να γυρίσουμε στο τραπέζι είχανε πηδαυλίσει το ρασκό».

(Αν και προτίμησα την ορθογραφία του Πουλιανού, θα μπορούσε να γράφεται πιδαύλι, ίσως από επί+αυλός. Στο κλασικό σπλάτερ ικαριακό (αλλά όχι μόνο) παραμύθι «Μισοκωλάκι» ο ομώνυμος πρωταγωνιστής παίζει το πιδαυλάκι του).

θεόσκαρος: τσίτσιδος, όπως τον γέννησε η μάνα του (π.χ. οι γκρούβαλοι στην παραλία του Να, προτού αυτή γίνει διάσημη από την Άθενς Βόις).

καθούρα: χαρακτηριστικό είδος λευκού κατσικίσιου τυριού. Δεν υπάρχει τυποποιημένο, μόνο από σπίτι (τα ρασκά δεν αρμέγονται).

σιφούνι: σκεύος άντλησης και σερβιρίσματος κρασιού που προέρχεται από αποξηραμένη κολοκύθα σαν φλάσκα με μακρύ περιστροφικό στόμιο (σα σιφώνιο) που χρησιμεύει για να γεμίσει το σκεύος με σιφωνισμό από τις βυτίνες που αποθηκεύεται το κρασί. Στο αρκετά γνωστό εσχάτως παραδοσιακό τραγούδι «Αμπελοκουτσούρα», επαινείται μαζί με το κρασί και το σιφούνι το «στραβόραδο», δηλαδή με το στραβό ράδι (ουρά, πίσω μέρος).

μωλόπι (ή μολόπι): υποθετικό ερπετό, ίσως νερόφιδο (δε νομίζω να αντιστοιχεί σε υπαρκτό ζώο) που χρησιμοποιείται ως απειλή προς τα παιδάκια που παίζουν κοντά σε ρέματα, λίμνες κλπ. ώστε να μην πέσουν μέσα.

λουπάστρα: το μέρος όπου λουπάζει (=λουφάζει) κανείς, το καταφύγιο, και μεταφορικά το απάγκιο μέρος. Περίπου συνώνυμη (αφορά κυρίως ζώα) είναι και η λέξη λόψι (ή λώψι κατά τον Λεσσέ), δεν ξέρω αν είναι και ετυμολογικά συγγενική.

(Λουπάζουν και στην Κύθνο, δε λουφάζουν όπως αλλού...)

μπλάζω: πέφτω ή ρίχνω, μτφ. σκορπίζω, π.χ. «πήγαινε το πιάτο στο τραπέζι μα έχε το νου σου μη μπλάσει(ς) το φαΐ» Υποτίθεται προέρχεται από ένα αρχαίο ρήμα «πίμπλημι» που σημαίνει γεμίζω, αλλά δεν ξέρω από ποια διαδρομή.

(Στην Κάρπαθο χρησιμοποιείται ως αμετάβατο με την ίδια έννοια. Προτάθηκε ως προέλευση και ένα αρχαίο ρήμα «ἐμπλάζω» αλλά τα αρχαία μου δεν επαρκούν να το λύσουμε...)

ξένος: πας μη καριώτης. Γενικά όλοι οι Έλληνες είναι ξένοι, εκτός από τους Φουρνιώτες που λέγονται «νησιώτες». Ο καριώτης που δεν είναι από το δικό μας χωριό είναι «παραχωριού» (επίθετο, αν και σε όλες τις πτώσεις και τα γένη ίδιο).

ξορίζομαι: χάνω το δρόμο μου. Υπάρχει μια ωραία ιστορία με έναν καριώτη κι έναν ξένο που δε μιλιούνται γιατί όταν ο καριώτης βρίσκει τον άλλο να περιπλανιέται στα κατσάβραχα τον ρωτάει «ξορίστηκες;» αλλά ο ξένος καταλαβαίνει «ξυρίστηκες;» και παρεξηγείται…

περιπατίνα: η κληματαριά της αυλής που κάνει σκιά (σε άλλα μέρη λέγεται κρεβατίνα)

βαβάτσινο: το βατόμουρο

[βάτσινο σε πολλά άλλα μέρη]

πνάζομαι: διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, μτφ. «μυρίζομαι». Σε πρόσφατη εκπομπή κυπριακού καναλιού για την Ικαρία, ο Δημήτρης Λεσσές ανέφερε ότι ομόηχο ρήμα υπάρχει και στην Κύπρο, αλλά με την έννοια του «αναπαύομαι». Το δικό μας πρέπει να έχει να κάνει με πνοή/πνεύμα, όχι με ύπνο. Η έκφραση «ηπήρεν τα πνα του Χ» σημαίνει ακολούθησε τα ίχνη του Χ.

(Το παράδειγμα με τα πνα από το λεξικό του Λεσσέ, δεν έχω ακούσει την έκφραση).

ραός: σπήλαιο, άνοιγμα στο έδαφος. Το έχω ακούσει κυρίως ως αρσενικό (ο ραός) αλλά και ως ουδέτερο (το ραός).

σάωσε: σώπα, κάτσε ήσυχα. (προστακτική· δεν είμαι βέβαιος πώς ακριβώς είναι το ρήμα στην οριστική. Υπάρχει μια ομηρική λέξη σάωσε = έσωσε, οπότε μπορεί και να είναι από την ίδια ρίζα π.χ. «Σώνει, φτάνει»)

(Αναφέρθηκε ως πιθανώς συγγενική η λέξη «σαούρα» που σημαίνει σιωπή).

κορκόφυλλας (ή κορκόφιλας): η χαρακτηριστική της ικαριακής πανίδας σαύρα του είδους Stellagama stellio, ή παλιότερα Laudakia stellio ή όταν σπούδαζα Agama stellio (οι ερπετολόγοι έχουν αλλάξει τρεις ονομασίες σε είκοσι χρόνια, εμείς πάντα κορκόφυλλα το λέμε)

σκολλί ή σκολλύς: το τσουλούφι ή κοτσιδάκι π.χ. «‘α σε πιάσω απ’ το σκολλί και ‘α σου δώκω μια μεσ’ στα μούτρα να μάθεις». Υπάρχει και το ρήμα «ξεσκολλίζω», δηλ. τραβάω βίαια απ’ τα μαλλιά (θεωρητικά μέχρι να μου μείνουν στο χέρι).

(Αν και η μάνα μου με απειλούσε ότι θα μου βγάλει το σκολλί τρίχα-τρίχα, άλλες καριωτίνες μάνες θα έβγαζαν το σκουλλί, από ό,τι μαθαίνω. Σε πολλά μέρη υπάρχει παρόμοια λέξη π.χ. σκουλλί, σκουλούδι, σκούλα στην Κρήτη, όχι πάντα για τσουλούφι αλλά γενικώς για τριχερά μαζώματα. Το σκολλύς μάλλον αρχαίο είναι, με αυτή την έννοια).

κουρσούνι: από το τούρκικο kurşun (μολύβι), παλιά σήμαινε το βλήμα πυροβόλου όπλου, σήμερα μτφ. ταχύτατο, «σφαίρα». (π.χ. Ηπέτασε αφ’ τ’ αμπέλι και του ‘δωκεν κουρσούνιν στον καφενέ). Στο παράδειγμα το ρήμα «πετώ» εννοεί «το σκάω, την κοπανάω». Παρόμοια χρησιμοποιείται και το «φτερώνω».

[Συχνότερος ο τύπος «κουρσούμι», σε πολλές περιοχές της χώρας. Γενική έννοια, το μεταλλικό σφαιρίδιο. Δείτε και αφήγημα του Μάρκου Μέσκου.]

σουφικό: παραδοσιακό καλοκαιρινό ικαριακό φαγητό με ντομάτα, κρεμμύδι, πιπεριές κ.ά. ζαρζαβατικά που σύμφωνα με μια ανεκδοτολογική (αλλά ίσως νατσουλική) εκδοχή οφείλει το όνομά του στο διάλογο του πεινασμένου ζευγαριού που το εφηύρε, όπου η σύζυγος ενώ μαγειρεύει ό,τι έχει βρει στον κήπο τσιμπολογάει από το τηγάνι, κι ο πεινασμένος σύζυγος ρωτάει «μα ’α μου ‘φήκεις;» κι εκείνει απαντάει «ε, ’α σου ‘φήκω, σου ‘φήκω…» – και δε μάθαμε αν του ‘φηκε τελικά.

(Προς τεράστια έκπληξή μου, σουφικό υπάρχει και στη Χίο. Για τους εκτός σαραντάκειων συμφραζομένων να εξηγήσω ότι ως «νατσουλική» κατά Σαραντάκο χαρακτηρίζεται η ετυμολογική εκδοχή αντίστοιχη με αυτές του βιβλίου του μακαρίτη Τάκη Νατσούλη «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» στο οποίο αποδίδει γνωστές παροιμίες σε ευφάνταστα «ιστορικά« γεγονότα που συχνά βγάζει από το κεφάλι του, χωρίς καμμία τεκμηρίωση).

συγκούδουνος: μαζί με το κουδούνι, μτφ. όλο μαζί. Η φράση προέρχεται από αληθινή ιστορία των αρχών της Τουρκοκρατίας (τέλος 16ου αιώνα στα καθ’ ημάς) όπου ο Τούρκος Αγάς είναι τόσο βάναυσος και μισητός που οι βαστάζοι που μεταφέρουν το φορείο του συνεννοούνται να τον πετάξουν στο γκρεμό αλλά συζητάνε αν πρέπει να τον πετάξουν με το φορείο ή χωρίς. Ο Αγάς τους έχει τάξει ένα αρνί ως αμοιβή για τη μεταφορά, και τον ρωτάνε αν θα τους το δώσει συγκούδουνο (με το κουδούνι). Ο Αγάς συναινεί, οπότε τον πετάνε μαζί με το φορείο, και έκτοτε έχει μείνει παροιμιακή η φράση «αυτός ηπή(γ)ε συγκούδουνος» π.χ. αν κάποιο αυτοκίνητο φύγει από το δρόμο και αρχίσει να κατηφορίζει τις πλαγιές (πράγμα που έχει συμβεί κάποιες φορές).

(Αν και η λέξη είναι παντελώς ικαριακής προέλευσης, είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες τουλάχιστον σε αρκετούς σχολιαστές του Σαραντάκου που δεν κατανοούν σχεδόν το σύνολο των λέξεων του κειμένου εκτός από το συγκούδουνο).

λούρος: μεγάλος γρανιτένιος λείος βράχος που εκτείνεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους σχηματίζοντας μια φυσική κοιλότητα. Συχνά οι παλιοί Καριώτες τείχιζαν τις πλευρές και έφτιαχναν οικήματα που ονομάζονται θεοσκέπαστα.

συνεμπαίνω (ή μάλλον «μου συνεμπαίνει» π.χ. μια σκέψη): συνειδητοποιώ, με απασχολεί, αντιλαμβάνομαι κάτι.

(Και στη Χίο με την ίδια έννοια).

φυλάκι: αυτοσχέδιο σακκίδιο (προφανώς από το αρχαίο «θυλάκιον») από προβιά κατσίκας που περνιέται στην πλάτη. Από το ίδιο υλικό φτιάχνεται και ένα μουσικό όργανο, η τσαμπουνοφυλάκα, ένα είδος τσαμπούνας ή γκάϊντας (στην Κρήτη το αντίστοιχο λέγεται ασκομαντούρα).

τσούτα (ή τσουτέ): μικροποσότητα (π.χ. μια τσούτα αλάτι βάλε μονάχα)

χοροσταλίζω: χορεύω διαρκώς, ακατάπαυστα.

σουπέρδιος: δύστροπος, παράξενος

(Με ενημερώνουν από το κοντρόλ ότι άλλοι καριώτες λένε σουπέργιος, αν και η γιαγιά μου έλεγε σουπέρδιος).

σέρφη: οποιοδήποτε μικρό ζωάκι, ερπετό, έντομο (βλ. και την έκφραση «μπα που να σε φάει (δηλ. να σε δαγκάσει) η σέρφη»). Μτφ. χρησιμοποιείται για σκανταλιάρικα πιτσιρίκια, π.χ. σουπέρδια σέρφη το αεικίνητο, άτακτο παιδάκι που αρνείται να κάτσει φρόνιμο.

φαηδόνα (ή φαϊδόνα): η κοινή σφήκα. Η λέξη σφήκα χρησιμοποιείται επίσης, αλλά χαρακτηρίζει ένα άλλο είδος σαρκοφάγου υμενοπτέρου, καφέ χρώματος με μια κίτρινη ρίγα στην κοιλιά.

(Στη Νάξο φαφληδόνα - φαφηδόνα ειδικά στην Απείρανθο).

Αν και κάτι λίγο η Γενοβέζικη παρουσία, κάτι λίγο περισσότερο η Τουρκοκρατία, κάτι ακόμα περισσότερο η αμφίδρομη επικοινωνία με τα απέναντι παράλια πριν το 1922, είχαν αφήσει τα ίχνη τους στη γλώσσα του νησιού πριν αναλάβουν δράση τα αναλυτικά προγράμματα του σχολείου και τα ΜΜΕ, σε πολλούς από εμας τους καριώτες αρέσει να καμαρώνουμε για τη αρχαιότητα της ντοπιολαλιάς μας, στην οποία επιβιώνουν αρκετές αρχαίες (ιωνικές) λέξεις και εκφράσεις όπως επιβεβαιώνει και ο Γ.Ν. Χατζηδάκης (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, 1907). Κάπου κάπου καταγράφονται (από τους γεροντότερους) εκφράσεις όπως «Έασον τις αίγες» ή «Πυροβόλησον την στιαν» που δεν περιμένεις να τις ακούσεις σε ζωντανή γλώσσα τον 20ο ή 21ο αιώνα. Ωστόσο δεν πρέπει να παραπλανηθεί κανένας επιρρεπής σε ιδεολογήματα και να νομίζει ότι συναντιούνται δυο καριώτες βοσκοί στο βουνό και ανταλλάσσουν απαρέμφατα, δυϊκούς αριθμούς και ευκτικές· κάθε άλλο.

Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη μια ιστορία που μου διηγήθηκε πρόσφατα η θεία μου η Ιωάννα, την οποία κατέγραψε ο προπάππους της που ήταν δικαστής της Δημογεροντίας στα τέλη του 19ου αιώνα (με βασική ευθύνη την αντιμετώπιση περιπτώσεων ζωωοκλοπής και καταπατήσεων). Σύμφωνα με αυτή τη διήγηση, κάποιος ονόματι Αναστάσης έκλεψε μια κατσίκα το Μεγάλο Σάββατο, και το βράδυ πήγε στην εκκλησία όπου ο παπάς απήγγειλε ένα τροπάριο που λέει «Ἀναστάσεως ἡμέρα και λαμπρυνθῶμεν Λαοί». Δεν ξέρω πώς ακριβώς το είπε ο παπάς, ο φουκαράς όμως άκουσε «Ο Αναστάσης ήκλεψε την αίγα και την ητάισε κλαδί» και έντρομος τρέχει στον παπά και του λέει «Σώπα παπά μου, θα την πάω πίσω την αίγα, αλλά μην το λες μπροστά σε όλους ότι εγώ την ήκλεψα».

Σήμερα βέβαια δεν θα κινδύνευε· οι αίγες έχουν εκλείψει, μόνο κατσίκες έχουμε άφθονες πλέον.